Σάββατο 12 Ιανουαρίου 2013

Γ. Βότσης – Π. Κοροβέσης: Τότε που μας χώριζε ο Τσε


Γ. Βότσης – Π. Κοροβέσης: Τότε που μας χώριζε ο ΤσεFREE photo hosting by Fih.gr
Ο θάνατος του Τσε συμπίπτει στην Ελλάδα με τη σκληρότερη φάση της χουντικής τρομοκρατίας. Η μυθική μορφή του επαναστάτη εμπνέει την αντίσταση, αλλά η μέθοδός του διχάζει. Το 1970, δύο από τα πρώτα στελέχη της αντίστασης, ο Γιώργος Βότσης και ο Περικλής Κοροβέσης διαφωνούσαν δημόσια από τις στήλες του περιοδικού “Επανάσταση” (οργάνου των “Επαναστατικών Σοσιαλιστικών Ομάδων”) για τη δυνατότητα εφαρμογής στην Ελλάδα της γκεβαρικής θεωρίας των ενόπλων πυρήνων (των “εστιών”, του “foco”, όπως την κωδικοποίησε ο Ρεζί Ντεμπρέ στο βιβλίο του “Επανάσταση μέσα στην Επανάσταση”). Ο Βότσης προτείνει μια “μορφή ένοπλης προπαγάνδας” η οποία θα στηρίζεται σε “μικρές ευκίνητες και αποκεντρωμένες μαχητικές ομάδες, που θα δράσουν ένοπλα και σοβαρά, χτυπώντας επιμελώς επιλεγμένους στόχους και εξασφαλίζοντας τη συνέχεια και κλιμάκωση των ενεργειών τους.” Και εξαίρει τον Τσε που “σκοτώθηκε με το όπλο στο χέρι, αλλά το αντάρτικο της Λατινικής Αμερικής δεν ξόφλησε”. Ο Κοροβέσης αντιτείνει ότι “η επιθυμία ενός ατόμου ή μιας ομάδας, όσο γενναίοι και αν είναι, δεν πρόκειται να φέρει κανένα αποτέλεσμα” και θυμίζει την τραγική σκηνή από το βολιβιανό ημερολόγιο: “Ο Τσε με τους γκεριλιέρος και με τα ντουφέκια στον ώμο, έρημοι σαν ναυαγοί, περιφέρονταν σε απομακρυσμένα χωριά, ανάμεσα από έκπληκτους και φοβισμένους χωριάτες που δεν έδειχναν καμιά συγκίνηση.” Τριάντα χρόνια αργότερα, συνεχίζουν να διαφωνούν.
Γ. Βότσης – Π. Κοροβέσης

ΠΕΡΙΚΛΗΣ ΚΟΡΟΒΕΣΗΣ: Στη χούντα, με πιάσανε 10 Οκτωβρίου 1967 και στις 11 έμαθα για το θάνατο του Τσε Γκεβάρα. Μου τό ‘πε ένας συγκρατούμενος. Το νέο κυκλοφόρησε αστραπιαία. Εκείνη την εποχή είχα ήδη διαβάσει το βιλίο του Ντεμπρέ “Επανάσταση στην Επανάσταση”, νομίζω από τα αγγλικά. Αυτό στάθηκε αφορμή για το πρώτο δικό μου σκίρτημα, για κάτι άλλο. Αλλά, τότε, ήταν λίγα τα πράγματα που ξέραμε. Ο,τι ουσιαστικό βιβλίο διάβασα, το βρήκα έξω, αργότερα. Αυτό που κυριαρχούσε και σε μένα -πρίν δω τον Τσε κριτικά- ήταν αυτός ο ενθουσιασμός για την επανάσταση που λειτουργούσε σαν ένα ελιξήριο νεότητας σε ένα κόμμα που είχε ήδη νεκρωθεί ιδεολογικά, και πολιτικά.
ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΟΤΣΗΣ: Εγώ δεν θα ‘λεγα ότι ο Τσε είναι που εμπνέει όποιες ιδέες, κινήσεις, προτάσεις, πρακτικές περί τη χρήση των όπλων, στον αντιστασιακό αγώνα. Είναι η ίδια η δικτατορία, η κατάλυση του καθεστώτος, η ωμή βία. Είναι και το χάλι της ρεφορμιστικής -όπως την αποκαλούσαμε τότε- Αριστεράς, η οποία απεκάλυψε τη γύμνια της και με τον τρόπο που βρεθήκαμε όλοι “ξεβράκωτοι” στην αντιμετώπιση του πραξικοπήματος. Ο Τσε έφτανε σε μας τότε ως απόηχος ή ως μακρινός μύθος, αλλά ήταν ελάχιστα γνωστός.
Δεν είναι τυχαίο ότι η πρώτη εμπνευσμένη από τον καστρισμό και τον γκεβαρισμό οργάνωση γίνεται στο Παρίσι, όπου οι Έλληνες ήταν πιο ενημερωμένοι. Το Κίνημα της 29ης Μαΐου, πράγματι εξέφραζε μια σκληρή γκεβαρική τάση -και αν δεν απατώμαι ήταν η πρώτη οργάνωση η οποία έστειλε και ανθρώπους της στην Κούβα να εκπαιδευτούν. Αργότερα το έκαναν κι άλλες οργανώσεις. Υπάρχουν μερικές δεκάδες ανθρώπων οι οποίοι έχουν εκπαιδευτεί. Στρατόπεδα υπήρχαν και στην Κούβα και στην Μέση Ανατολή. Αυτοί πλαισίωσαν ή ήταν ήδη μέσα σε κάποιες απ’ αυτές τις οργανώσεις που ευθέως κήρυσσαν και επεδίωκαν, ως πρακτική, τον ένοπλο αγώνα στη δικτατορία. Εκτός από την “29η Μαΐου”, η “20ή Οκτώβρη”, ο “Άρης”, ο “Μαχητής”, κλπ.
- Μεσολάβησε και ο Μάης του ’68 για να γίνει, και για την ελληνική Αριστερά, το πρόσωπο του Γκεβάρα, μύθος;
Γ.Β.: Όχι. Θυμάμαι ότι ήμουν στην παρανομία όταν έμαθα το τέλος του Τσε. Υπήρξε μια παγωμάρα. Στην αρχή δεν το πίστευα, γιατί είχε ακουστεί δυο τρεις φορές. Όταν πια επαληθεύτηκε, έκλαιγαν οι άνθρωποι, γιατί ο Τσε ήταν ένας -έστω και απόμακρος- μύθος. Γιατί τα συγκεντρώνει όλα: πλήρη αφοσίωση στην επανάσταση και στο διεθνισμό. Τα τινάζει όλα, φεύγει απ’ την πατρίδα του την Αργεντινή για να πάει στη Γουατεμάλα, να πάει στο Μεξικό, να πάει στην Κούβα, να πάει στην Αφρική και να πεθάνει στη Βολιβία- με εμμονή στον ένοπλο αγώνα.
-Αυτή την εικόνα την είχατε από τότε;
Γ.Β.: Δεν υπήρχε η γνώση αυτή, τί ήταν ο Τσε, τουλάχιστον τον πρώτο χρόνο της αντίστασης. Αργότερα, και ιδίως στους αντιστασιαζόμενους του εξωτερικού, όπου όλες οι τάσεις της Αριστεράς εμφανίζονται στην ακραία τους υπερβολή, όπου η επανάσταση έδινε κι έπαιρνε, εκεί βέβαια ήταν κοινός τόπος. Θα μπορούσε το βιβλίο του Ντεμπρέ να αποτελεί πεδίο συζήτησης σε συνεδριάσεις δύο, τριών και τεσσάρων νυχτών, ή να δημιουργήσει θεωρητικές συγκρούσεις μέσα σε συνελεύσεις των κατειλημμένων κτιρίων, όπως το ελληνικό σπίτι στη Σιτέ. Εδώ, δεν νομίζω. Πολύ αργότερα, δηλαδή στα μέσα του ’69, το ’70, όταν εμφανίζονται ομάδες με ένοπλη πρακτική και τότε ακόμα δεν είναι μόνο ο Τσε που εμπνέει. Υπενθυμίζω ότι τα πρώτα φυλλάδια που κυκλοφορούν παράνομα και καμουφλαρισμένα…
Π.Κ.: …με εξώφυλλα Βίων Αγίων, συχνά.
Γ.Β.: Αυτά δεν ήταν του Τσε, αλλά του Μαριγκέλα.
- Δηλαδή, σε μια ορισμένη τάση της Αριστεράς υπήρχε στροφή προς τις ιδέες του Τσε και λιγότερο προς την ιστορία των κλασικών αντάρτικων. Μάο, Γκιάπ κ. λπ; Ανακαλύπτουν στον Τσε κάποιες μεγαλύτερες αναλογίες με την Ελλάδα;
Γ.Β.: Υπάρχει αυτή η γκεβαρική θεωρία του foco, που, αν θες, σ’ εκείνες τις περιστάσεις, στη στρατοκρατούμενη Ελλάδα, μας πάει. Με ποια έννοια; Ότι απαιτεί δράση, επαναστατική πρακτική, από μικρές ομάδες φωτισμένων και αφοσιωμένων στην επανάσταση ανθρώπων. Όχι κινητοποιήσεις μαζών, όχι ένοπλο αγώνα μαζικό. Θυμάμαι, πάντα πριν από το γαλλικό Μάη, αλλά και μετά, ώσπου να εμφανιστούν τα κινήματα ένοπλης βίας στην Ευρώπη (στις αρχές της δεκαετίας του 70) υπάρχουν οι δικές μας ομάδες στην Ελλάδα που χρησιμοποιούν τα όπλα.
Π.Κ.: Το γεγονός ότι βρεθήκαν ομάδες ένοπλης πάλης ή ομάδες που βάζανε βόμβες, δεν μας επιτρέπει να τις ταυτίσουμε με τον Τσε. Γιατί κάποιος πρέπει να τις ταυτίσει με τον Τσε, κι όχι με την παράδοση του εργατικού κινήματος; Βάζανε βόμβες από τον περασμένο αιώνα. Υπάρχει η παράδοση του αναρχικού κινήματος, π.χ. Πες το όπως θέλεις. Δεν βλέπω κάπου να έχει μια άμεση σύνδεση το φαινόμενο Τσε με τις ομάδες ένοπλης πάλης. Μπορεί να αναφέρονταν και στον Τσε, αλλά δεν έχω δει το μοντέλο δράσης Τσε να πηγαίνει είτε σε μια ελληνική, είτε σε μια ξένη ομάδα.
Υπήρχε τότε και ο άλλος παράγοντας: το Βιετνάμ και ο Μάο, το σύνθημα ότι “η εξουσία είναι στην κάνη του τουφεκιού”. Βλέπω ότι αυτά αποτελούν μεγαλύτερη πηγή έμπνευσης, παρά ο Τσε. Ο Τσε θεωρώ ότι ήταν ένα είδος ρομαντικής αναφοράς. Κράτησε μια προσωπική στάση και δημιούργησε ένα μοντέλο από το οποίο ο καθένας μπορεί να βγάλει το χαρακτήρα του, αλλά σαν επαναστατικό μοντέλο νομίζω ότι δεν λειτούργησε.
Γ.Β.: Παρότι η αμφισβήτηση στην επίσημη Αριστερά, την κομμουνιστική, την παραδοσιακή Αριστερά, πριν από το πραξικόπημα του ’67, έφτασε και σε μας -εξ αντανακλάσεως- ως μαοϊκή απόκλιση (τότε μην ξεχνάτε, η πολιτιστική επανάσταση βρισκόταν στο φόρτε της), δεν είναι οι μαοϊκοί εκείνοι που ψάχνουν για τα όπλα, ή χρησιμοποιούν τα όπλα. Οι ένοπλες ομάδες έχουν πληρέστερες αναφορές στον γκεβαρισμό, ή μη ομολογημένες, αλλά σαφέστατες αναφορές στο παράδειγμα της κουβανέζικης επανάστασης και τον Τσε.
Π.Κ.: Αν πάρουμε όλες αυτές τις οργανώσεις μία-μία, σε ποιά κείμενά τους ακολουθούν τη θεωρία του foco;
Γ.Β.: Για θεωρία του foco δεν μίλησε κανένας.
Π.Κ.: Εκτός από σένα. (γέλια)
Γ.Β.: Εγώ είχα τη θεωρία του “μοχλού”. Άλλο πράγμα. Ξαδερφάκι της, ίσως. Σε διαβεβαιώ ότι όταν ήμουν στην παρανομία, απ’ τους πρώτους, τον πρώτο καιρό της δικτατορίας, δεν εγνώριζα καν τον Ντεμπρέ. Μέσα σ’ αυτό το χάλι της διαλυμένης Αριστεράς, μέσα την αναζήτηση νέων μορφών πάλης, το να φτάσεις σε τέτοιες θεωρίες, όπως είναι η θεωρία του “μοχλού”, ήταν θέμα λογικής επεξεργασίας.
Π.Κ.: Πάντως εγώ νομίζω ότι αν υπάρχει μία θεωρία γκεβαρική στα ελληνικά, είναι δικιά σου.
Γ.Β.: Θες να με κατηγορήσεις ότι ήθελα να γίνω ο Τσε στην Ελλάδα;
Π.Κ.: Μπορεί να ήθελα να σου κάνω κομπλιμέντο. (γέλια)
– Και σήμερα τι σημαίνει για σας ο Τσε;
Π.Κ.: Αυτό που χαρακτηρίζει τον Τσε δεν είναι η Κούβα. Όταν σκέφτομαι τον Τσε, έχω στον μυαλό μου την προσπάθειά του, όλη την πορεία του, να μεταφέρει την επανάσταση εκτός Κούβας.
Γ.Β.: Εγώ όταν φέρνω τον Τσε στο μυαλό μου, έχω την εικόνα του ωραιότερου άνδρα που έχει βγάλει η παγκόσμια επανάσταση. Ο Τσε αποδεικνύει τη μοναδικότητά του κυρίως μέσα στην κουβανέζικη επανάσταση, όταν αποφασίζει να εγκαταλείψει την εξουσία για να συνεχίσει την επανάσταση κάπου αλλού. Αλλά αναδεικνύεται μέσα από τη διαδικασία της κουβανέζικης επανάστασης. Εκεί ολοκληρώνεται ως προσωπικότητα.
Π.Κ.: Δεν νομίζω ότι μπορώ να συμφωνήσω σ’ αυτό το σημείο. Δηλαδή αυτό που ολοκληρώνει τον Τσε σαν θεωρία, είναι η ρήξη του με την Κούβα.
Γ.Β.: Δεν συμφωνώ. Αυτό που ολοκληρώνει τον Τσε είναι η θεωρία ότι ο Τρίτος Κόσμος -δηλαδή “2, 3, πολλά Βιετνάμ”- έχει προτεραιότητα. Γιατί όντως αν κάποιος οφείλει να επαναστατήσει στο τέλος του αιώνα μας ή σ’ όλον τον αιώνα μας, είναι οι πιο αδικημένοι, ο Τρίτος Κόσμος, που καταληστεύεται, με μία βία φρικιαστική, από τις ανεπτυγμένες χώρες και έχει όλο το δίκιο να εξεγείρεται και να επαναστατεί. Σ’ αυτούς απευθύνεται ο Τσε. Και συγκρούεται και με την Σοβιετική Ένωση, η οποία όσο υποχωρεί ο Ψυχρός Πόλεμος τόσο πιο ρεφορμιστικά βλέπει τις λύσεις παντού. Ενώ ο Τσε πάει στην Αφρική για να συνεχίσει την επανάσταση και να μην έχει σοβιετικές εκδοχές τύπου Αγκόλας κ.λπ.
Π.Κ.: Αυτό μοιάζει σαν η επανάσταση να είναι ένας θεόπνευστος λόγος, μια ιεραποστολή. Κάποιος έχει την αλήθεια και τη μεταφέρει. Με μοναδικό αποτέλεσμα να σκοτώνονται οι δέκα, δεκαπέντε που είχαν απομείνει στο τέλος με τον Τσε.
- Και πώς αποτιμάτε σήμερα την ιστορική σας εκείνη διαφωνία;
Γ.Β.: Όταν διαλύθηκαν οι ΕΣΟ, αυτοί που έμειναν ακόμα συνεχίζουν να κρατούν μοναχικά πανό, πιστοί στη μέθοδο μαζικής προπαγάνδας τους. Δύο απ’ αυτούς που διαφωνούσαν μαζί μου, έχουν παραμείνει γκρούπα. Αν λοιπόν οι δικές μας ιδέες είχαν τον εκφυλισμό τους στην έκφραση της τρομοκρατίας στην Ελλάδα, το αδιέξοδο των άλλων φαίνεται από το ότι το γκουπούσκουλο που ήταν τότε, παρέμεινε γκρουπούσκουλο μετά από 30 χρόνια. Σε ποιες μάζες απευθύνθηκε; Ποιόν έπεισε;
ΠΗΓΗ: “Ιός” / Ελευθεροτυπία, 9 Οκτ. 1997.

1974: Όταν ο Τσε ήταν απαγορευμένος στην Ελλάδα…



FREE photo hosting by Fih.gr1974: Όταν ο Τσε ήταν απαγορευμένος στην Ελλάδα…
Αθήνα, Ιανουάριος 1974. Ο Σύλλογος εκδοτών βιβλιοπωλών κοινοποιεί… διαταγή της Γενικής Ασφάλειας και του Αρχηγού των Ενόπλων Δυνάμεων γιά την απαγόρευση κυκλοφορίας του βιβλίου του Μισέλ Λεβί “Ο Τσε Γκεβάρα και ο Μαρξισμός”. 1. Την εμπορίαν (λιανικήν ή χονδρικήν) ως και την καθ’ οιονδήποτε τρόπον κυκλοφορίαν ή διάθεσιν του υπό του εκδοτικού οίκου “ΚΑΡΑΝΑΣΗ” εκδοθέντος κομμουνιστικού βιβλίου του MICHAEL LOWY “Ο ΤΣΕ ΓΚΟΥΕΒΑΡΑ ΚΑΙ Ο ΜΑΡΞΙΣΜΟΣ”, μετάφρασις Έλλης Αλεξίου. 2. Εκδόται, βιβλιοπώλαι και πάντες οι μετ’ αυτών συναλλασσόμενοι, κατέχοντες το εν λόγω βιβλίον επί σκοπώ πωλήσεως ή κατ’ άλλον τρόπον διαθέσεως υποχρεούνται όπως εντός πέντε (5) ημερών το δηλώσουν εις τα αρμοδίας Αστυνομικάς Αρχάς, αποσύρουν δε της κυκλοφορίας τούτο εναποθέτοντες εις τας αποθήκας των. 3. Οι παραβάται της παρούσης θα παραπέμπονται εις τας Έκτακτα Στρατοδικεία και θα τιμωρούνται συμφώνως προς τας διατάξεις του “περί καταστάσεως πολιορκίας” Νόμου. Εν Αθήναις τη 25η Ιανουαρίου 1974.
Ο Αρχηγός Ενόπλων Δυνάμεων. ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΜΠΟΝΑΝΟΣ, Στρατηγός
Διαβάστε το έγγραφο


FREE photo hosting by Fih.gr

ΤΣΕ: «Στον τάφο μου θα πάρω μόνο τη μετάνοια ενός ανολοκλήρωτου τραγουδιού»


ΤΣΕ: «Στον τάφο μου θα πάρω μόνο τη μετάνοια ενός ανολοκλήρωτου τραγουδιού»FREE photo hosting by Fih.gr
Αφοσιώθηκα στη φυσική προετοιμασία των νεαρών ανταρτών που θα επέστρεφαν στην Κούβα, διατηρώντας την αίγλη της επαγγελματικής μου κατάρτισης, για τους λίγους μήνες που απέμεναν. Στις 21 Ιουλίου (ενώ έλειπα έναν ολόκληρο μήνα από το σπίτι μου, διότι βρισκόμουν σε ένα ράντσο έξω από την πόλη), ο Φιντέλ και μια ομάδα συντρόφων συνελήφθησαν. Στο σπίτι του ανακάλυψαν κάποιο στοιχείο που πρόδιδε την ακριβή μας τοποθεσία, και έτσι κατάφεραν τελικά να μας συλλάβουν όλους μαζί. Είχα πάνω μου έγγραφα που αποδείκνυαν ότι ήμουν σπουδαστής στο Ινστιτούτο Πολιτιστικής Ανταλλαγής Μεξικού-Ρωσίας, στοιχείο που ήταν αρκετό ώστε να θεωρηθώ σημαντικός σύνδεσμος της οργάνωσης, ενώ πρακτορεία ειδήσεων, όπου είχε φίλους ο μπαμπάς, προκάλεσαν αναστάτωση σε όλο τον κόσμο. Όλα αυτά τα γεγονότα όμως συνθέτουν το παρελθόν.
ΤΣΕ ΓΚΕΒΑΡΑ

Τα μελλοντικά γεγονότα διαιρούνται σε δύο κατηγορίες: στα μεσοπρόθεσμα και τα άμεσα. Στο μεσοπρόθεσμο μέλλον θα συνδέομαι με την απελευθέρωση της Κούβας. Και είτε θα θριαμβεύσω μαζί της είτε θα πεθάνω εκεί… Όσο για το άμεσο μέλλον, δεν μπορώ να πω και πολλά, καθώς δε γνωρίζω τι πρόκειται να μου συμβεί.
Βρίσκομαι στα xέρια των δικαστών, οι οποίοι θα μπορούσαν κάλλιστα να με απελάσουν και να με στείλουν στην Αργεντινή, αν δε μου δοθεί άσυλο από άλλη χώρα, γεγονός που θα βοηθούσε την πολιτική μου υγεία.
Ό,τι και να συμβεί, όμως, πρέπει να ακολουθήσω το νέο μου πεπρωμένο, είτε παραμείνω στη φυλακή είτε απελευθερωθώ…
Βρισκόμαστε πολύ κοντά σε κήρυξη απεργίας πείνας, σε ένδειξη διαμαρτυρίας ενάντια στις άδικες συλλήψεις και τα βασανιστήρια στα οποία υποβλήθηκαν ορισμένοι από τους συντρόφους μας. Το ηθικό της ομάδας είναι ακμαίο.
Αν για οποιονδήποτε λόγο (που δεν πιστεύω ότι θα γίνει) δεν μπορέσω να σας ξαναγράψω και αποτύχω, κρατήστε αυτά τα λόγια μου ως αποχαιρετισμό – δεν είναι βέβαια μεγαλοπρεπής, διέπεται όμως από ειλικρίνεια.
Έζησα τη ζωή μου αναζητώντας σπασμωδικά την αλήθεια μου, και τώρα έχοντας βρει το δρόμο μου και με μία κόρη που θα διαιωνίσει τη μνήμη μου, έχω ολοκληρωθεί ως άνθρωπος.
Από δω και στο εξής, δε βλέπω το θάνατό μου ως μια αποτυχία, αλλά, όπως λέει και ο Χικμέτ: «Στον τάφο μου θα πάρω μόνο τη μετάνοια ενός ανολοκλήρωτου τραγουδιού»
(Aπόσπασμα από το βιβλίο “Ο Φιντέλ Κάστρο μιλάει για τον Τσε”, μετάφραση: Νικόλας Φουφούτης, επιμέλεια: Λία Τσακτσίρα, Εκδόσεις Μαλλιάρης Παιδεία, Έθνος 2008)
“Δεν κατάφερνα να καταλάβω το παιδί μου”
Ernesto Guevara Lynch
Στα 1952, όταν μελετούσε για τις τελευταίες εξετάσεις του, έμενε ελάχιστα στο σπίτι. Γευμάτιζε μαζί μας, δεν ερχόταν όμως πάντα να κοιμηθεί, γιατί καθόταν στο γραφείο μου μέχρι αργά το βράδυ, ή στο σπίτι της αδερφής μου Μπεατρίζ, που έμενε ξάγρυπνη για να του ετοιμάσει κάτι για φαγητό, ενώ αυτός συνέχιζε τη μελέτη του.
Είχαμε ξανασυνηθίσει να τον έχουμε κοντά μας και είμασταν ευτυχισμένοι στην ιδέα ότι θα εγκατασταινόταν οριστικά στο Μπουένος Αϊρες και θα άφηνε κατά μέρος τις περιηγήσεις του ανά τον κόσμο. Ελπίζαμε ότι θα έμενε στην κλινική του δρ. Πιζάνι, όπου είχε εργαστεί πολλά χρόνια και όπου είχε την βεβαιότητα ότι θά μπορούσε να συνεχίσει τις έρευνές του. Νομίζαμε ότι με αυτό τον τρόπο θα είχε μπροστά του ένα εξαιρετικό επιστημονικό μέλλον και επιπλέον τη δυνατότητα να αντιμετωπίσει σε βάθος το πρόβλημα του άσθματός του. Από την άλλη πλευρά, το γεγονός ότι είχε συνεργαστεί σε διάφορες δουλειές του δρ. Πιζάνι και ότι τις είχε προσυπογράψει, μας οδηγούσε να σκεφθούμε κάτι τέτοιο.
Προσωπικά θεωρούσα ότι σ’ αυτό θα επρεπε να τον οδηγήσουν οι μελέτες του. Τα πράγματα δεν εξελίχθηκαν όμως όπως ελπίζαμε. Μετά από μια σύντομη παραμονή τριών μηνών, στη διάρκεια των οποίων δεν πέρασε κανένα μάθημα, στις 11 του Απρίλη 1953, επιτέλους, τέλειωσε τις σπουδές του. Ήμουν στο γραφείο μου όταν χτύπησε το τηλέφωνο. Σήκωσα το ακουστικό και αναγνώρισα αμέσως τη φωνή του που έλεγε: «Μιλάει ο δρ. Ερνέστο Γκεβάρα Ντε Λα Σέρνα», και υπογράμμιζε τη λέξη δόκτορας.
Η χαρά μου ήταν πολύ μεγάλη αλλά και πολύ σύντομη. Ενώ μαθαίναμε ότι είχε πάρει το πτυχίο του, σχεδόν ταυτόχρονα μας ανήγγειλε το καινούργιο του ταξίδι, αυτή τη φορά μ’ ένα φίλο τής παιδικής του ηλικίας, τον Κάρλος Φερέρ.
Η είδηση κυκλοφόρησε γρήγορα ανάμεσα σ’ όλους τους φίλους μας, ενώ ο Ερνέστο, όπως συνήθιζε, άρχισε αμέσως να ετοιμάζεται για την αναχώρησή του τακτοποιώντας όλα τα πράγματά του: Να πάρει τον τίτλο του γιατρού, την άδεια άσκησης του επαγγέλματος, να μαζέψει όσα χρήματα μπορούσε και να κάνει τι βαλίτσες του. Αναχωρούσε ξανά, όπως είχε ήδη κάνει και άλλες φορές. Οι αυταπάτες μας, σαν πύργοι χιονιού διαλύθηκαν. Ξέραμε ήδη τι τον περίμενε, και το ξέραμε καλά: Θα έπρεπε να διασχίσει χιλιάδες χιλιόμετρα, πάνω σε κάρα και φορτηγά, θα κοιμόταν ποιος ξέρει πού και θα έτρωγε ό,τι του τύχαινε. Δεν θα μπορούσε φυσικά, να φροντίσει καθόλου για το άσθμα και για την υγεία του και, όπως πάντα, θα διέτρεχε ολόκληρο σχεδόν τον κόσμο χωρίς να ανησυχεί με τους κινδύνους. Κι εμείς, γονείς και αδέλφια, δεν μπορούσαμε και ούτε θέλαμε να κάνουμε τίποτε. Δεν ήταν πια ούτε παιδί ούτε ένας άμυαλος νεαρός, αλλά ο δρ. Ερνέστο Γκεβάρα Ντε Λα Σέρνα που έκανε πια ό,τι του άρεσε. Το μόνο που μας έμενε ήταν να περιμένουμε ό,τι θα συνέβαινε με την αγωνία που προϋποθέτει κάτι τέτοιο, και να προσπαθούμε να τον βοηθήσουμε στα πλαίσια των δυνατοτήτων μας, κάτι που αρνούνταν σχεδόν πάντα (…)
Ήμουν πολύ λυπημένος. Δεν κατάφερνα να καταλάβω το παιδί μου. Δεν κατανοούσα τον λόγο αυτών των τρελών ενεργειών, που τον απομάκρυναν από μας. Είχε κάνει μια υπεράνθρωπη προσπάθεια για να πάρει το πτυχίο του στην ιατρική, και όταν πια είχε τον τίτλο στην τσέπη του και του παρουσιαζόταν η ζηλευτή ευκαιρία να μπορέσει να εργαστεί δίπλα σ’ έναν παγκοσμίου φήμης επιστήμονα σαν τον δρ. Πιζάνι, τίναζε τα πάντα στον αέρα, διακόπτοντας τους οικογενειακούς δεσμούς, φιλίες και δουλειά για να πάει σε άλλα μέρη. Να αναζητήσει τι; Διερωτιόμουνα. Περιπέτειες; Γνωριμίες με μακρινούς ορίζοντες; Αρχαιολογικό πάθος; Όχι, δεν μπορούσε να είναι κάτι τέτοιο. Χωρίς καμιά αμφιβολία υπήρχε κάτι στο βάθος του είναι του που τον έσπρωχνε να προχωρήσει προς τα μπρος και αυτό το ακατανόητο κάτι μού αποσαφηνίστηκε Όταν ο καιρός, αφού γαλήνεψε το πνεύμα μου, μου έδωσε τη δύναμη να ξαναδιαδάσω και να αναλύσω τα γραμματά του και να μελετήσω το περιεχόμενό τους. Εκεί βρισκόταν η λύση των όσων δεν μπορούσα να κατανοήσω. Μέσα από αυτά, με υπομονή, μπόρεσα να λύσω το αίνιγμα, ακολουθώντας την πορεία της ιδεολογικής εξέλιξης, του Ερνέστο.
Όταν έπαιρνα τα γράμματά του αγανακτούσα (ήταν η μη κατανόησή μου). Αστειευόταν πάνω σε σοβαρά και επικίνδυνα πράγματα. Αλλά ούτε και αυτό ήταν τελείως αληθινό, γιατί τα αστεία του έκρυβαν συνήθως πράγματα που δεν ήθελε να πληροφορηθούμε για να μη στενοχωρηθούμε.
Ξαναδιαβάζοντας αυτά τα γράμματα, κατάφερα νά διαβάσω την εσωτερική του ζωή.
Ερνέστο Γκεβάρα Λιντς (1900-1987)

* Απόσπασμα από το βιβλίο τoυ Ερνέστο Γκεβάρα Λιντς, Ο γιος μου, ο “Τσε” Γκεβάρα. Δημοσιευμένο στην Οδό Πανός τον Ιανουάριο του 1982, τ.4 και αναδημοσιευμένο στο: www.k-m-autobiographies.blogspot.com )

Πέμπτη 10 Ιανουαρίου 2013

Απόσπασμα από το βιβλίο «Επαναστατικά και απελευθερωτικά κινήματα»


Απόσπασμα από το βιβλίο «Επαναστατικά και απελευθερωτικά κινήμαFREE photo hosting by Fih.grτα»
Απόσπασμα από το βιβλίο «Επαναστατικά και απελευθερωτικά κινήματα» (Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου, 1997) του δημοσιογράφου Βασίλη Ραφαηλίδη (1934-2000). Ο Ερνέστο Τσε Γκεβάρα ντε λα Σέρνα γεννήθηκε στο Ροζάριο της Αργεντινής το 1928. Ήταν δυο χρόνια νεότερος του Φιντέλ Κάστρο. Και δυο αιώνες μεγαλύτερος όσον αφορά τον επαναστατικό μύθο που συνοδεύει και τους δυο. Στην ιστορία των επαναστάσεων είναι δύσκολο να βρεις πρόσωπο που να λατρεύτηκε, με μια έννοια καθαρά μεταφυσική, περισσότερο απ’ τον Γκεβάρα. Ο Τσε είναι κάτι σαν ημίθεος, αν τον δεις απ’τη μεριά της μυθολογίας των αρχαίων λαών, και κάτι σαν άγιος, αν τον δεις απ’ τη μεριά της μυθολογίας των χριστιανών. Αν τον δεις απ’τη μεριά της μυθολογίας των κομμουνιστών, οφείλεις να παραδεχτείς πως ο μόνος χώρος που μπορεί να παράγει στις μέρες μας ήρωες και άγιους μαζί ειναι ο δικός τους, κι ας είναι γεμάτος αίμα. Ίσως γιατί, όπως λέει και ο Γκαμπριέλ Μαρσέλ, οι κομμουνιστές ειναι οι μόνοι στις μέρες μας που μπορούν και πεθαίνουν για συμφέροντα που δεν είναι προσωπικά τους. Κάποτε παλιά, πολύ παλιά, το προνόμιο της υπέρτατης θυσίας υπέρ της ομάδας το είχαν οι ομηρικοί ήρωες. Αργότερα, το ίδιο προνόμιο πέρασε στους χριστιανούς μάρτυρες των πρώτων χριστιανικών αιώνων. Μόνο που αυτοί πίστευαν στη «μετά θάνατον ζωή» και η θυσία τους μοιάζει ιδιοτελής.
Βασίλης Ραφαηλίδης

Πως, λοιπόν, οι κομμουνιστές μπορούν να πεθαίνουν με τέτοια ευκολία για συμφέροντα που δεν είναι τα προσωπικά τους; Την απάντηση θα την βρείτε στην Ιλιάδα, όχι στα Ευαγγέλια. Ο Τσε είναι ένας ξεχασμένος απ’ την προσωκρατική αρχαιότητα ομηρικός ήρωας, που αρνήθηκε να υπακούσει στις υποδείξεις του σωκρατικού «δαιμονίου» για μια στροφή της συνείδησης προς τα μέσα, προκειμένου να συναντήσει εκεί το παραμύθι για τον «μοναδικό και αναντικατάστατο άνθρωπο». Που αν τον βρει πρέπει να βρει και το συμπληρωματικό μύθο για τη σωτηρία του μοναδικού και αναντικατάστατου ανθρώπου.
Με τη βοήθεια τη προσευχής και χωρίς πολύ κόπο ο καλός χριστιανός εύκολα κάνει τα δέοντα προκειμένου το πρόσωπο του να διαιωνίζεται στους αιώνες. Η μνήμη του θα είναι αιώνια γιατί ο Θεός θα τον θυμάται για πάντα, ακόμα κι όταν οι άλλοι θα τον έχουν ξεχάσει την επόμενη κιόλας του θανάτου του. Τέτοιο χοντρό παραμύθι είναι αδύνατο πλέον να γεννήσει μύθους ανθρώπινους, σαν τους ομηρικούς. Ο Γκεβάρα, όμως, ξέφυγε απ’ την κοινόχρηστη χριστιανική μυθοποιία και έγινε ήρωας, πρότυπο και σύμβολο υπερχριστιανικό, υπερκομμουνιστικό, υπερεθνικό – πανανθρώπινο. Ο Γκεβάρα είναι ο μόνος κοινής αποδοχής «κλασικός» ήρωας του καιρού μας. (Κλασικό λέμε το υπερχρονικό και υπερχωρικό: ‘O,τι κέρδισε τη μάχη με το χρόνο και το χώρο, για να γίνει αιώνιο και παγκόσμιο).
Ο Ερνέστο ήταν ασθματικός από πολύ μικρός. Το άσθμα δεν τον εμπόδισε να πάρει το πτυχίο ιατρικής σε χρόνο ρεκόρ, πηδώντας τα εξάμηνα σπουδών του δύο δύο, σαν «εξαιρετική ιδιοφυία». Ούτε στάθηκε εμπόδιο στις άκρως εντυπωσιακές επιδόσεις του στον αθλητισμό και αργότερα στον επαναστατικό «αθλητισμό», όπου θα αναδειχτεί παγκόσμιος πρωταθλητής. Μισός Ιρλανδός και μισός Ισπανός εξ’ αίματος, διδάχτηκε απ’ τον πλούσιο και καλλιεργημένο ισπανό πατέρα του και την όμορφη και μορφωμένη ιρλανδέζα μητέρα του πως η φτώχεια, εκτός από κοινωνικό και ηθικό πρόβλημα είναι και πρόβλημα αισθητικής. Ασχημαίνει τον κόσμο και τον γεμίζει αρρώστιες. Όλες οι επιδημίες έχουν «λαϊκή βάση». Φοιτητής ακόμα, με τα χρήματα του πατέρα του, ο Ερνέστο περιοδεύει με κάθε ευκαιρία σε ολόκληρη τη Λατινική Αμερική. Προσπαθεί να καταλάβει πως γίνεται και μια αμερικάνικη εταιρεία εμπορίας φρούτων, η Γιουνάιτεντ Φρουτ (σε μας εδώ είναι γνωστή απ’ τις μπανάνες Τσικίτα) ελέγχει τόσο αποτελεσματικά την πολιτική ζωή σε ολόκληρη τη Λατινική Αμερική.
Οι δημοκρατίες της μπανάνας, οι μπανανίες, δεν είναι παρά το ειδικό καθεστώς που επέβαλε σχεδόν σε ολόκληρη τη Λατινική Αμερική μια εταιρεία που εμπορεύεται μπανάνες! Αν είναι δυνατό να ορίζουν τη μοίρα σου οι μπανάνες! Εντάξει, οι πίθηκοι αγαπούν τις μπανάνες, αλλά οι Λατινοαμερικάνοι, πρώτον δεν τις αγαπούν, τις έχουν σιχαθεί, και δεύτερον δεν είναι πίθηκοι, όπως θέλουν να πιστεύουν οι Βορειοαμερικάνοι, που μποϋκοτάρουν συστηματικά τη βιομηχανική ανάπτυξη της Λατινικής Αμερικής, για να συντηρείται η πλούσια γεωργική της παραγωγή, που χρειάζεται για το δικό τους φαγοπότι. Να λοιπόν ο τεράστιος πολιτικός ρόλος μιας μεγάλης εταιρείας εμπορίας προϊόντων γης: Κρατεί σταθερά υπανάπτυχτη τη Λατινική Αμερική ελέγχοντας τη γεωργική της παραγωγή, ώστε να αποκλειστεί «η πρωταρχική συσσώρευση του κεφαλαίου», δηλαδή η κεφαλαιοποίηση και βιομηχανική αξιοποίηση των κερδών που προέρχονται από την πώληση των αγροτικών προϊόντων.
Ο Γκεβάρα θα κηρύξει τον πόλεμο κατά της Γιουνάιτεντ Φρουτ από πολύ νέος, από τότε που περιοδεύει συστηματικά, στην αρχή ως ευκατάστατος τουρίστας, στη συνέχεια σαν μελετητής γιατρός και στο τέλος σαν επαναστάτης, για να δείξει με την υποδειγματική επαναστατική του συμπεριφορά πως μόνο οι «αποστάτες της τάξης τους» μπορούν να απομακρύνουν αποτελεσματικά από κοντά τους τον «επαναστατικό» πειρασμό της μάσας. Να πάρουμε, λένε οι πεινασμένοι, την εξουσία για να διώξουμε τα παλιά αφεντικά ώστε να μπορέσουμε επιτέλους να φάμε και εμείς. Δημιουργώντας με τη σειρά μας, τώρα που γίναμε αφεντικά, άλλους πεινασμένους. Όχι να πάρουμε την εξουσία για να καταργήσουμε το μηχανισμό που αναπαράγει αδιάκοπα τη φτώχεια. Τόσο απλός είναι ο μαρξισμός: Μια πρόταση, συζητήσιμη ίσως αλλά πάντως συναρπαστική, για την κατάργηση του μηχανισμού που αναπαράγει αδιάκοπα τη φτώχεια και όχι τρόπος για την πρόσκαιρη ανακούφιση των φτωχών. Αυτό λέγεται φιλανθρωπία, όχι ανθρωπισμός. Η φιλανθρωπία ενδιαφέρεται για τους φτωχούς, ο ανθρωπισμός για τους ανθρώπους, όλους τους ανθρώπους, φτωχούς και πλούσιους. Δεν είναι και τόσο δύσκολο ο πλούσιος να γίνει φτωχός και ο φτωχός πλούσιος. Δύσκολο είναι να καταργήσεις τον μηχανισμό που αναπαράγει και ανανεώνει αδιάκοπα τη φτώχεια, γελοιοποιώντας τη φιλανθρωπία. Αυτός είναι ο μαρξισμός. Μια πρόταση για την κατάργηση του μηχανισμού που ανανεώνει αδιάκοπα τη φτώχεια, και όχι φροντίδα για τους φτωχούς. Αναμφίβολα η χριστιανική φιλανθρωπία είναι χρήσιμη, αλλά με την έννοια που είναι χρήσιμη η ασπιρίνη. Ανακουφίζει προσωρινά, αλλά δεν θεραπεύει.
Ο ποβερισμός (φτωχεϊσμός) δεν είναι ιδανικό για κομμουνιστές, αλλά για καλόγερους. ‘Οχι να πεινούν όλοι, να τρων όλοι. Να ταξιδεύουν όλοι πρώτη θέση στο τραίνο, όπως είπε ο Λένιν όταν τον ρώτησαν γιατί ταξιδεύει πρώτη θέση στο τραίνο. Όχι εξίσωση προς τα κάτω, αλλά προς τα πάνω. Όχι εξιδανίκευση της φτώχειας (αυτό είναι ποβερισμός) αλλά μιας άνεσης για όλους. Όχι μόνο για τους κομματικούς γραφειοκράτες που εξευτέλισαν τον μαρξισμό. Ο «υπαρχτός σοσιαλισμός» αφού πέρασε απ’ το λαϊκιστικό στάδιο του ποβερισμού έγινε τελικά αντιμαρξιστικός. Με την κατάρρευση του υπαρχτού σοσιαλισμού, δεν κατέρρευσε ο μαρξισμός, κατέρρευσε ο αντιμαρξισμός. Και έκανε πολύ καλά που κατέρρευσε. Αν και θα μπορούσε να επανέλθει «στη μαρξιστική τάξη» αν υπήρχαν ακόμα μαρξιστές ανάμεσα στους γραφειοκράτες. Αυτά τα απλά τα καταλαβαίνει καλύτερα ένας χορτάτος πλην τίμιος, παρά ένας πεινασμένος, έτοιμος να παλουκώσει τους πάντες προκειμένου να φάει. Αρκεί η βουλιμία του να μη δημιουργεί νέους πεινασμένους όπως στη Σοβ. Ένωση. Την οποία ο επαναστάτης Γκεβάρα μισεί. Αλλά όσο βρίσκεται στην Κούβα και συνεργάζεται με το στενό του φίλο, τον Κάστρο, δεν το διακηρύσσει. Για λόγους πολιτικής σκοπιμότητας, που ταυτίζονται με την επιβίωση της, η Κούβα πρέπει να συνεργαστεί με τη γραφειοκρατική ΕΣΣΔ. Επειδή οι Ρώσοι γνωρίζουν πως οι επαναστατικές απόψεις του Γκεβάρα βρίσκονται πολύ κοντά σε αυτές του Μαο, του κάνουν τη ζωή δύσκολη. Ο Κάστρο προσπαθεί να τον πείσει να μη βιάζεται να εξαγάγει την επανάσταση στη Λατινική Αμερική. Επιθυμεί και ο Κάστρο την εξαγωγή, όμως ξέρει καλύτερα απ’ τον Γκεβάρα πως άλλο είναι να θέλεις και άλλο να μπορείς. Ο Γκεβάρα ωστόσο είναι φανατικά κολλημένος στη θριαμβεύουσα την εποχή εκείνη μαοϊκη βουλησιαρχία : Θέλω σημαίνει μπορώ, λέει ο Μαο.
Εκτός απ’ τις αρχές τις κινέζικης επανάστασης, που χρωστάει πολλά στον βολονταρισμό, ο Γκεβάρα χρησιμοποιεί συχνά σαν επιχείρημα την εντυπωσιακή επιτυχία της κουβανικής επανάστασης, που την άρχισαν μια χούφτα άνθρωποι στη Σιέρρα Μαέστρα. Σίγουρα η επαναστατική βούληση παίζει αποφασιστικό ρόλο στην έκβαση της επανάστασης. Αρκεί οι αντικειμενικές συνθήκες να μην εξουδετερώνουν την επαναστατική βούληση. Και δεν την εξουδετερώνουν μόνο στην περίπτωση που στον αγώνα ρίχνονται οι ντεσπεράδος (οι απελπισμένοι) για το μόνο λόγο πως είναι ντεσπεράδος και όχι κομμουνιστές, ή ότι άλλο. Όμως, η απελπισία, λέει ο Λένιν, ο μεγαλύτερος επαναστάτης όλων των εποχών, δεν οδηγεί κατ’ ανάγκην στην εξέγερση, πολύ συχνά οδηγεί στην πλήρη υποταγή. Αυτός που έχει λίγα φοβάται, εξίσου πολύ με αυτόν που έχει πολλά, πως θα χάσει και τα λίγα. Οι βολιβιανοί στους οποίους αποτείνεται ο επαναστάτης Γκεβάρα, είχαν πάρα πολύ λίγα για να τα διακινδυνεύσουν. Άλλωστε, για να κρατήσεις στα χέρια σου όπλο, πρέπει να στέκεις στα πόδια σου. Και για να στέκεις στα πόδια σου, πρέπει να τρως, έστω στοιχειωδώς. Οι βολιβιανοί στους οποίους αποτείνεται ο Γκεβάρα είναι τροφοσυλλέκτες. Η Γιουνάιτεντ Φρουτ τους έχει ρημάξει. Ξέχασε ο Ερνέστο πως την κουβανική επανάσταση την άρχισαν και τη συντήρησαν, με τη βοήθεια των πεινασμένων, φυσικά οι κουβανοί προοδευτικοί αστοί και οι διανοούμενοι. Η επανάσταση της Κούβας δεν ήταν ούτε προλεταριακή ούτε μόνο αγροτική. Ήταν κατ’ αρχήν αστική και απελευθερωτική και έγινε μαρξιστική στο τέλος και όχι στην αρχή της.
Η σχέση αντικειμένου – υποκειμένου είναι βασική αρχή της διαλεκτικής. Εγώ, το υποκείμενο που θέλω, είμαι ένα υποκείμενο στενά συναρτημένο με τα αντικείμενα. Όλοι οι άνθρωποι είναι αντικείμενα για μένα το υποκείμενο, ενώ εγώ το υποκείμενο είμαι αντικείμενο για όλους τους ανθρώπους, που ο καθένας είναι υποκείμενο μόνο για τον εαυτό του. Διαλεκτική ονομάζεται η σχέση που δημιουργείται ανάμεσα στο υποκείμενο και το αντικείμενο. Η κόλαση είναι οι ‘Αλλοι, λέει ο Σαρτρ. Και εννοεί πως το κακό, σε μένα το υποκείμενο, έρχεται απ’ έξω, από το αντικείμενο. Δυστυχώς, απ’ όλες τις αριστερίστικες και ανομολόγητα ψυχολογίστικες πολιτικές συμπεριφορές, συνεπώς και αυτή του Τσε, εκείνο που κυρίως λείπει είναι η διαλεκτική. Από’ δω και η εύκολη απογοήτευση των αριστεριστών. Κατά κανόνα οι αριστεριστές είναι «αποστάτες της τάξης τους».
Ο Γκεβάρα πέθανε νωρίς. Τον σκότωσαν στις 9 Οκτωβρίου 1967. Είναι αδύνατο να μην ήξερε πως το διάβημά του στη Χώρα του Μπολίβαρ είχε ελάχιστες πιθανότητες επιτυχίας. Κι ωστόσο πόνταρε σ’ αυτές τις ελάχιστες πιθανότητες. Γιατί ήταν πράγματι επαναστάτης, έξω και πέρα από κάθε επιθετικό προσδιορισμό. Ούτε κομμουνιστής ούτε αστός επαναστάτης. Επαναστάτης σκέτα. Αποστάτης της τάξης του, στην οποία δεν είχε καμία διάθεση να επιστρέψει. Ο Γκεβάρα υποδεικνύει με τη συμπεριφορά του περισσότερο ένα ήθος, παρά μια πολιτική. Και γι’ αυτό θα γίνει το μεγάλο σύμβολο εκείνης της ψυχικής ποιότητας που λείπει περισσότερο στους αντιηρωικούς καιρούς μας: Της γενναιότητας και της ικανότητας να πεθάνεις για συμφέροντα που δεν είναι τα προσωπικά σου. Ο Γκεβάρα είναι ο σύγχρονος Αχιλλέας μιας μυθολογίας που δεν έγινε ακόμα έπος.
Ο Τσε θα εγκαινιάσει την επαναστατική του δραστηριότητα στη Γουατεμάλα το 1953. Βρίσκεται εκεί το 1954 που η CIA θα ανατρέψει το αριστερό καθεστώς του Χάκοβο Άρμπενς Γκουσμάν. Στην αγαπημένη του Γουατεμάλα, τη χώρα που αγάπησε περισσότερο κι απ’την Κούβα, θα του κολλήσουν το παρατσούκλι “Τσε”. Που δεν είναι επαναστατικό ψευδώνυμο, είναι εμφατικό ισπανικό επιφώνημα. “Τσε” λεν οι ισπανοί πριν από κάθε κουβέντα όταν πιστεύουν πως αυτή είναι τόσο σοβαρή, που, αν δεν προσέξει ο ακροατής, δεν θα καταλάβει το πολύ σοβαρό νόημα όσων πρόκειται ν’ ακούσει στη συνέχεια. Στη Γουατεμάλα ήταν που οι σύντροφοι πρόσεξαν πως ο κοντόσωμος Αργεντινός ασθματικός γιατρός, μ’ εκείνα τα φοβερά μαύρα μάτια που σε κάρφωναν και σε διαπερνούσαν σαν σπαθιά, έλεγε συνέχεια «τσε» πριν από κάθε κουβέντα. Κάποτε οι σύντροφοι κατάλαβαν πως το «τσε» και «τσε» που έλεγε συνεχώς ο Ερνέστο δεν ήταν γλωσσικό τικ. Ήταν η έκφραση αγωνιάς του μήπως ο άλλος δεν καταλάβει πως το κάθε τι που λέει είναι πολύ σοβαρό.
Ο Ερνέστο, ο «Τσε», ήταν η προσωποποίηση της σοβαρότητας. Το επιφώνημα «τσε» στην ονοματοποιημένη του μορφή Τσε θα εγγράψει στην ιστορία το υπέρτατο επαναστατικό πάθος ενός ανθρώπου που εγκατέλειψε την Αργεντινή, τη βόλη του και τα καλά του για να γίνει ο Επαναστάτης Απόστολος των Εθνών της Λατινικής Αμερικής και του κόσμου όλου. Ο Τσε θα δείξει με τη ζωή του και τον σχεδόν σταυρικό θάνατό του, πως η αγάπη για τον πάσχοντα αποκλείεται να είναι χριστιανική στο μέλλον. Διότι οι χριστιανοί είναι πλέον παντελώς ανίκανοι να πεθάνουν για συμφέροντα που δεν είναι τα προσωπικά τους. ‘Ασε που ούτε καν το ύψιστο προσωπικό τους συμφέρον, το αιώνιο κέρδος του παραδείσου, δεν είναι πλέον σε θέση να πεθάνουν με άνεση. Απ’ το Σωτήρα τους δεν ζητούν παρά την προσωπική τους σωτηρία, πρώτα σ’ αυτόν και ύστερα στον άλλο κόσμο. Η ιδιοτέλεια του αναξιοπρεπούς εις διπλουν: γήινη και υπεργήινη. Οι ‘Αγιοι του μέλλοντος θα είναι της ποιότητας του Ερνέστο του Μεγαλομάρτυρα. Οι δολοφόνοι του στη Βολιβία ούτε καν υποψιάστηκαν, μοιράζοντας στον κόσμο τη φωτογραφία του νεκρού Τσε, που τον εικονίζει στην κλασική στάση της Αποκαθήλωσης της χριστιανικής εικονογραφίας, τι θα μπορούσε να σημαίνει για τους πιστούς της Επανάστασης του Μέλλοντος μια τυπικά χριστιανική εικόνα. Ο δικός μας Θόδωρος Αγγελόπουλος στην ταινία του ‘Οι κυνηγοί’ θα είναι ο πρώτος «εικονογράφος», σε διεθνές επίπεδο, που θα καταλάβει πως οι ‘Αγιοι της επανάστασης είναι συνεχώς ανάμεσα μας. Τους συντηρεί το χιόνι και ο πάγος της Ιστορίας. Ο ‘Αρης Βελουχιώτης, ο δικός μας επαναστατικός μύθος, είναι η ελληνική εκδοχή του Τσε Γκεβάρα. ‘Ετσι περίπου τον βλέπει και ο Διονύσης Χαριτόπουλος στο τεράστιο έργο του για τον ‘Αρη Βελουχιώτη, τον ‘Ηρωα και ‘Αγιο της ελληνικής αντίστασης.
Στην ταινία του Αγγελόπουλου, το παγωμένο φάντασμα της επανάστασης δεν έχει όνομα. ‘Ομως, εμείς οι χωρίς Θεό καλοί χριστιανοί ξέρουμε πως το όνομα του είναι Ερνέστο, Άρης, Μπολίβαρ, Ζαπάτα, Βίλα, Λένιν, Σπάρτακος – είναι όλοι όσοι προσπάθησαν να σώσουν τον άνθρωπο απ’ το προπατορικό αμάρτημα της φτώχειας και της δυστυχίας. Κι αν το εγχείρημά τους να εγκαταστήσουν στη γη τον Παράδεισο φαίνεται ουτοπικό, σίγουρα είναι λιγότερο ουτοπικό από τη φαντασιακή εγκατάσταση του άλλου παραδείσου στην περιοχή της Μεγάλης Ουτοπίας του ‘Αλλου Κόσμου. Στο κάτω κάτω, υπάρχει και στην ουτοπία ποιότητα και λογική. ‘Αγιε Ερνέστο, σε προσκυνώ. Κι ας τολμήσουν να μου πουν πως προσκυνώ είδωλα οι ψοφοδεείς που προσκυνούν θεούς και δαίμονες εναλλάξ, ή μόνο θεούς, ή μόνο δαίμονες κατά πώς τους βολεύει εκάστοτε.
(Πρώτη δημοσίευση στο blog ‘Sierra Maestra).

Αποχαιρετιστήριο γράμμα του Τσε στον Φιντέλ Κάστρο (1965)


Αποχαιρετιστήριο γράμμα του Τσε στον Φιντέλ Κάστρο (1965)
Ο Φιντέλ Κάστρο διαβάζει το γράμμα του Τσε σε δημόσια συγκέντρωση στην Αβάνα, 1965
FREE photo hosting by Fih.grΦιντέλ,
αυτή τη στιγμή θυμάμαι πολλά πράγματα-όταν σε γνώρισα στο σπίτι της Μαρίας-Αντωνίας, όταν μου πρότεινες να σε ακολουθήσω, την ένταση της προετοιμασίας. Μια μέρα ήρθαν και μας ρώτησαν ποιος θα έπρεπε να ειδοποιηθεί σε περίπτωση θανάτου μας. Τότε η συνειδητοποιήσαμε την πιθανότητα αυτή. Αργότερα μάθαμε ότι ήταν αλήθεια, ότι σε μια επανάσταση νικά κανείς ή πεθαίνει (αν είναι πραγματική). Πολλοί. Αυτή τη στιγμή θυμάμαι πολλά πράγματα-όταν σε γνώρισα στο σπίτι της Μαρίας-Αντωνίας, όταν μου πρότεινες να σε ακολουθήσω, την ένταση της προετοιμασίας. Μια μέρα ήρθαν και μας ρώτησαν ποιος θα έπρεπε να ειδοποιηθεί σε περίπτωση θανάτου μας. Τότε η συνειδητοποιήσαμε την πιθανότητα αυτή. Αργότερα μάθαμε ότι ήταν αλήθεια, ότι σε μια επανάσταση νικά κανείς ή πεθαίνει (αν είναι πραγματική). Πολλοί σύντροφοι έπεσαν στην πορεία προς τη νίκη.
ΤΣΕ ΓΚΕΒΑΡΑ

Σήμερα τα πάντα έχουν ένα λιγότερο δραματικό τόνο, επειδή είμαστε πιο ώριμοι, αλλά το γεγονός επαναλαμβάνεται. Αισθάνομαι ότι έχω κάνει το καθήκον μου προς την Κουβανέζικη επανάσταση, στο έδαφός της, και αποχαιρετώ εσένα, τους συντρόφου, το λαό σου ο οποίος είναι τώρα δικός μου.
Παραιτήθηκα επίσημα από τις θέσεις μου στην ηγεσία του κόμματος, το πόστο μου σαν υπουργός, το βαθμό μου σα διοικητής και τηνυπηκοότητά μου. Δεν έχω κανένα πια δεσμό νομικά με την Κούβα. Οι μόνοι δεσμοί που εχω είναι άλλης φύσεως-αυτοί που δεν σπάνε όπως οι διορισμοί σε πόστα. Ανασκοπώντας τη ζωή μου, πιστεύω ότι δούλευα με αρκετή τιμιότητα και αφοσίωση για να εδραιώσω την επαναστατική κατάκτηση. Το μόνο μου σοβαρό λάθος ήταν το ότι δεν σου έδειξα αρκετή εμπιστοσύνη απ’ τις πρώτες στιγμές στη Σιέρα Μαέστρα και το ότι δεν κατάλαβα αρκετά γρήγορα τις ηγετικές και επαναστατικές σου ικανότητες.
Έζησα υπέροχες στιγμές δίπλα σου και αισθάνομαι την τιμή να ανήκω στους ανθρώπους σου στις λαμπρές μα λυπημένες μέρες της κρίσης της Καραϊβικής. Λίγοι πολιτικοί είναι στις μέρες μας τόσο λαμπροί όσο εσύ. Είμαι επίσης περήφανος που σε ακολούθησα χωρίς δισταγμό, που ταυτίστηκα με τον τρόπο που σκέφτεσαι και που εκτιμάς τους κινδύνους.
Άλλα έθνη του κόσμου χρειάζονται τις ταπεινές μου προσπάθειες συμπαράστασης. Μπορώ να κάνω αυτό που εσύ δεν μπορείς λόγω της ευθύνης σου στην αρχηγία της Κούβας, και έφτασε ο καιρός να αποχωριστούμε.
Πρέπει να ξέρεις ότι αυτό το κάνω με ανάμεικτα συναισθήματα. Αφήνω εδώ την πιο αγνή μου ελπίδα σαν χτίστης και σαν αγαπημένος αυτών που λατρεύω. Και αφήνω τους ανθρώπους που με δέχτηκαν σα γιο. Αυτό πληγώνει ένα μέρος της ψυχής μου. Μεταφέρω στα πεδία των νέων μαχών την πίστη ότι με δίδαξες, το επαναστατικό πνεύμα του λαού μου, το αίσθημα της εκπλήρωσης ενός απ’ τα πιο ιερά καθήκοντα: να πολεμάς όπου και να είσαι τον ιμπεριαλισμό. Αυτό είναι μια πηγή δύναμης και ακόμη, γιατρεύει τις βαθύτερες πληγές.
Δηλώνω για άλλη μια φορά ότι απαλλάσσω την Κούβα από κάθε ευθύνη, εκτός απ’ αυτή που προέρχεται απ’ το παράδειγμά της. Αν ο θάνατος με βρει κάτω από άλλους ουρανούς, η τελευταία μου σκέψη θα είναι γι αυτό το λαό και ειδικά για σένα. Είμαι ευγνώμων για τη διδασκαλία και το παράδειγμά σου, στο οποίο θα προσπαθήσω να σταθώ πιστός μέχρι τις τελικές συνέπειες των πράξεών μου.
Πάντα ταυτιζόμουν με την εξωτερική πολιτική της επανάστασής μας, όπως και συνεχίζω. Όπου κι αν βρίσκομαι, θα αισθάνομαι την ευθύνη του να είσαι Κουβανός επαναστάτης και σαν τέτοιος θα συμπεριφέρομαι. Δεν λυπάμαι που δεν άφησα τίποτα υλικό στη γυναίκα και τα παιδιά μου. Είμαι ευτυχισμένος που έγινε έτσι. Δε ζητώ τίποτα γι αυτούς γιατί το κράτος θα φροντίσει να έχουν αρκετά για να ζήσουν και να μορφωθούν. Θα είχα πολλά να πω σ’ εσένα και το λαό μας, αλλά αισθάνομαι ότι είναι άχρηστα. Οι λέξεις δεν μπορούν να εκφράσουν αυτό που θα ήθελα και δεν υπάρχει λόγος να ξοδεύω σελίδες.
Πάντα μπροστά για τη νίκη!
Πατρίδα ή θάνατος!
Σε αγκαλιάζω με όλο τον επαναστατικό μου ζήλο.
Ερνέστο Τσε Γκεβάρα, 3 Οκτωβρίου 1965.

Τρίτη 8 Ιανουαρίου 2013

Κούβα: Μοναδική περίπτωση ή πρωτοπόρος στον αγώνα κατά του Ιμπεριαλισμού;


Κούβα: Μοναδική περίπτωση ή πρωτοπόρος στον αγώνα κατά του Ιμπεριαλισμού;
FREE photo hosting by Fih.grΔεν είχαν ξανασυμβεί στην Αμερική γεγονότα με τόσο ασυνήθιστα χαρακτηριστικά με ρίζες και συνέπειες τόσο βαθιές για το πεπρωμένο των προοδευτικών κινημάτων της ηπείρου, όσο ο επαναστατικός μας πόλεμος. Ορισμένοι μάλιστα τον αποκάλεσαν το υπ’ αριθμόν 1 γεγονός στην ιστορία της Αμερικής και το τοποθετούν δίπλα στην τριλογία που αποτελούν η Ρώσικη Επανάσταση, η κοινωνική διαφοροποίηση που ακολούθησε την ήττα των χιτλερικών στρατευμάτων στην ανατολική Ευρώπη και η Κινέζικη Επανάσταση. Και ενώ αυτό το κίνημα παρουσίαζε εξαιρετικές μεταπτώσεις στη μορφή και τις εκδηλώσεις του, ακολούθησε – και δεν θα μπορούσε να συμβεί αλλιώς – τις γενικές γραμμές όλων των μεγάλων ιστορικών γεγονότων που χαρακτηρίζονται από τον αγώνα τους κατά του αποικιοκρατικισμού και την μετάβασή τους προς τον σοσιαλισμό. Ορισμένοι κατά καιρούς, είτε από καλή πίστη, είτε από πολιτικό ενδιαφέρον, προσπάθησαν να δουν μέσα στην Κουβανική Επανάσταση μια σειρά αιτιών και ιδιαζόντων χαρακτηριστικών. Υπερβάλλουν στη σημασία και προχωρούν μάλιστα μέχρι στο να περιορίσουν τους συντελεστές προκειμένου να ερμηνεύσουν αυτά τα βαθιά κοινωνικά και ιστορικά γεγονότα. Μιλούν για την «ιδιάζουσα» μορφή της Κουβανικής Επανάστασης σε σύγκριση με τις γραμμές δράσης των άλλων προοδευτικών κομμάτων της Αμερικής. Βεβαιώνουν μάλιστα ότι η μορφή και οι δρόμου της Κουβανικής Επανάστασης είναι ένα μοναδικό γεγονός και ότι η ιστορική εξέλιξη των λαών στις άλλες χώρες της Αμερικής θα είναι διαφορετική.
Ερνέστο Γκεβάρα

Αναγνωρίζουμε ότι ξεχωριστοί συντελεστές έδωσαν στην Κουβανική Επανάστασης ιδιαίτερα χαρακτηριστικά. Είναι μια δεδομένη αλήθεια ότι κάθε επανάσταση περιέχει αυτό το είδος των ξεχωριστών συντελεστών. Αλλά δεν είναι το λιγότερο δεδομένο το γεγονός πως όλες οι επαναστάσεις υπακούουν εξίσου σε ορισμένους νόμους από τους οποίους οι κοινωνίες δεν μπορούν να ξεφύγουν. Ας αναλύσουμε λοιπόν αυτούς τους δήθεν «ιδιάζοντες» συντελεστές.
Ο πρώτος, ο πιο καινούργιος και ο σημαντικότερος ίσως είναι αυτή η φυσική δύναμη που ονομάζεται Φιντέλ Κάστρο Ρουζ, που πήρε σ’ ένα χρόνο ιστορικές διαστάσεις. Οι αρετές του τον κατατάσσουν δίπλα στις μεγαλύτερες φυσιογνωμίες της ιστορίας της Λατινικής Αμερικής. Ποιες είναι οι ιδιάζουσες συνθήκες που περιβάλουν την προσωπικότητα του Φιντέλ Κάστρο; Ποια είναι τα ιδιαίτερα γνωρίσματα της ζωής και του χαρακτήρα του που τον κάνουν να ακτινοβολεί πάνω στους συντρόφους του και εκείνους που τον ακολουθούν; Ο Φιντέλ έχει μια προσωπικότητα τόσο εξαιρετική, που θα γινόταν αρχηγός οποιουδήποτε κινήματος κι αν μετείχε, αυτό εξ άλλου γινόταν πάντα σ’ όλη του τη σταδιοδρομία, από τότε που ήταν φοιτητής, ως τη στιγμή που έγινε ο αρχηγός της χώρας μας και των καταπιεσμένων λαών της Λατινικής Αμερικής.
Έχει τις αρετές του μεγάλου οδηγού. Με την ικανότητά του να συνδέει, να ενώνει και να αντιστέκεται στη διαίρεση που αδυνατίζει. Με την επιδεξιότητά του να διευθύνει τη δράση του λαού σαν ανώτατος αρχηγός. Με την εξαιρετική του επιθυμία να ακούει πάντα τη θέληση του λαού, ο Φιντέλ Κάστρο έκανε περισσότερα από οποιονδήποτε στην Κούβα για να οικοδομήσει από το μηδέν αυτό το υπέροχο έργο που λέγεται σήμερα Κουβανέζικη Επανάσταση. Ασφαλώς κανείς δεν θα μπορούσε να ισχυριστεί πως οι πολιτικές και κοινωνικές συνθήκες στην Κούβα ήταν τελείως διαφορετικές από εκείνες που χαρακτηρίζουν τις άλλες χώρες της Αμερικής και ότι η Κουβανέζικη Επανάσταση έγινε εξ αιτίας αυτών των διαφορών. Όπως δεν θα μπορούσε να ισχυριστεί επίσης κανείς πως ο Φιντέλ έκανε την Επανάσταση παρ’ όλες αυτές τις διαφορές. Ο Φιντέλ οδήγησε της Επανάσταση στην Κούβα την ώρα και με τον τρόπο που την πραγματοποίησε συνειδητοποιώντας τις βαθιές πολιτικές αναστατώσεις που προετοίμαζαν το λαό για το μεγάλο άλμα στο δρόμο της Επανάστασης.
Υπήρχαν επίσης ορισμένες συνθήκες που, παρ’ όλο που δεν συμβαίνουν στην Κούβα ιδιαίτερα, θα είναι δύσκολα εκμεταλλεύσιμες από άλλους λαούς. Γιατί ο ιμπεριαλισμός, αντίθετα με άλλα προοδευτικά κόμματα παίρνει μαθήματα από τα λάθη του. Την κατάσταση που θα μπορούσαμε να θεωρήσουμε σαν ιδιάζουσα, είναι πως ο βορειοαμερικάνικος ιμπεριαλισμός ήταν απροσανατόλιστος και δεν ήταν σε θέση να αναμετρήσει το πραγματικό βάθος της Κουβανικής Επανάστασης. Έτσι μπορούν να εξηγηθούν πολλές από τις φανερές αντιφάσεις στη βορειοαμερικάνικη πολιτική. Τα μονοπώλια, όπως συμβαίνει σ’ αυτές τις περιπτώσεις, πίστεψαν καταρχήν πως πρόκειται για έναν διάδοχο του Μπατίστα, ακριβώς γιατί ήξεραν πως ο λαός δυσαρεστημένος, αναζητούσε επίσης κάποιον για μια επαναστατική προοπτική, κι ήταν ασφαλώς πολύ πιο έξυπνο και προνοητικό να αποτραβήξουν τον μικρό δικτάτορα που δεν χρειαζόταν πια, για να βάλουν στη θέση του «νέους» που σε καιρούς χαλεπούς θα ήταν πολύ πρόθυμοι να εξυπηρετήσουν τα συμφέροντα του ιμπεριαλισμού. Οι ιμπεριαλιστές έπαιξαν για ένα διάστημα αυτό το χαρτί. Και έχασαν θλιβερά. Πριν τη νίκη τούς ανησυχούσαμε, αλλά δεν μας φοβόντουσαν. Ή μάλλον έπαιζαν σε δυο καρέ, χρησιμοποιώντας την εμπειρία τους σ’ αυτό το διπλό παιχνίδι, στο οποίο, κατά παράδοση, δε μπορούσαν να χάσουν. Απεσταλμένοι του κράτους, μεταμφιεσμένοι σε δημοσιογράφους, ήρθαν πολλές φορές να βολιδοσκοπήσουν αυτή την άπρεπη επανάσταση, αλλά δεν κατάφεραν ποτέ να διαγνώσουν το παραμικρό σύμπτωμα του υποβόσκοντος κινδύνου. Όταν ο ιμπεριαλισμός θέλησε να αντιδράσει, όταν κατάλαβε πως η ομάδα των άπειρων νέων που παρήλαυνε θριαμβευτικά στους δρόμους της Αβάνας, είχε μια πολύ ξεκάθαρη γνώση του πολιτικού της καθήκοντος και την σταθερή απόφαση να οργανώσει τη ζωή της, ήταν πια πολύ αργά. Έτσι γεννήθηκε το Γενάρη του 1959 η πρώτη κοινωνική επανάσταση σ’ όλη τη ζώνη της Καραϊβικής και η πιο ουσιαστική από τις αμερικάνικες επαναστάσεις.
Δεν νομίζουμε πως είναι ιδιαίτερα ξεχωριστό το γεγονός ότι η αστική τάξη ή τουλάχιστον ένα μεγάλο μέρος της, φάνηκε ευνοϊκή στην επανάσταση κατά της τυραννίας και ότι ταυτόχρονα υποστήριξε και επιδίωξε κινήσεις που αποβλέπανε σε διαπραγματεύσεις που θα επέτρεπαν μια αντικατάσταση του Μπατίστα, από στοιχεία διατεθειμένα να ελέγχουν την Επανάσταση.
Παίρνοντας υπόψη τις συνθήκες που προκάλεσαν τον επαναστατικό πόλεμο και τις συγκεκριμένες πολιτικές δυνάμεις που ήταν εναντίον της τυραννίας δεν είναι περίεργο το ότι ορισμένα στοιχεία από τους λατιφουντίστες, υιοθέτησαν μια στάση ουδετερότητας ή τουλάχιστον όχι εχθρική απέναντι στις επαναστατικές δυνάμεις. Όπως είναι ευνόητο ότι η εθνική αστική τάξη τσακισμένη από τον ιμπεριαλισμό και την τυραννία είδε με κάποια συμπάθεια αυτούς τους νεαρούς ορεσίβιους να τιμωρούν το μισθοφόρο στρατό, όργανο στην υπηρεσία του ιμπεριαλισμού. Αυτή η δύναμη, η όχι επαναστατική πάντως, βοήθησε πράγματι την επανάσταση να κερδίσει την εξουσία.
Πηγαίνοντας ακόμα πιο μακριά, μπορούμε να προσθέσουμε ακόμα έναν ιδιάζοντα συντελεστή, που είναι η προλεταριοποίηση του λαού στο μεγαλύτερο τμήμα της κουβανέζικης γης, αποτέλεσμα της δράσης του μεγάλου κεφάλαιου στην Κούβα, της ημιμηχανοποίησης της γεωργίας που απαιτούσε μια οργάνωση και που είχε σα συνέπεια μια μεγαλύτερη ανάπτυξη ταξικής συνείδησης.Αυτό μπορούμε να το παραδεχτούμε. Αλλά πρέπει να δηλώσουμε εν ονόματι της αλήθειας, ότι το πρώτο έδαφος που κατέλαβε η αντάρτικη Στρατιά, που την αποτελούσαν οι επιζήσαντες της αποδεκατισμένης ταξιαρχίας που αποβιβάστηκε στη Γκράνμα, το κατοικούσε μια τάξη χωρικών, διαφορετικών από άποψη κοινωνικών καταβολών και παιδείας, από τους κατοίκους των περιοχών της μεγάλης ή ημιμηχανοποιημένης καλλιέργειας της Κούβας.
Η Σιέρρα Μαέστρα πραγματικά στάθηκε το πρώτο επαναστατικό κέντρο, το καταφύγιο όλων εκείνων των χωρικών που πολεμούσαν καθημερινά εναντίον των λατιφουντιστών. «Κατοικούσαν σε γη που ανήκε στο κράτος ή σε μεγάλους γαιοκτήμονες, ελπίζοντας να κερδίσουν ένα ψίχουλο γης, μια στάλα αγαθά. Έπρεπε να αγωνίζονται συνεχώς κατά των παράνομων φορολογιών ων στρατιωτών, πάντοτε συμμάχων των λατιφουντιστών. Ο ορίζοντάς τους δεν ξεπερνούσε την κατάκτηση ενός τίτλου ιδιοκτησίας. Οι χωρικοί στρατιώτες που πλαισίωναν το πρώτο μας αντάρτικο προήλθαν απ’ αυτή τη μερίδα της κοινωνικής τάξης, που εκδηλώνει σχεδόν επιθετικά την επιθυμία της για κατοχή γης και που εκφράζει με ιδανικό τρόπο το πνεύμα του «μικροαστού». Ο χωρικός πολεμά γιατί θέλει γη, γι’ αυτόν και για τα παιδιά του. Θέλει να την διευθύνει, να την πουλά και να πλουτίσει από τη δουλειά του».
«Παρά το «μικροαστικό» του πνεύμα ο χωρικός μαθαίνει πολύ γρήγορα, πως δεν μπορεί να ικανοποιήσει την επιθυμία του να γίνει κάτοχος γης, αν δεν σπάσει το σύστημα της ιδιοκτησίας στα λατιφούντια. Μια ριζική αγροτική μεταρρύθμιση, όμως είναι η μόνη που μπορεί να δώσε γη στους χωρικούς, θίγει άμεσα τα συμφέροντα των ιμπεριαλιστών, των μεγάλων γαιοκτημόνων και τους μεγαλοεπιχειρηματίες της ζάχαρης και της κτηνοτροφίας. Η αστική τάξη τρέμει μη θιγούν τα συμφέροντά της. Το προλεταριάτο δεν έχει παρόμοιους φόβους. Με αυτή την έννοια η γραμμή της Επανάστασης ενώνει τον εργάτη με το χωρικό. Οι εργάτες υποστηρίζουν τον αγώνα κατά των λατιφούντιων. Ο φτωχός χωρικός, αυτός που δέχεται τη γη, υποστηρίζει τίμια την επαναστατική εξουσία και την υπερασπίζεται εναντίον των εχθρών της ιμπεριαλιστών και επαναστατών.
Πιστεύουμε πως άλλου ιδιάζων συντελεστής δεν υπάρχει. Ας εξετάσουμε τώρα τις μόνιμες βάσεις κάθε κοινωνικού φαινομένου στην Αμερική, τις αντιθέσεις που έχουν δημιουργηθεί στους κόλπους των σύγχρονων κοινωνιών και οι οποίες προκαλούν διαφοροποιήσεις που μπορούν να πάρουν τις διαστάσεις μιας Επανάστασης σαν αυτή που έγινε στην Κούβα.
Κατ’ αρχήν, από χρονολογική άποψη, αν όχι κατά σειρά εκτίμησης, σήμερα υπάρχει το σύστημα των λατιφούντιων. Υπήρξε η βάση της οικονομικής εξουσίας της άρχουσας τάξης, όλη την περίοδο που ακολούθησε τις απελευθερωτικές και αντιαποικιακές επαναστάσεις του τελευταίου αιώνα. Αυτή η τάξη των γαιοκτημόνων, που υπάρχει σ’ όλες τις χώρες, είναι γενικά απληροφόρητη για τα κοινωνικά γεγονότα που κατευθύνουν τον κόσμο. Μερικές φορές οι πιο συνετοί και όσοι βλέπουν μακρύτερα από την τάξη των γαιοκτημόνων μυρίζονται τον κίνδυνο κι αρχίζουν να αλλάζουν τρόπο επένδυσης των κεφαλαίων τους, άλλοτε μηχανοποιώντας την αγροτική παραγωγή, μεταφέρουν ένα μέρος του πλούτου τους στη βιομηχανία ή γίνονται οι ίδιοι εμπορικού πράκτορες των μονοπωλίων. Εκείνη η πρώτη απελευθερωτική επανάσταση δεν κατέστρεψε τα λατιφούντια, που παραμείνανε σαν οικονομική βάση, διατηρώντας έτσι ένα αντιδραστικό στοιχείο που έσωζε την αρχή της δουλείας στην εργασία. Είναι ένα φαινόμενο που παρουσιάζεται χωρίς εξαίρεση σε όλες τις χώρες της Αμερικής και χρησιμεύει σαν υπόβαθρο όλων των αδικιών που έγιναν, από την εποχή που οι βασιλιάδες της Ισπανίας παραχωρούσαν αχανείς εκτάσεις στους ευγενέστερους από του κονκισταδόρους τους, αφήνοντας μόνο για τους «ιθαγενείς» μαύρους ή μιγάδες, όπως στην περίπτωση της Κούβας τα ριλέγκος (κρατική γη), το κομμάτι της γης δηλαδή που αφήνεται ανάμεσα σε τρεις μεγάλες κυκλικές εκτάσεις που συνορεύουν μεταξύ τους. Ο γαιοκτήμονας που στις περισσότερες χώρες καταλάβαινε πως δεν μπορούσε να ζήσει μόνος, συμμάχησε γρήγορα με τα μονοπώλια που ήταν βέβαια, οι ισχυρότεροι και σκληρότεροι δυνάστες στους αμερικάνικους λαούς.
Η Αμερική υπήρξε το πεδίο της μάχης για της μεγάλες ιμπεριαλιστικές εταιρείες. Στο τέλος του δεύτερου παγκοσμίου πολέμου – αυτός ο πόλεμος αποφασίστηκε σχεδόν αποκλειστικά προς όφελος των βορειοαμερικάνικων μονοπωλίων- και έπειτα οι ιμπεριαλιστές ανασκουμπώθηκαν για να ενισχύσουν την παράνομη κατοχή τους στις αποικίες τους και να τελειοποιήσουν το σύστημα κατά της λαθραίας εισχώρησης πολιτών και νέων αντιπάλων από άλλες ιμπεριαλιστικές χώρες. Όλα αυτά δημιούργησαν μια οικονομία τερατωδώς παραμορφωμένη, που οι οικονομολόγοι των καπιταλιστικών καθεστώτων εκφράζουν με μια άκακη λέξη που αποδεικνύει τη βαθιά συμπόνια που έχουν για μας οι «υποανάπτυκτοι». (Αποκαλούν τους δυστυχείς μας ινδιάνους, που εκμεταλλεύτηκαν, καταδίωξαν και καταδίκασαν στην άγνοια: οι «μικροί ινδιάνοι». Όλους τους ανθρώπους της μαύρης ράτσας και τους μιγάδες τους καταδικασμένους στην περιφρόνηση και στις διακρίσεις τους λένε οι «έγχρωμοι» και εφευρίσκουν τρόπους σαν άτομα και σαν σύνολα για να διχάζουν τις εργατικές μάζες στον αγώνα τους για ένα καλύτερο οικονομικό μέλλον).
Τι είναι η υποανάπτυξη;
Ένας νάνος με ένα τεράστιο κεφάλι και ένα γερό στήθος είναι υποανάπτυκτος με την έννοια πως τα αδύνατα πόδια του και τα κοντά χέρια του δεν ανταποκρίνονται στην υπόλοιπη ανατομία του. Είναι το τερατώδες προϊόν μιας ελαττωματικής διάπλασης που παραμόρφωσε την ανάπτυξή του. Είναι αυτό που στην πραγματικότητα είμαστε εμείς τελικά, οι ευγενώς επονομαζόμενοι «υποανάπτυκτοι» των αποικιών ή των εξαρτώμενων χωρών. Οι χώρες μας έχουν οικονομίες παραμορφωμένες από την ιμπεριαλιστική πολιτική που ανάπτυξε ανώμαλα τους βιομηχανικούς και γεωργικούς κλάδους κατά τέτοιο τρόπο ώστε να καταντήσουν συμπληρώματα των πολύπλοκων ιμπεριαλιστικών οικονομιών.
Η «υποανάπτυξη», ή παραμορφωμένη ανάπτυξη προκαλεί στις πρώτες ύλες μια επικίνδυνη ειδίκευση, που διατηρεί όλους τους λαούς κάτω από την απειλή της πείνας. Εμείς οι «υποανάπτυκτοι», είμαστε επίσης χώρες μονοκαλλιέργειας. Ένα μοναδικό προϊόν που η αβέβαιη πώλησή του εξαρτάται από μια μοναδική αγορά, η οποία επιβάλει και καθορίζει τους όρους, ιδού η μεγάλη συνταγή της ιμπεριαλιστικής οικονομικής κυριαρχίας που συναντιέται με το παλιό και αιώνιο ρωμαϊκό ρητό «διαίρει και βασίλευε».
Το σύστημα των λατιφουντίων ως προς τις σχέσεις του με τον ιμπεριαλισμό καθορίζει τέλεια τον ισχυρισμό «υποανάπτυξη» που έχει σαν αποτέλεσμα την ανεργία και τους χαμηλούς μισθούς. Το φαινόμενο των χαμηλών μισθών και της ανεργίας είναι ένας φαύλος κύκλος που δημιουργεί ακόμα χαμηλότερους μισθούς και μια ανεργία ακόμα μεγαλύτερη όσο οι αντιφάσεις του συστήματος οξύνονται. Πάντοτε στο έλεος των οικονομικών διακυμάνσεων δημιουργείται ένας κοινός παρανομαστής για τους λαούς της Αμερικής, από το Ρίο Μπράβο ως το Νότιο Πόλο. Αυτός ο κοινός παρανομαστής, που θα των τυπώσουμε με κεφαλαία, αποτελεί το σημείο εκκίνησης για όλους όσους ασχολούνται με αυτά τα κοινωνικά φαινόμενα και είναι η πείνα των ανθρώπων, η κατάπτωση του ατόμου πάντοτε στη διάθεση της εκμετάλλευσης, καταπιεζόμενου και διωκόμενου, η κούρασή του, του να πουλάει την ικανότητά του για εργασία από μέρα σε μέρα σε χαμηλές τιμές (μπροστά στον κίνδυνο να μεγαλώσει την ουρά των ανέργων) προκειμένου να αντληθεί το μεγαλύτερο δυνατό όφελος από κάθε ανθρώπινο κορμί και να σπαταληθεί στην πολυτέλεια των κεφαλαιοκρατών.
Διαπιστώνουμε λοιπόν, πως υπάρχουν στην Αμερική ουσιαστικοί και αναπόφευκτοι κοινοί παρανομαστές και δεν μπορούμε να ισχυριστούμε πως εξαιρούμαστε από κανέναν από αυτούς τους αλληλέγγυους συντελεστές. Το σύστημα των λατιφούντιων τόσο στη μορφή του της πρωτόγονης εκμετάλλευσης, όσο και στη μονοπωλιακή του γραμμή προσαρμόζεται στις νέες καταστάσεις και ευθυγραμμίζεται με τον ιμπεριαλισμό: αυτή η μορφή εκμετάλλευσης από το ξένο κεφάλαιο δημιουργεί μια οικονομία αποικιοκρατικού τύπου που ονομάστηκε κατ’ ευφημισμό «υποανάπτυξη».
Όλα αυτά υπήρχαν στην Κούβα. Υπήρχε επιπλέον η πείνα, το ποσοστό των ανέργων ήταν το ψηλότερο της λατινικής Αμερικής, ο ιμπεριαλισμός ήταν ακόμα πιο άγριος παρά σ’ οποιαδήποτε άλλη χώρα. Τα λατιφούντια ήταν το ίδιο πανίσχυρα όσο και σ’ οποιαδήποτε από τις άλλες αδελφές δημοκρατίες. Τι κάναμε εμείς για να απελευθερωθούμε από αυτό το παντοδύναμο ιμπεριαλιστικό σύστημα, με την ακολουθία του των κυβερνήσεων μαριονετών σε κάθε χώρα και τους μισθοφόρους στρατούς που αμύνονταν γι’ αυτό το πολύπλοκο σύστημα εκμετάλλευσης του ανθρώπου από τον άνθρωπο; Οι αντικειμενικές συνθήκες για τον αγώνα καθορίστηκαν από την πείνα του λαού και σαν αντίδραση εναντίον αυτής της πείνας από τη βία που προκαλούσε τη λαϊκή αντίδραση και από το κύμα του μίσους που η καταπίεση δημιουργούσε μόνη της. Οι υποκειμενικές συνθήκες έλειπαν στην Αμερική και το σημαντικότερο ήταν η συνείδηση μιας πιθανής νίκης κάτω από έναν σκληρό αγώνα εναντίον της ιμπεριαλιστικής δύναμης και των συνεταίρων της του εσωτερικού. Αυτές οι συνθήκες δημιουργήθηκαν από τον ένοπλο αγώνα μας, που βοήθησε να γίνει πιο συγκεκριμένη η ανάγκη μιας αλλαγής και επέτρεψε επίσης την ολοκληρωτική εξολόθρευση του στρατού (απαραίτητος όρος για κάθε πραγματική Επανάσταση) από τις λαϊκές δυνάμεις.
Η ένοπλή μας δύναμη που δημιουργείται κατά τις εκστρατείες κυρίεψε απ’ έξω τις πόλεις, ενώθηκε με την εργατική μάζα και διαμόρφωσε την πολιτική της συνείδηση, από την επαφή της μ’ αυτήν. Είναι αυτό δυνατόν να γίνει σε άλλες χώρες της λατινικής Αμερικής; Θα εξηγήσουμε τις δυσκολίες που, κατά τη γνώμη μας, θα κάμουν πιο επίπονους τους επαναστατικούς αγώνες στην Αμερική. Τονίσαμε ήδη, στην αρχή αυτού του άρθρου, ότι ορισμένοι συντελεστές μπορούν να θεωρηθούν σαν ιδιάζοντες: η συμπεριφορά του ιμπεριαλισμού που αιφνιδιάστηκε προς στιγμή από την Κουβανέζικη Επανάσταση και ως ένα ορισμένο σημείο τη στάση της εθνικής αστικής τάξης, επίσης αιφνιδιασμένης, που έβλεπε την αντάρτικη δράση με κάποια συμπάθεια, γιατί δεν είχε υποστεί λίγες ζημιές κι αυτή από τον ιμπεριαλισμό (αυτή η κατάσταση βαραίνει εξίσου και στις άλλες χώρες). Αλλά ο ιμπεριαλισμός κατάλαβε το μάθημα της Κούβας και δε θα αιφνιδιαστεί πια σε καμιά από τις είκοσι δημοκρατίες της Αμερικής. Αυτό είναι σημαντικό, γιατί αν ο κουβανέζικος απελευθερωτικός πόλεμος υπήρξε δύσκολος με τις συνεχείς μάχες που έδωσε επί δύο χρόνια, οι καινούριες μάχες που περιμένουν τους λαούς στα άλλα μέρη της λατινικής Αμερικής θα είναι αφάνταστα πιο δύσκολες. Οι Ηνωμένες Πολιτείες προσφέρουν συμπληρωματικά όπλα στις κυβερνήσεις των μαριονετών που βλέπουν να κινδυνεύουν. Υπογράφουν μαζί τους συμβάσεις υποταγής προκειμένου να διευκολύνουν με νόμιμα μέσα την καταπίεση, την ανάμιξη, ακόμη και την επέμβαση. Χωρίς να λογαριάσουμε ότι δραστηριοποιούν την εκγύμναση στρατού καταπίεσης με την πρόθεση να τον χρησιμοποιήσουν αποτελεσματικά σαν όργανο κατά του λαού.
Και η αστική τάξη; Αυτό το θέμα θα τεθεί, γιατί σε πολλές χώρες της Αμερικής υπάρχουν αντικειμενικές αντιθέσεις, ανάμεσα στην εθνική αστική τάξη που αγωνίζεται να αναπτυχθεί και του ιμπεριαλισμού που πνίγει τις αγορές κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να χαντακώνει τη βιομηχανία στον άνισο συναγωνισμό.
Παρόλες αυτές τις αντιθέσεις η εθνική αστική τάξη είναι ανίκανη να πάτε μια αγωνιστική θέση κατά του ιμπεριαλισμού. Αυτό αποδεικνύει πως φοβάται περισσότερο τη λαϊκή επανάσταση, πατά τη δεσποτική πίεση των μονοπωλίων που κακοποιούν τον εθνικό χαρακτήρα, προσβάλουν τα πατριωτικά αισθήματα και αποικιοποιούν την οικονομία.
Η υψηλή αστική τάξη (μπουρζουαζία) δεν διστάζει να συμμαχήσει με τον ιμπεριαλισμό και τους λατιφουντίστες για να πολεμήσει το λαό και να εμποδίσει το δρόμο του προς την επανάσταση. Αυτές είναι οι δυσκολίες, που πρέπει να προστεθούν ύστερα από την παγίωση της αναπότρεπτης κουβανέζικης επανάστασης σε όλες εκείνες που θα προκύψουν από αγώνες στη λατινική Αμερική.
Υπάρχουν κι άλλα πιο ειδικά προβλήματα: είναι δυσκολότερο να δημιουργήσεις αντάρτικο σε χώρες με ισχυρή αστική αντίδραση, ελαφρά και μέση βιομηχανία πιο εξελιγμένες κι ας μην υπάρχει στην κυριολεξία η βιομηχανοποίηση. Η ιδεολογική επίδραση των πόλεων αναχαιτίζει την ανταρσία δίνοντας ελπίδες για αγώνα στις ειρηνικά οργανωμένες μάζες. Αυτό δημιουργεί μια κάποια νομιμοποίηση, που στους κόλπους της, για περιόδους λίγο πιο «ομαλές», οι συνθήκες δεν είναι το ίδιο σκληρές για το λαό, όσο σε άλλες περιπτώσεις.
Η ελπίδα ενισχύεται επιπλέον και με μια ποσοτική αύξηση στο κοινοβούλιο των επαναστατικών στοιχείων που θα επέφεραν μια ουσιαστική αλλαγή. Κατά τη γνώμη μας, είναι πολύ απίθανο να πραγματοποιηθεί αυτή η ελπίδα υπό τις παρούσες συνθήκες σε καμιά χώρα της Αμερικής. Παρά το ότι δεν θα ‘πρεπε να αποκλείσουμε μια αλλαγή που θα άρχιζε με την εκλογική διαδικασία, οι συνθήκες που ισχύουν σε όλες τις χώρες κάνουν τη δυνατότητα να φαίνεται πολύ μακρινή.
Οι επαναστάτες δεν μπορούν να προβλέψουν όλες τις ποικιλίες τακτικής που θα παρεμβληθούν κατά τη διάρκεια του αγώνα για την απελευθέρωσή τους. Οι πραγματικές ικανότητες ενός επαναστάτη κρίνονται από την ευχέρειά του να βρει άμεσους επαναστατικούς τρόπους για κάθε αλλαγή κατάστασης. Είναι ασυγχώρητο λάθος να υποτιμήσουμε το τι μπορεί να κερδίσει ένα επαναστατικό πρόγραμμα από μια δεδομένη εκλογική διεργασία. Αλλά θα ‘ταν εξίσου ασυγχώρητο λάθος να μην υπολογίζει κάποιος παρά στις εκλογές και να παραμεληθούν οι άλλες μορφές του αγώνα, ακόμα και του ένοπλου για την κατάκτηση της εξουσίας, του απαραίτητου οργάνου για την εφαρμογή και την ανάπτυξη του επαναστατικού προγράμματος.
Όταν μας μιλούν για την κατάκτηση της εξουσίας με κανονικές εκλογές, η ερώτησή μας είναι πάντα η ίδια: αν ένα λαϊκό κίνημα κατακτήσει την εξουσία με μεγάλη πλειοψηφία και αποφασίσει να αρχίσει τις μεγάλες κοινωνικές αλλαγές, κατά το πρόγραμμα, δεν θα βρεθεί αμέσως σε σύγκρουση με τις αντιδραστικές τάξεις της χώρας; Ο στρατός δεν υπήρξε πάντα το όργανο αυτών των τάξεων; Και αν συμβεί αυτό, είναι λογικό να υποθέσουμε πως ο στρατός θα σταθεί στο πλευρό της τάξης του και θα αγωνιστεί κατά της κυβέρνησης. Με ένα πραξικόπημα λίγο πολύ αιματηρό η κυβέρνηση μπορεί να ανατραπεί και το παλιό παιχνίδι ξαναρχίζει «δια την αιωνιότητα». Μπορεί να συμβεί πιθανόν να νικηθεί ο στρατός των καταπιεστών, από μια ένοπλη λαϊκή αντίδραση που θα υπερασπιστεί την κυβέρνηση. Πράγμα μάλλον απίθανο, να αποδεχτούν οι ένοπλες δυνάμεις ριζικές κοινωνικές αλλαγές και να παραδεχτούν τη διάλυση της κάστας τους.
Αν παραδεχτούμε όμως πως μπορεί να υπολογίσουμε στη βοήθεια της στρατιωτικής κάστας κατά την διεξαγωγή της μάχης, πρέπει να αναλύσουμε δύο προβλήματα. Κατ’ αρχήν, αν ο στρατός ενωθεί πραγματικά με τις λαϊκές δυνάμεις με την προϋπόθεση πως υπάρχει ένας οργανωμένος πυρήνας με αυτόνομη εξουσία τότε έχουμε ένα «πραξικόπημα» ενός μέρους του στρατού κατά του άλλου, που δεν θίγει ίσως καθόλου τη στρατιωτική κάστα. Η άλλη εκδοχή, κατά την οποία ο στρατός ενώνεται αυθόρμητα με τις λαϊκές δυνάμεις δεν μπορεί να συμβεί, κατά τη γνώμη μας παρά στην περίπτωση που ο στρατός θα έχει άγρια χτυπηθεί και καταστραφεί από έναν ισχυρό και επίμονο εχθρό, οπότε δηλαδή η ισχύουσα εξουσία βρίσκεται εξουδετερωμένη. Όταν ο στρατός βρεθεί κατεστραμμένος και εξουθενωμένος ηθικά, τότε το φαινόμενο μπορεί να δημιουργηθεί. Αλλά είναι πάντοτε αναγκαίος ένας προκαταρκτικός αγώνας και ξαναγυρίζουμε πάντα στην ερώτηση, πώς θα τον επιτύχουμε αυτόν τον αγώνα; Και πάλι φτάνουμε στην απάντηση του αντάρτικου στην ύπαιθρο, σε έδαφος ευνοϊκό, υποστηριζόμενο από έναν αγώνα στις πόλεις. Υπολογίζοντας πάντοτε στην όλο και μεγαλύτερη συμμετοχή των εργατικών μαζών και οδηγούμενοι φυσικά από την ιδεολογία τους.
Μιλήσαμε αρκετά για τις δυσκολίες που θα αντιμετωπίσουν τα επαναστατικά κινήματα στη Λατινική Αμερική. Τώρα μπορούμε να αναρωτηθούμε αν υπάρχουν ή όχι οι ευνοϊκές συνθήκες στο προκαταρκτικό στάδιο, σαν αυτό του Φιντέλ Κάστρο στη Σιέρρα Μαέστρα. Πιστεύουμε πως, και σ’ αυτή την περίπτωση , υπάρχουν γενικές συνθήκες που διευκολύνουν την εκδήλωση των κέντρων ανταρσίας και σε ορισμένες χώρες πάλι ειδικές συνθήκες που είναι ακόμη πιο ευνοϊκές. Θα επιμείνουμε σε δύο υποκειμενικούς συντελεστές που είναι οι σημαντικότεροι της Κουβανικής Επανάστασης: καταρχήν η δυνατότητα μιας επαναστατικής κίνησης που ξεκινά τη δράση της από την ύπαιθρο, παρασύρει τις μάζες των χωρικών, περνώντας από την αδυναμία στη δύναμη, καταστρέφει το στρατό σε μία κατά μέτωπο μάχη, κατακτά τις πόλεις, ενισχύοντας με τον αγώνα της, τις υποκειμενικές αναγκαίες συνθήκες για την κατάκτηση της εξουσίας.
Οι πραγματικά «ιδιάζοντες» είναι αυτά τα παράξενα όντα που βρίσκουν πως η Κουβανική Επανάσταση είναι ένα μοναδικό και αμίμητο γεγονός σ’ όλο τον κόσμο. Δεν υπάρχει μεγαλύτερο ψέμα. Η δυνατότητα του θριάμβου των λαϊκών μαζών στη Λατινική Αμερική διαγράφεται καθαρά υπό τη μορφή του ανταρτοπόλεμου, διεξαγόμενου από ένοπλους χωρικούς που θα καταστρέψουν τελείως τη δομή του παλιού αποικιακού κόσμου.
Μπορούμε να θεωρήσουμε σαν δεύτερο υποκειμενικό συντελεστή, το γεγονός ότι οι μάζες δεν γνωρίζουν μόνο τη δυνατότητα του θριάμβου, αλλά ότι γνωρίζουν εξ ίσου καλά το πεπρωμένο τους. Γνωρίζουν με μια όλο και αυξανόμενη βεβαιότητα πώς, οποιεσδήποτε κι αν είναι οι μεταπτώσεις της ιστορίας και για σύντομες περίοδες, το μέλλον ανήκει στο λαό, γιατί το μέλλον θα φέρει τη δικαιοσύνη. Αυτή η επίγνωση θα δώσει τον επαναστατικό προσανατολισμό στη Λατινική Αμερική.
Μπορούμε να αναφερθούμε σε συντελεστές, λιγότερο γενικούς, κυμαινόμενους σε ένταση από χώρα σε χώρα. Ένας απ’ αυτούς, πολύ σημαντικός, είναι η εκμετάλλευση των χωρικών που, κατά κάποιο τρόπο, ήταν μικρότερη στην Κούβα παρά όσο σε άλλες χώρες της Λατινικής Αμερικής. Εκείνοι που ισχυρίζονται πως βλέπουν στην περίοδο του ένοπλου αγώνα μας, τα αποτελέσματα μιας προλεταριοποίησης της υπαίθρου, θα πρέπει να μην ξεχνούν πως όποια κι αν ήταν η προσφορά αυτής της προλεταριοποίησης στην επιτάχυνση του σχηματισμού των κοοπερατίβων, που ακολούθησε την κατάκτηση της εξουσίας και την αγροτική μεταρρύθμιση, οι χωρικοί που ήταν βασικά το κέντρο, ο νωτιαίος μυελός του αντάρτικου στρατού, είναι οι ίδιοι που επιστρέψανε σήμερα στη Σιέρρα Μαέστρα, περήφανοι ιδιοκτήτες της γης τους και έντονα ατομιστές. Υπάρχουν, φυσικά ιδιομορφίες στην Αμερική. Ένας χωρικός της Αργεντινής δεν μοιάζει μ’ έναν Περουβιανό ή Βολιβιανό χωρικό. Αλλά ο πόθος της γης είναι συνεχώς παρών σε όλους και είναι αυτοί, γενικά, που δίνουν τη μορφή της Αμερικής. Δεδομένου, λοιπόν, πως στις περισσότερες από τις άλλες χώρες τούς εκμεταλλεύονται ακόμη πιο πολύ απ’ όσο συνέβαινε στην Κούβα, υπάρχουμε μεγάλες δυνατότητες του ξεσηκωμού αυτής της τάξης.
Υπάρχει ακόμα ένα άλλο δεδομένο. Ο στρατός του Μπατίστα, παρόλες του τις ατέλειες, ήταν ένας στρατός οργανωμένος κατά τέτοιο τρόπο, ώστε όλοι από τον απλό στρατιώτη ως τον στρατηγό, είχαν ειδικευθεί στην εκμετάλλευση του λαού. Ήταν εξ ολοκλήρου μισθοφόροι, γεγονός που αποτελούσε το συνδετικό κρίκο στον μηχανισμό της καταπίεσης. Οι στρατοί της Αμερικής στο σύνολό τους, αποτελούνται από ένα σώμα επαγγελματιών αξιωματικών και στρατολογημένους, όχι επαγγελματίες, που τους καλούν περιοδικά. Κάθε χρόνο οι στρατολογούμενοι νέοι αφήνουν το σπίτι τους, όπου έχουν ακούσει τους γονιούς τους να μιλούν για τα καθημερινά τους βάσανα, που τα έχουν εξάλλου δει με τα ίδια τους τα μάτια και έχουν γνωρίσει οι ίδιοι τη δυστυχία και την κοινωνική αδικία. Και αν μια μέρα σταλούν για να πολεμήσουν κατά των υπερασπιστών μιας ιδέας που τη νιώθουν δίκαιη μέσα στο ίδιο το πετσί τους, η επιθετική τους ικανότητα θα μειωθεί παράξενα.
Μια συστηματική προπαγάνδα που θα άνοιγε τα μάτια αυτών των νέων για τη δικαιοσύνη και τους λόγους που οδηγούν το λαό στον ένοπλο αγώνα, μπορεί να έχει πολύ θετικά αποτελέσματα.
Μετά απ’ αυτή τη σύντομη ανασκόπηση των επαναστατικών γεγονότων μπορούμε να πούμε πως η Κουβανική Επανάσταση περιέχει ιδιάζοντες συντελεστές που της δίνουν την ιδιομορφία της και κοινούς συντελεστές για όλους τους λαούς της Αμερικής, που εξηγούν απόλυτα την εσωτερική ανάγκη μιας τέτοιας Επανάστασης. Διαπιστώνουμε επίσης πως διαμορφώθηκαν νέες συνθήκες που θα κάνουν ευκολότερο το ξεκίνημα ενός επαναστατικού κινήματος: τη συνείδηση που απόκτησαν οι μάζες για το πεπρωμένο τους, τη συνείδηση μιας αναγκαιότητας και της πραγματοποίησης κατά κάποιο τρόπο αυτής της δυνατότητας. Ταυτόχρονα υπάρχουν συνθήκες που θα κάνουν δυσκολότερη, για τις μάζες, την προσέγγιση του σκοπού, την κατάκτηση, δηλαδή της εξουσίας: οι αστοί είναι τόσο στενά δεμένοι με τον ιμπεριαλισμό που θα χτυπήσουν απ’ ευθείας τις λαϊκές μάζες.
Μαύρες μέρες περιμένουν τη Λατινική Αμερική. Πρέπει να χτυπάμε βαθιά και αδιάκοπα όπου τους πονάει. Δεν πρέπει να γλιστρήσουμε προς τα πίσω, αλλά να προχωρούμε θαρραλέα, απαντώντας σε κάθε επίθεση, με μια ακόμη μεγαλύτερη πίεση των λαϊκών μαζών: αυτός είναι ο μοναδικός δρόμος για τη νίκη.
(Το άρθρο δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Verde Olivo το 1961).

Κυριακή 6 Ιανουαρίου 2013

Γιατί πέθανε ο Τσε


Γιατί πέθανε ο Τσε


Ο Ερνέστο Γκεβάρα δεν πέθανε για μιαν απλή ανύψωση του βιοτικού επιπέδου των φτωχότερων λαών. Για μένα και πιστεύω για πολλούς, στην πραγματικότητα για εκατομμύρια πρόσωπα και κυρίως για τους νέους που θρήνησαν το τέλος του, πέθανε για ένα ιδανικό απείρως υψηλότερο, για το ιδανικό ενός Νέου Ανθρώπου. Αυτό το ιδανικό προϋποθέτει προφανώς την πάλη ενάντια στην αθλιότητα των καταπιεζόμενων λαών. Αλλά προϋποθέτει επίσης -σε τελευταία και ίσως και σε πρώτη ανάλυση- και μια νέα μορφή συμβίωσης, μία κοινότητα στην οποία θα εξασφαλίζονται για όλες τις ανθρώπινες υπάρξεις όχι μόνο τα υλικά αγαθά αλλά και μια αυθεντική επικοινωνία: μια κοινωνία, ένας βαθύτερος δεσμός ελεύθερων ανθρώπων, μια συνεργασία μεταξύ αυθεντικών προσώπων. Όχι ένα σύμφυρμα μηχανών και συναθροισμένων υπάρξεων. Όχι μια νέα κοινωνία η οποία, αφού θα έχει προηγηθεί μια αιματηρή επανάσταση, θα καταλήγει να μας προσφέρει ένα είδος Βόρειας Αμερικής από την ανάποδη, χωρίς την ηγεμονία των καπιταλιστικών τραστ αλλά κυριαρχούμενη από τα παντοδύναμα εργαλεία μιας εξίσου απάνθρωπης γραφειοκρατικής δικτατορίας.
Του Ερνέστο Σάμπατο


Ουσιαστικά, νομίζω ότι πάλεψε και πέθανε για μια συμβίωση στην οποία οι άνθρωποι θα είναι αληθινές ανθρώπινες υπάρξεις, με την υψηλότατη αξιοπρέπεια που τους ανήκει, απελευθερωμένοι επιτέλους όχι μόνο από την οικονομική αλλοτρίωση που προκαλείται από καθεστώτα εκμετάλλευσης, αλλά και από αυτήν την άλλη μορφή αλλοτρίωσης, την πιο λεπτή και τρομερή, επειδή είναι ικανή να επιβιώνει πολύ πιο πέρα από μια εσφαλμένη κοινωνική επανάσταση και που έγκειται στην επιστημονική αλλοτρίωση, αυτή την ίδια που μετασχηματίζει τον κόσμο σε έναν τερατώδη μηχανισμό από ρομπότ.

Ο Γκεβάρα είχε αμφισβητήσει έντονα αυτή την κατάληξη στο όνομα του διαλεκτικού υλισμού του. Αλλά αυτή η άρνησή δεν θα διέθετε ιστορική και φιλοσοφική διάσταση, γιατί αυτό που μας λέει ο λόγος σε σχέση με τις στάσεις του ανθρώπου είναι λιγότερο έγκυρο από όσα μας υπαγορεύουν, ενστικτωδώς αλλά με δύναμη, εκείνοι οι λόγοι που ο Πασκάλ αποκαλούσε “της καρδιάς”.

Εξάλλου, όταν ήταν φοιτητής, αυτός δεν ρίχτηκε στην πάλη για τη δικαιοσύνη και την αξιοπρέπεια, αφού προηγουμένως είχε μελετήσει το “Κεφάλαιο” ούτε αφού είχε πειστεί για την ορθότητα των θέσεων του μαρξισμού. Ούτε και τα εκατομμύρια των νέων που σε αυτόν τον κόσμο της αγωνίας ακολουθούν τη σκιά του και τοποθετούν το πορτρέτο του πάνω από το κρεβάτι τους, το κάνουν με πάθος επειδή έχουν πειστεί για την αλήθεια του διαλεκτικού υλισμού. Η εξέγερση του μεγαλύτερου μέρους αυτών των ίδιων νέων ενάντια στο χοντροκομμένο υλισμό της σοβιετικής κοινωνίας -που σε τελευταία ανάλυση είναι μια ορθόδοξη συνέπεια του μαρξισμού- δείχνει ότι διακυβεύεται κάτι βαθύτερο και πιο σημαντικό από αυτούς τους διαβόητους οικονομικούς παράγοντες και από αυτή την υπερεκτίμηση της επιστήμης και της τεχνικής που χαρακτηρίζει τη θεωρία.

Ακριβώς αυτή η νοοτροπία της τεχνικής αποτελεσματικότητας κατέκτησε την ψυχή πολλών επαναστατών (ίσως γιατί δεν μπορεί να παλεύει κανείς σκληρά ενάντια σε έναν ισχυρό αντίπαλο χωρίς να καταλήγει να του μοιάζει) και αυτό γίνεται αντιληπτό σε ορισμένες κριτικές προς τον Γκεβάρα.

Οι κομμουνιστές, που τον εγκατέλειψαν στην τελική τραγική μάχη, τον κατηγορούσαν για τυχοδιωκτισμό, για έλλειψη αίσθησης της πραγματικότητας, για αναρχικό ρομαντισμό. Σίγουρα είναι πιθανόν, ότι αν ήταν κλεισμένος σε κάποιο απόμερο και ασφαλές γραφείο, στέλνοντας διαταγές με το ταχυδρομείο ή με το ραδιόφωνο, θα φαινόταν πιο αποτελεσματικός στα μάτια αυτών των επιστημόνων της επανάστασης. Αλλά αναμφίβολα δεν θα ήταν ποτέ τόσο αποτελεσματικός όσο με αυτόν τον άλλο τρόπο, το ρομαντικό και ηρωικό, νεκρός επικεφαλής ενός μικρού και χαμένου στρατιωτικού αποσπάσματος, αφού πάλεψε μέχρι την τελευταία του πνοή και μέχρι το τελευταίο χτύπημα της καραμπίνας του. Ενάντια στη νοοτροπία των καταλόγων και των αρχείων των γραφείων, αυτός διεκδίκησε με τη ζωή του τη θυσία και τη μοναξιά.

Ο Γκεβάρα, στον οποίο θα αναφέρονταν αυτοί οι τεχνικοί, θα είχε ζήσει λίγα χρόνια περισσότερο. Αυτός που πέθανε επικεφαλής της ομάδας των συντρόφων του θα έχει αντίθετα τη διάρκεια των σημαιών, την αιωνιότητα των συμβόλων.

Ο θάνατός του, πράγματι, έχει αυτό το χαρακτήρα: έχει την αξία ενός συμβόλου. Και στην ορθολογιστική κοινωνία μας, που έχει πετάξει, ξεχάσει και περιφρονήσει τα σύμβολα, σε αυτή την κοινωνία στην οποία η αποτελεσματικότητα και η τεχνική έχουν γίνει περισσότερο πολύτιμες από το πάθος και τη θυσία, μπορούμε πράγματι να αποδώσουμε στον Γκεβάρα έναν απερίσκεπτο ρομαντισμό.

Αλλά είναι ακριβώς αυτός ο ηρωισμός, ακριβώς αυτή η ηρωική και μοναχική εικόνα που γεννάει την ελπίδα, το θάρρος και την πίστη σε εκατομμύρια γενναιόδωρους νέους σε όλες τις γωνιές της Γης.

Ας αφήσουμε τους Βορειοαμερικάνους να μιλούν για αποτελεσματικότητα. Ας αφήσουμε τον Μακναμάρα να μιλάει για το Βιετνάμ με όρους επιχειρηματικούς, υπολογίζοντας το κόστος σε δολάρια για κάθε Βιετκόνγκ που πεθαίνει για την πατρίδα του. Από τη δική του σκοτεινή σκοπιά αυτός είναι συνεπής, αφού σε τελευταία ανάλυση αυτός αποτελεί μέρος αυτού του παραδείγματος ποσοτικού πολιτισμού που εκπροσωπεί η χώρα του. Αλλά οι ηρωικοί Βιετναμέζοι δεν λειτουργούν με βάση μια τέτοια αριθμητική και δείχνουν με το ολοκαύτωμά τους ότι οι ανθρώπινες αξίες είναι ποιοτικού χαρακτήρα, ότι η πίστη είναι πιο ισχυρή από τον αριθμό των κανονιών. Ότι η ελπίδα είναι πιο δυνατή από την απληστία των εμπόρων. Ότι η αξιοπρέπεια είναι πιο ανθεκτική από το βρόμικο και αιματηρό πείσμα των επιχειρηματιών.

Για αυτούς τους λόγους λοιπόν και όποιες και αν ήταν οι αυταπάτες του ή οι θεωρίες του για την κατίσχυση των οικονομικών παραγόντων στην ιστορία, πιστεύω ότι η πάλη του Γκεβάρα ενάντια στις Ηνωμένες Πολιτείες αντιπροσώπευε μια πάλη του πνεύματος ενάντια στην ύλη.

Και όπως στον προηγούμενο αιώνα ορισμένοι μεγάλοι στοχαστές πίστεψαν ότι έχουν ανακαλύψει ψυχρά σε διάφορες πραγματείες τις υλικές αιτίες της αδικίας, οι οποίες πραγματείες όμως κατέληγαν να προκαλούν στους έντιμους ανθρώπους μια φλογερή έξαψη διεκδικήσεων, εξαιτίας του πάθους με το οποίο στις σελίδες τους εγκωμίαζαν τις αρετές μιας ιπποτικής κοινωνίας που καταστράφηκε από τους εμπόρους, έτσι και στη δύστυχη εποχή μας ένας νέος, ο οποίος προσωπικά δεν είχε ανάγκη από τίποτα, αφού είχε γεννηθεί, όπως και εκείνοι οι στοχαστές, στους κόλπους μιας προνομιούχας οικογένειας, ρίχτηκε στην πάλη υποκινημένος από ρομαντικά ιδεώδη.

Και όσο και αν τον απασχολούσαν οι αριθμητικές όψεις της παραγωγής, σε μια κρίσιμη στιγμή της κουβανικής οικονομίας, αρνήθηκε να αναπτύξει αυτήν την παραγωγή προσφεύγοντας σε υλικά κίνητρα.

Υποστήριξε αντίθετα ότι ήταν αναγκαίο να αλλάξουμε τη νοοτροπία των μαζών για να δημιουργήσουμε το νέο άνθρωπο στον οποίο απέβλεπε η επανάσταση και έκανε έκκληση στον επαναστατικό ενθουσιασμό, στον πατριωτισμό, στην ανιδιοτελή στράτευση, στην πίστη που κινεί τα βουνά. Θα μπορούσε να λεχθεί -και σίγουρα έχει λεχθεί- ότι αυτές οι ιδέες δεν είναι συνετές. Αλλά ποιος απέδειξε ποτέ ότι είναι η σύνεση αυτή.

(Το παραπάνω αποτελεί απόσπασμα επικηδείου λόγου του αργεντίνου συγγραφέα Ερνέστο Σάμπατο που εκφώνησε στο Πανεπιστήμιο του Παρισιού γιά το θάνατο του Τσε. Περιλαμβάνεται στο βιβλίο “Scritti politici e privati di Che Guevara”, Editori Riunitti, 1988).

Ο Τσε μας καλεί να συλλογιστούμε


Ο Τσε μας καλεί να συλλογιστούμεFREE photo hosting by Fih.gr
Γνωρίζουμε το πρόσωπο του αντάρτη μαχητή Ερνέστο Τσε Γκεβάρα. Τον εκτιμούμε ως οργανωτή, σκληρό πολεμιστή, ο οποίος έδινε πάντα χείρα βοηθείας στους μαχητές που βρίσκονταν υπό τις διαταγές του, που ήταν αγκάθι στο πρόσωπο του φορμαλισμού και της κενής ρητορικής, ένας δάσκαλος για τους συντρόφους του, ένας γιατρός έτοιμος να φροντίσει φίλους και εχθρούς, που ήταν σε θέση να νιώσει συμπόνοια για αυτούς που πέθαναν στη δράση. Δεν έχουμε όμως εντρυφήσει επαρκώς στον Τσε ως μελετητή και στοχαστή που αφιέρωνε ατέλειωτες νύχτες για τη γνώση.
Της Γκρατσιέλλα Πογκολόττι

Χάρη στην πρόσφατη έκδοση των Φιλοσοφικών Σημειώσεων του Τσε Γκεβάρα απ’ τον εκδοτικό οίκο Ocean Press, έχουμε μάθει ότι στις σκληρές μέρες στη βολιβιανή επαρχία, όταν ο ίδιος ήταν απομονωμένος απ’ την διχασμένη τότε Αριστερά, υποφέροντας από πείνα και δίψα, χαμένος κάποιες φορές σε άγνωστες περιοχές, περικυκλωμένος από στρατιώτες, τον φόβο και την αναξιοπιστία των χωρικών, έβρισκε πάντα χρόνο για απαραίτητες θεωρητικές έρευνες.
Ο Ερνέστο Τσε Γκεβάρα συνδίαζε τα λόγια με τη δράση. Παρομοίως, αντιλαμβάνονταν τις εμπειρίες ζωής, τις πράξεις και τη θεωρητική κατάρτηση ως ένα ενιαίο σύνολο. Θεωρούσε, βασιζόμενος στα λόγια του Ένγκελς, ότι η τακτική αποκομμένη από μια στρατηγική προοπτική οδηγούσε στον οπορτουνισμό.
Από πολύ νεαρή ηλικία, ο Τσε αντιλήφθηκε ότι η Λατινική Αμερική ήταν ένα ζήτημα υπο ανακάλυψη για τον ίδιο, παρ’ ότι γνώριζε τα βασικά της γεωγραφίας και ιστορίας της μέσα απ’ τα σχολικά εγχειρίδια. Χρειάζονταν ένα άλλο είδος γνώσης, αυτό που κατακτιέται ζώντας την εμπειρία του “αγγίγματος” της πραγματικότητας με τα ίδια του τα χέρια, αγγίζοντας την ανθρώπινη, φυσική, πολιτισμική, κοινωνική και οικονομική πραγματικότητα της ηπείρου.
Στο προσωπικό επίπεδο, ήταν ένας τρόπος ωρίμανσης σε όλους τους τομείς. Παλεύοντας με ένα άσθμα που ποτέ δεν τον εγκατέλειψε, πορεύτηκε σαν άνδρας, χρησιμοποιώντας τα μέσα που βρήκε στην πορεία. Έζησε με τους ντόπιους (αυτόχθονες) και μπορούσε να αντιληφθεί το νόημα μιας συμπεριφοράς που είχε τις ρίζες της σε μια μακραίωνη παράδοση αντίστασης, στην οποία η αλληλεγγύη και η γενναιοδωρία συμβίωναν μαζί με την κακία και τον εγωϊσμό. Δεν έκρινε κανέναν – απλά παρατηρούσε.
Μπορώ να φανταστώ έναν ανυπόμονο νεαρό, μεγαλωμένο σε ένα περιβάλλον υψηλής διανοητικής έντασης. Η γυμνασιακή του εκπαίδευση βασίζονταν σε μια πρωτοφανή ανθρωπιστική βάση. Η Αργεντινή αντικατόπτριζε την έντονη πολιτιστική ζωή στην ήπειρο, με τις υψηλού δημοσιογραφικού κύρους εφημερίδες, περιοδικά αλλά και τους διάσημους καθηγητές πανεπιστημίου. Η διανόηση της δημόσιας συζήτησης σε ιδεολογικό επίπεδο, βασισμένη άλλοτε σε ευρωπαϊκά μοντέλα διανόησης και άλλοτε στην δημοφιλή παράδοση όπως του Μάρτιν Φιέρρο, έμεινε χαραγμένη στη μνήμη όσων γεννήθηκαν στις επαρχίες του Ρίο δε λα Πλάτα.
Σε εκτενή βαθμό, ο Τσε σημείωνε σε κάρτες τους τίτλους που αργότερα θα αποτελούσαν τη λίστα των αναγνωσμάτων του, τα οποία θα τον συνόδευαν στην αντάρτικη περιπέτεια του αλλά και στην προσωπική βιβλιοθήκη του. Όπως ήταν συνηθισμένο στη γενέτειρα χώρα του, οι κλασσικοί της ψυχοανάλυσης, της Ιστορίας, της Φιλοσοφίας και οι αναγνωρισμένοι στοχαστές του 20ου αιώνα συμπλήρωναν τη λίστα αυτή.
Παρ’ όλα αυτά, ο Τσε δεν είχε αρκετό χρόνο ώστε να σχηματοποίησει τις ιδέες του. Οι Φιλοσοφικές Σημειώσεις που δημοσιεύθηκαν προσφατα συνιστούν έναν συνδιασμό κειμένων υπογραμμισμένων απ’ τον Τσε, μαζί με τις σημειώσεις, σχόλια και ερωτήσεις που έγραψε στο περιθώριο. Παρά το γεγονός ότι αυτά είναι μόνο αποσπάσματα, δίνουν μια ιδέα για τις σκέψεις του. Αυτές οι σημειώσεις προσφέρουν ένα μάθημα μεθόδου σε καθηγητές και σπουδαστές, που θα μπορούσαν να αποτελέσουν έναν οδηγό στην σύγχρονη παιδαγωγική επιστήμη. Το θεμέλιο όλης της γνώσης είναι η εξάσκηση της δημιουργικής ανάγνωσης. Η πεμπτουσία της γνώσης δεν είναι η επανάληψη, τις πιο πολλές φορές με μηχανικό τρόπο, αλλά η παράθεση κριτικών ερωτημάτων βάσει του κειμένου.
Όταν διαβάζουμε Ένγκελς η Μαρξ, δεν το πράτουμε με τον ίδιο τρόπο όπως αυτοί που έγιναν μέλη στην Πρώτη Διεθνή, σε έναν κόσμο που δεν είναι πια ο ίδιος. Το κάνουμε ως κάτοικοι ενός νησιού στην Καραϊβική που έχει απέναντι του τις Ηνωμένες Πολιτείες, που ζει μια επίφοβη κρίση, ωσάν τα παιδιά μιας Επανάστασης που αντιμετωπίζει αναδυόμενες, έκτακτες ανάγκες χωρίς να παραδίδει τα θεμέλια της ανεξαρτησίας της.
Το μωσαϊκό που δημιουργήθηκε από αποσπάσματα ενωμένα μεταξύ τους, έχει νόημα όταν αυτά (τα αποσπάσματα) μπαίνουν σε μια σειρά στην τροχιά της σκέψης του Τσε, που εξηγείται απ’ την αντίθεση μεταξύ της δράσης και της ευθυγράμμισης σε ένα στρατηγικό όραμα.
Η συλλογή των υπογραμμισμένων από τον Τσε γραπτών δεν περιλαμβάνει ασφαλώς όλο το υλικό που θα έπρεπε να είχε διαβάσει αναφορικά με το δημόσιο στοχασμό. Είναι τοποθετημένα σε συγκεκριμένη σειρά απαντώντας σε ορισμένες απορίες που σιωπηρά ψάχνουν απάντηση. Παγκοσμίως αναγνωρισμένοι κλασσικοί συνδιάζονται (σ.μ: στα αναγνώσματα του Τσε) με γραπτά κείμενα του Μάο Τσε Τουνγκ και του Λουίς Αλτουσέρ, εκτενώς διαδεδομένοι και οι δύο στην Κούβα της δεκαετίας του ’70.
Από το Μάο, βρίσκουμε την αξιολόγηση των αντιφάσεων ως πηγή ανάπυξης, ως υπαινιγμός για τη μεταφορά του “εκατοντάδες λουλούδια”, η οποία την εποχή εκείνη θεωρούνταν ως αναγνώριση της αναγκαίας συμβίωσης διαφορετικών πολιτισμών και σχολών σκέψης. Λίγο πιο δυσνόητες στα μηνύματα τους, τα γραπτά του Αλτουσέρ έθεταν την αναπόσπαστη ενότητα της θεωρίας και της δράσης, στο βαθμό να θεωρείται η θεωρία ως συγκεκριμένη έκφραση της δράσης.
Ο Τσε συσσώρευσε (στην σκέψη του) όλο αυτό το υλικό μελέτης όταν ήταν πλέον ώριμος άνδρας. Είχε ήδη τελειώσει με το αντάρτικο της Σιέρρα Μάεστρα, είχε ήδη θέσει σε εφαρμογή το Κουβανικό Σοσιαλιστικό μοντέλο βασισμένο στη γνώση που είχε από την ευρωπαϊκή εμπειρία και στην σκληρή αντιπαράθεση με τον Ιμπεριαλισμό. Ο ίδιος σημείωσε τις ατέλειες και αδυναμίες του σοβιετικού μοντέλου. Αντιλήφθηκε την ανάγκη να ενθαρρυνθεί η κριτική σκέψη, η σημασία να διατηρηθεί η αποστολή βοήθειας σε άλλες χώρες του κόσμου, η τόνωση της συνείδησης ως μέσο αντιμετώπισης της δογματικής κατήχησης.
Μέσα απ’ την μεταμόρφωση της κοινωνίας, οι δημιουργοί της, οι πολίτες που είναι ταγμένη σε αυτήν, μαθαίνουν συνέχεια από τις εμπειρίες τους, τις επανερμηνείες της Ιστορίας και οι προσαρμογές της τακτικής με στόχο να επιτευχθεί ο στρατηγικός στόχος.
Κάποιες φορές, μπορεί να τυφλωνόμαστε απ’ το πάθος. Αλλά επίσης φωτίζει το μονοπάτι της αποσαφήνισης των πραγμάτων. Από το θάνατο του στη Βολιβία, η εικόνα του κόσμου έχει υποστεί αναπάντεχες αλλαγές με εκπληκτικά γρήγορο τρόπο. Η κατάρρευση της σοσιαλιστικής Ευρώπης επιτάχυνε την κρίση στην Αριστερά, μετατόπισε (ιδεολογικά) τη μαρξιστική παράδοση, εδραίωσε τον σκεπτικισμό και αντικατέστησε την ξεκάθαρη ιδεολογία απο το “φως” του μηνύματος που περνάνε τα μέσα μαζικής ενημέρωσης. Η οικονομική ισχύς ασκεί την εξουσία της με δυναμική ανεξάρτητη απ’ την πραγματική οικονομία και μετατρέπει τους πολιτικούς σε υπηρέτες των συμφερόντων τους.
Με το μάθημα του νεοφιλελευθερισμού να έχει γίνει σαφές, η Λατινική Αμερική προσφέρει ένα μοντέλο για την τόσο αναγκαία αντίσταση που χρειάζεται μια αναδιοργάνωση της Αριστερής σκέψης, η οποία πάντα υποφέρει από διασπάσεις. Σε αυτές τις συνθήκες, ο Τσε μας καλεί να ξυπνήσουμε. Είναι πιεστική ανάγκη να σκεφτούμε τι να κάνουμε προκειμένου να αποφύγουμε λάθη, προκειμένου να μην υπάρξουν λανθασμένες προσδοκίες, να αποφύγουμε μιμητισμό και να θέσουμε μια τακτική που να είναι ταυτισμένη με την στρατηγική σκέψη. Ας επιστρέψουμε στην σκέψη του Τσε. Ας δεχθούμε την πρόκληση να μετατρέψουμε την εξάσκηση της δημιουργικής σκέψης σε δράση.
Πηγή: “Che Calls on Us to Think”, Juventud Rebelde, 9 Οκτώβρη 2012 / Μετάφραση Κειμένου: Guevaristas.