Σάββατο 5 Ιανουαρίου 2013

Hasta la Victoria Siempre!

Hasta la Victoria Siempre!
FREE photo hosting by Fih.grΜέσα στο 1996 και το 1997 εκδόθηκαν από διάφορους συγγραφείς πολλά βιβλία, μπροσούρες και άρθρα, για τον Ερνέστο Γκεβάρα, σε ανάμνηση της 30ης επετείου από την εκτέλεση του. Σε ολόκληρο τον κόσμο είναι βέβαια πιο γνωστός με το ψευδώνυμο "Τσε", ένα παρατσούκλι που του έβγαλαν οι συναγωνιστές του όταν ήτανε στο Μεξικό την 10ετία του 1950. Το "Τσε" είναι ένα πολύ διαδεδομένο παράνομα στην Αργεντινή την χώρα που γεννήθηκε. Το 1997, πολλοί νεολαίοι στην Λατινική Αμερική και στην Ευρώπη άρχισαν να φοράνε μπλουζάκια με τον Γκεβάρα και να κολλάνε στα σπίτια τους αφίσες με το πορτραίτο του. Διάφοροι κυνικοί και επιπόλαιοι φιλοκαπιταλιστές δημοσιογράφοι προσπάθησαν να υποβαθμίσουν το νέο αυτό ενδιαφέρον για τον Τσε. Υποστήριξαν έτσι λαθεμένα ότι δεν είναι τίποτα άλλο από μια διάθεση να ταυτιστούν αυτοί οι νεολαίοι με το απελευθερωμένο στιλ ζωής που συνδέθηκε με τη 10ετία του 1960. Χωρίς αμφιβολία ο Τσε Γκεβάρα ασκεί μια ρομαντική έλξη σε πολλούς νεολαίους, που θέλουν να προβάλλουν κι αυτοί την εικόνα του "επαναστάτη".
ΞΕΚΙΝΗΜΑ


Εισαγωγή

Το πιο σημαντικό όμως είναι ότι το ανανεωμένο αυτό ενδιαφέρον για τον Γκεβάρα, αντανακλά την έλξη που πάντα είχε, σ' αυτούς που αναζητάνε ένα τρόπο για ν' αλλάξουν την κοινωνία και να βάλουν τέλος στην εκμετάλλευση του καπιταλισμού και του ιμπεριαλισμού. Ο Τσε και η Κούβα, αποτελούν για πολλούς ένα σύμβολο αντίστασης. Την ίδια ώρα, αυτό που εκφράζει η μεγάλη απήχηση που έχει ο Τσε Γκεβάρα στη νέα γενιά είναι η διάθεση αναζήτησης των επαναστατικών σοσιαλιστικών ιδεών, που προσφέρουν την μόνη βιώσιμη εναλλακτική λύση στον καπιταλισμό.

Γιατί όμως, η Επιτροπή για μια Εργατική Διεθνή (C.W.I.), εκδίδει αυτή τη μπροσούρα για τον Τσε και την Κούβα όταν έχουν ήδη γραφτεί τόσα πολλά διεθνώς;

Εκτός από πολλά ειρωνικά και επιφανειακά άρθρα σε διάφορα περιοδικά και εφημερίδες, τον τελευταίο καιρό εκδόθηκαν και ορισμένα σοβαρά βιβλία και βιογραφίες για τον Τσε. Για παράδειγμα, το βιβλίο "Τσε Γκεβάρα: Μια επαναστατική ζωή" από τον Αμερικάνο δημοσιογράφο και συγγραφέα Λη Άντερσον, είναι μια πολύ καλογραμμένη βιογραφία. Το ίδιο ισχύει και με την βιογραφία "Ερνέστο Γκεβάρα, ο γνωστός επίσης σαν Τσε" του Μεξικανού συγγραφέα Πάκο Ιγκνάσιο Τάιμπο, (διαθέσιμη μόνο στα ισπανικά). Ωστόσο, παρά την πολύχρονη έρευνα που έκαναν αυτοί οι συγγραφείς, τα έργα τους αναπόφευκτα έχουν μια σημαντική έλλειψη. Δεν βγάζουν τα πολιτικά συμπεράσματα από την συμβολή του Τσε στο επαναστατικό κίνημα, έτσι ώστε τα μαθήματα αυτά να ενισχύσουν το σημερινό αγώνα ενάντια στον καπιταλισμό και τον ιμπεριαλισμό. Βέβαια αυτοί οι συγγραφείς, παρά το γεγονός ότι κάνουν μια σημαντική συμβολή στην ιστοριογραφία, δεν μπορούσαν να φέρουν σε πέρας αυτό το καθήκον, γιατί οι ίδιοι δεν συμμετέχουν σήμερα στον αγώνα για την ανατροπή του καπιταλισμού και το χτίσιμο μιας σοσιαλιστικής κοινωνίας.

H C.W.Ι. εκδίδει λοιπόν αυτή την μπροσούρα για τον Τσε και την Κουβανική Επανάσταση του 1959 με στόχο να συμβάλει μ' αυτό τον τρόπο στο χτίσιμο μιας διεθνούς επαναστατικής σοσιαλιστικής οργάνωσης, που θα αγωνιστεί για να ανατρέψει τον καπιταλισμό και τον ιμπεριαλισμό. Βέβαια η ιστορία δεν επαναλαμβάνεται ξανά με τον ίδιο τρόπο. Μπορούμε όμως να βγάλουμε πολύ σοβαρά μαθήματα από τους προηγούμενους αγώνες και τις επαναστάσεις, που να βοηθήσουν να έχει επιτυχία η σημερινή πάλη για τον σοσιαλισμό. Η Κουβανέζικη Επανάσταση πιο συγκεκριμένα και η συμβολή που είχε σ' αυτήν ο Τσε Γκεβάρα, έχει να προσφέρει σοβαρά διδάγματα στον αγώνα ενάντια στην εκμετάλλευση, που ξεδιπλώνεται σήμερα ειδικά στην Λατινική Αμερική, την Αφρική, την Ασία και την Μέση Ανατολή.

Για να βγάλουμε όμως τα σωστά συμπεράσματα, δεν είναι αρκετό να παρακολουθήσουμε μόνον τα ιστορικά γεγονότα όπως συνέβηκαν, αλλά είναι απαραίτητο να αναζητήσουμε και να συζητήσουμε τις ιδέες και τις μεθόδους που υιοθέτησαν οι κεντρικοί πρωταγωνιστές σ' αυτούς τους αγώνες. Αυτή λοιπόν η μπροσούρα είναι κύρια μια συμβολή στη συζήτηση πάνω στις εμπειρίες, τις ιδέες και τις μεθόδους του αγώνα που υιοθετήθηκαν κατά τη διάρκεια της επανάστασης, στην οποία ο Τσε έπαιξε πρωταγωνιστικό ρόλο, και δεν έχει στόχο ν' αποτελέσει μια πλήρη προσωπική βιογραφία του Τσε.

Έτσι, πολλές πτυχές της ζωής του, συμπεριλαμβανομένων και των δύο γάμων του, δεν εξετάζονται εδώ, παρά το γεγονός ότι τα προσωπικά ζητήματα παίζουν σημαντικό ρόλο στο σχηματισμό ενός χαρακτήρα και επηρεάζουν την πολιτική του εξέλιξη. Επίσης δεν ήταν δυνατόν σ' αυτό το έργο ν' αναφερθούμε σ' όλα τα ιστορικά γεγονότα που συνέβησαν εκείνη την περίοδο και στα οποία συμμετείχε ο Τσε. Εκείνοι οι αναγνώστες που ενδιαφέρονται γι' αυτά, θα πρέπει να διαβάσουν τουλάχιστον κάποιες από τις βιογραφίες ή τα ιστορικά έργα, που αναφέρονται στη Κούβα, στον Τσε και την Κουβανική Επανάσταση.

Με αφορμή την 30η επέτειο από το θάνατο του, αξίζει πράγματι να θυμηθούμε τους αγώνες στους οποίους πρωτοστάτησε, με ηρωισμό και αυτοθυσία, ενάντια στον καπιταλισμό και στον ιμπεριαλισμό. Ο Τσε πάλεψε με πείσμα ενάντια στην εκμετάλλευση κερδήθηκε στον σοσιαλισμό κύρια μέσα από τις δικές του εμπειρίες και είχε την φλογερή επιθυμία να τον δει να επικρατεί διεθνώς. Αρχικά είδε με ενδιαφέρον τα καθεστώτα της ΕΣΣΔ και της Ανατολικής Ευρώπης, σαν πιθανές εναλλακτικές σοσιαλιστικές κοινωνίες. Ακόμη όμως και τότε, διατήρησε μια επιφυλακτικότητα και κράτησε τις αποστάσεις του. Αργότερα, όταν απόκτησε άμεση εμπειρία απ' αυτά τα γραφειοκρατικά καθεστώτα, που δεν είχαν καμία σχέση με τον σοσιαλισμό, άλλαξε ριζικά γνώμη.

Ο Τσε αφιερώθηκε στην επανάσταση όταν ήτανε 25 περίπου χρονών και σε αυτό τον αγώνα έμελλε να θυσιάσει και τη ζωή του όταν έγινε 39 ετών. Καθοδηγούσε τους συντρόφους του πάντα με το παράδειγμα του κι ήταν ένα ακλόνητος διεθνιστής. Αυτές οι αρετές του, τον έκαναν πηγή έμπνευσης και σύμβολο πάλης ενάντια στην καταπίεση και την εκμετάλλευση.

Αντάρτικο

Την ίδια ώρα, πρέπει να πούμε ότι οι ιδέες του δεν ήταν ολοκληρωμένες και δεν είχε μια πραγματική κατανόηση του μαρξισμού. Οι θέσεις που ανέπτυξε για το αντάρτικο για παράδειγμα, έπαιξαν έναν αποφασιστικό ρόλο στη Κουβανική Επανάσταση και στα γεγονότα που ακολούθησαν, ιδιαίτερα στη Λατινική Αμερική. Ο Τσε όμως πρόβαλλε αυτές τις ιδέες σαν τη βασική μέθοδο πάλης που θα έπρεπε να υιοθετηθεί σ' ολόκληρη τη Λατινική Αμερική, πράγμα που τις έκανε τότε κύριο σημείο συζήτησης μέσα σε όλο το επαναστατικό σοσιαλιστικό κίνημα. Οι θέσεις αυτές του Τσε εξετάζονται με προσοχή σε τούτη τη μπροσούρα, γιατί έτσι μόνο μπορούν να βγουν σημαντικά συμπεράσματα για τους σημερινούς αγώνες ενάντια στον καπιταλισμό.

Ο Τσε ανάπτυξε βέβαια κι άλλες ιδέες σε σχέση για παράδειγμα, με την οικονομία, όπως επίσης και για το ζήτημα "ο σοσιαλισμός και ο νέος άνθρωπος", που αφορούσε κύρια το πως θα εξελισσόταν η στάση των ανθρώπων απέναντι στη νέα κοινωνία, μετά την ανατροπή του καπιταλισμού. Αυτές τις ιδέες τις ανάπτυξε κύρια σαν αποτέλεσμα των προβλημάτων που αντιμετώπισε μετά τη νίκη της Κουβανέζικης επανάστασης το 1959. Δυστυχώς όμως, εξαιτίας του περιορισμένου χώρου δεν ήταν δυνατό ν' αναφερθούμε σ' όλα αυτά σε τούτη την μπροσούρα.

Μελετώντας τη ζωή του Τσε γίνεται φανερό ότι οι ιδέες του αναπτύχθηκαν βασανιστικά και επίπονα, πολύ συχνά σαν αποτέλεσμα των ίδιων του των εμπειριών. Δυστυχώς πέθανε νέος σε ηλικία μόνο 39 ετών. Γιατί είναι ξεκάθαρο ότι επανεξέταζε συνεχώς τις ιδέες του μέχρι το θάνατο του. Με μια έννοια, θα μπορούσαμε να πούμε ότι υπάρχει μια ομοιότητα στον τρόπο ανάπτυξης της σκέψης τους ανάμεσα στον Τσε, στον Μάλκομ Χ και τον Τζώρτζ Τζάκσον στις ΗΠΑ.

Αντιμέτωπος με τα προβλήματα της κατάστασης στην Κούβα και τη φρίκη που άρχισε να αισθάνεται για αυτά που έβλεπε στις επισκέψεις του πίσω από το "σιδηρούν παραπέτασμα", στην ΕΣΣΔ και στην Ανατολική Ευρώπη, άρχισε να ψάχνει για μια νέα εναλλακτική λύση και να αναζητά νέες ιδέες. Λίγα χρόνια πριν τον θάνατο του άρχισε να διαβάζει γραπτά του Λέοντα Τρότσκι. Μήπως θα υιοθετούσε τις ιδέες του Τρότσκι αν είχε τον χρόνο να συνεχίσει την μελέτη των ιδεών του; Δεν μπορούμε βέβαια να το ξέρουμε.

Το 1964, για παράδειγμα, είχε πάει στη Μόσχα για να συμμετέχει στους εορτασμούς της 47ης επετείου της Ρώσικης Επανάστασης. Κατά τη διάρκεια αυτής της επίσκεψης, όχι μόνον διαμαρτυρήθηκε αγανακτισμένος για τον τρόπο ζωής των Ρώσων αξιωματούχων, αλλά υποστήριξε κιόλας ότι: "... τα σοβιέτ βρίσκονται σε οικονομικό αδιέξοδο κάτω από την κυριαρχία της γραφειοκρατίας".

Η γραφειοκρατική κάστα στην Κίνα εκείνη την περίοδο, είχε υιοθετήσει μια πιο "ριζοσπαστική" στάση διεθνώς σε μια προσπάθεια να κερδίσει επιρροή και στήριξη μετά την σύγκρουση και την διακοπή των σχέσεων της με την γραφειοκρατία της ΕΣΣΔ. Η σύγκρουση αυτή ωστόσο είχε σαν κύρια αιτία τις στενά εθνικές διαφορές ανάμεσα στα δύο καθεστώτα.

Η "ριζοσπαστική" στροφή που υιοθέτησε η Κινέζικη γραφειοκρατία εκείνη την περίοδο, σε συνδυασμό με την εμπειρία της νίκης του αγροτικού στρατού στην Κίνα το 1949, αναπόφευκτα τράβηξαν την προσοχή του Τσε, γιατί φαίνονταν να επιβεβαιώνουν και τα δικά του συμπεράσματα. Ωστόσο, την ίδια ώρα φαίνεται ότι άρχισε να εξετάζει και τις ιδέες του Τρότσκι. Γι' αυτό, ενώ ήταν ακόμη στην Μόσχα, άρχισε να δέχεται εκεί επιθέσεις που τον χαρακτήριζαν "Φιλοκινέζο" και "Τροτσκιστή". Όπως αναφέρει ο Πάκο Ιγνάσιο Τάιμπο στη βιογραφία του, ο Τσε ήταν γνώστης αυτών των επιθέσεων και τις ανάφερε δημόσια σε μια συνάντηση που είχε με τους Κουβανούς φοιτητές στην Πρεσβεία της Κούβας, στη Μόσχα.

"Έχω εκφράσει κάποιες απόψεις", είπε ο Τσε, "που θα μπορούσαν να πλησιάζουν περισσότερο την Κινέζικη πλευρά... όπως επίσης και απόψεις που έχουνε σχέση με τον Τροτσκισμό. Κάποιοι εδώ υποστηρίζουν βέβαια ότι οι Κινέζοι είναι διασπαστές, όπως και οι Τροτσκιστές και μαζί μ' αυτούς κι εγώ". Και συνέχισε "Οι απόψεις όμως αυτές που κάποιοι θέλουν να θάψουν με την βία μας δίνουν ένα πλεονέκτημα. Δεν μπορείς να πολεμήσεις απλά τις απόψεις με την βία γιατί αυτή ακριβώς είναι η βάση της νοημοσύνης... και είναι ξεκάθαρο ότι μπορεί κανείς να μάθει πολλά πράγματα από τις ιδέες του Τρότσκι".

Τροτσκισμός

Βέβαια δεν ξέρουμε τι συμπεράσματα έβγαζε ο Τσε από τη μελέτη των έργων του Τρότσκι και δεν πρόλαβε να προβάλει και να υποστηρίξει τέτοιες ιδέες, που φανερά θα έδειχναν ότι υιοθετούσε αυτές τις θέσεις. Παρόλα αυτά συνέχισε να τις μελετά. Λίγο πριν τον θάνατο του το 1967, για παράδειγμα, είναι γνωστό ότι ο Γάλλος διανοούμενος Ρεζίζ Ντεμπρέ, που ήταν τότε στη Βολιβία και δούλευε με τις αντάρτικες δυνάμεις του Τσε, του έδωσε αρκετά βιβλία του Τρότσκι να διαβάσει.

Δυστυχώς, εκείνη την περίοδο, οι ηγέτες του κύριου Τροτσκιστικού ρεύματος που υπήρχε τότε, δεν έκαναν καμιά προσπάθεια να ανοίξουν πολιτικό διάλογο και συζήτηση για τα ζητήματα αυτά, με στόχο να βοηθήσουν τον Τσε να προχωρήσει και να ολοκληρώσει τις ιδέες του για τη σοσιαλιστική επανάσταση. Αντίθετα, υποστήριξαν και ενθάρρυναν παραπέρα τις απόψεις του για το αντάρτικο και έδωσαν πλήρη και άκριτη υποστήριξη στο καθεστώς του Φιντέλ Κάστρο.

Στις ιδέες αυτές και στη λαθεμένη αυτή στάση αντιτάχθηκαν τότε, παρά τις μικρές τους δυνάμεις, οι αγωνιστές της οργάνωσης του Militant (τώρα Σοσιαλιστικό Κόμμα), που υποστήριζαν τις ιδέες του Τρότσκι και αργότερα δημιούργησαν την Επιτροπή για μια Εργατική Διεθνή (C.W.Ι.). To 1960, την εποχή των θυελλωδών γεγονότων στην Κούβα, τα μέλη της οργάνωσης του Militant υποστήριξαν βέβαια την επανάσταση και την ανατροπή του Μπατίστα, εξήγησαν όμως την ίδια ώρα τον χαρακτήρα του νέου καθεστώτος που δημιουργήθηκε και την ανάγκη να προσανατολιστεί προς την εργατική τάξη για να μπορέσει να εξαπλώσει την επανάσταση σ' ολόκληρη την Λατ. Αμερική.

Αργότερα, ο Πήτερ Ταφ, σ' ένα άρθρο του στο τεύχος 390 της βρετανικής εφημερίδας "Militant", εξήγησε τις διεργασίες που αναπτύσσονταν στην Κούβα. "Ο Κάστρο και ο Γκεβάρα στηρίχθηκαν κύρια στους αγρότες και στον αγροτικό πληθυσμό. Η εργατική τάξη μπήκε τελευταία στον αγώνα με την Γενική Απεργία που έγινε στην Αβάνα, όταν οι αντάρτες είχαν πια θριαμβεύσει και ο Μπατίστα το έσκασε για να σώσει τη ζωή του".

Εξηγώντας πως αυτή η αγροτική βάση, στην οποία στηρίχθηκε η Κουβανική Επανάσταση, διαμόρφωσε ολόκληρο το χαρακτήρα του κινήματος, ανάλυσε πως ξεδιπλώθηκε η επανάσταση και πως κατάληξε στην κατάργηση του καπιταλισμού και της ατομικής ιδιοκτησίας. Ετσι υποστήριξε ότι "λόγω των δυνάμεων που στήριξαν την επανάσταση - δηλαδή ένας βασικά αγροτικός στρατός", το νέο καθεστώς δεν βασιζόταν στο συνειδητό δημοκρατικό έλεγχο και στη διεύθυνση της οικονομίας από την εργατική τάξη.

Έτσι ο Τσε, παρά το γεγονός ότι στην αναζήτηση του για μια εναλλακτική διέξοδο, διάβασε ορισμένες από τις ιδέες του Τρότσκι, δυστυχώς δεν κατάληξε να υιοθετήσει τη μαρξιστική μέθοδο. Παρ' όλα αυτά οι επαναστατικές πράξεις του ήταν αρκετές για να προκαλέσουν την αντίδραση του Κρεμλίνου και πολλών άλλων. Για τους ηγετικούς κύκλους της γραφειοκρατίας στη Μόσχα ήταν ένας "τυχοδιώκτης", "φιλοκινέζος" και το χειρότερο απ' όλα "τροτσκιστής". Από την άλλη, οι άρχουσες τάξεις στις καπιταλιστικές χώρες μισούσαν καθετί που υπεράσπιζε και όλα αυτά για τα οποία αγωνίστηκε. Για τις μάζες όμως στην Κούβα και σ' ολόκληρη τη Λατ. Αμερική, ο Τσε ήταν ένας ήρωας, του οποίου το επαναστατικό παράδειγμα θα πρεπε να ακολουθήσουν κι άλλοι.

Ο Τσε εκτελέστηκε από τους υπηρέτες αυτών που υπερασπίζουν τους πλούσιους και τους ισχυρούς. Όμως, το παράδειγμα του ζει σαν ένα σύμβολο αγώνα ενάντια στην καταπίεση. Έτσι, όσο πληθαίνουν οι αγώνες ενάντια στις νεοφιλελεύθερες πολιτικές και την καπιταλιστική αγορά σ' ολόκληρη την Λατ. Αμερική, τόσο πιο πολύ διαδίδεται σήμερα το σύνθημα, που γράφει η νεολαία στους τοίχους "CHE VIVE" ("Ο Τσε ζει").

Ο καλύτερος τρόπος λοιπόν για να τιμήσουμε την επέτειο της εκτέλεσης του είναι, όλοι εμείς που συνεχίζουμε τον αγώνα ενάντια στην καπιταλιστική εκμετάλλευση διεθνώς, να βγάλουμε τα απαραίτητα συμπεράσματα από τις εμπειρίες του Τσε, για να μπορέσουμε να πετύχουμε τη νίκη που τόσο πολύ επιθυμούσε και το σοσιαλισμό. Η μπροσούρα αυτή έχει σαν στόχο να συμβάλει και να ενισχύσει αυτόν τον κρίσιμο αγώνα.

Τόνυ Σονουά
Σεπτέμβρης 1997

Ξεκίνησε σαν μποέμ


Είναι ίσως αναμενόμενο για έναν Αργεντινό να είναι ιδιοκτήτης μιας φυτείας τσαγιού, όπως συνέβαινε με τον Ερνέστο Γκεβάρα Λύντς, που είχε τη δική του στην απομακρυσμένη ζούγκλα της Μιζιόνες, στα σύνορα με την Παραγουάη και την Βραζιλία. Οι Χιλιανοί είναι φανατικοί καταναλωτές τσαγιού και οι Βραζιλιάνοι τρελαίνονται για τον καφέ. Οι Αργεντινοί όμως πίνουν με πολύ ευχαρίστηση το πικρό τσάι "Χέρμπα Μάτε" όλη την ημέρα, είτε είναι στην δουλειά, είτε ξεκουράζονται με φίλους.

Ο Ερνέστο Γκεβάρα Λύντς ήταν δισέγγονος ενός από τους πλουσιότερους άντρες της Ν.Αμερικής και οι πρόγονοι του ανήκαν στην Ισπανική και Ιρλανδέζικη αριστοκρατία. Το μεγαλύτερο μέρος της οικογενειακής περιουσίας είχε σπαταληθεί από τις προηγούμενες γενιές. Ετσι ο Γκεβάρα Λύντς επένδυσε ότι του είχε απομείνει στην φυτεία τσαγιού και μ' αυτό τον τρόπο έλπιζε να φτιάξει τη δική του περιουσία. Το 1927 γνώρισε και παντρεύτηκε την Σέλια Δε Λα Σέρνα, μια Αργεντινή, επίσης αριστοκρατικής καταγωγής.

Το πρώτο από τα 4 παιδιά τους, ο Ερνέστο, θα γινόταν ο παγκοσμίως γνωστός επαναστάτης Τσέ Γκεβάρα. Ως επαναστάτης που πέρασε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του στην παρανομία, άξιζε να έχει παραποιημένα και τα πιστοποιητικά της γέννησης και της ταφής του.

Στην πραγματικότητα ο Ερνέστο είχε γεννηθεί ένα μήνα νωρίτερα από τις 14 Ιούνη του 1928, που έγραφε το πιστοποιητικό της γέννησης του. Η πλαστογράφηση ήταν απαραίτητη γιατί η μητέρα του ήταν 3 μηνών έγκυος την μέρα που παντρεύτηκε. Ο Τσέ εκτελέστηκε στις 8 Οκτώβρη 1967 στην Βολιβία από την CIA και τον Βολιβιανό στρατό. Το σώμα του όμως "εξαφανίστηκε" και ο πραγματικός τόπος ταφής του βρέθηκε μόνο πρόσφατα.

30 χρόνια μετά την εκτέλεση του ο Τσε Γκεβάρα εξακολουθεί να ζεί στις μνήμες των λαών της Λ.Αμερικής και ακόμα πιο μακριά. Αφησε πίσω του μια μεγάλη παράδοση ως διεθνιστής και επαναστάτης που θυσίασε τη ζωή του και παραμένει ένα σύμβολο που εμπνέει τους αγωνιστές που παλεύουν ενάντια στην εκμετάλλευση. Με αφορμή την επέτειο της εκτέλεσης του οι επαναστάτες χαιρετίζουν τον Τσε σαν ένα σύμβολο του αγώνα ενάντια στην καταπίεση και αναγνωρίζουν τον ηρωικό ρόλο που έπαιξε στην Κουβανέζικη Επανάσταση του 1959.

Ο ανταρτοπόλεμος, που κατά κύριο λόγο βασίστηκε στους πιο καταπιεσμένους αγρότες της Κούβας, έληξε με την ανατροπή της μισητής δικτατορίας του Μπατίστα. Αυτό έγινε δυνατό εξαιτίας της συγκεκριμένης κατάστασης που επικρατούσε στην Κούβα και σ' άλλες χώρες της Κεντρικής Αμερικής και της Καραϊβικής. Ο Τσε, όμως δεν μπόρεσε να ανάψει την φωτιά της επανάστασης με την ίδια επιτυχία στις χώρες της Λατ.Αμερικής, όπου υπήρχαν διαφορετικές συνθήκες-εκεί δηλαδή όπου ο αστικός πληθυσμός ήταν πολύ μεγαλύτερος και ο αγροτικός μικρότερος από ότι στην Κεντρ.Αμερική.

Ετσι, η προσπάθεια του Τσε να χρησιμοποιήσει εκεί τις ίδιες μεθόδους που εφάρμοσε στην Κούβα, δημιούργησε σοβαρά ερωτηματικά για τις ιδέες και τις μεθόδους του, που πρέπει να εξεταστούν και να απαντηθούν από τους επαναστάτες σοσιαλιστές.

Η ανατροφή του

Ο Τσε δεν μπήκε, από την αρχή πρόθυμα στην πολιτική δράση. Εξαιτίας της μεσοαστικής του ανατροφής και της συμπάθειας του για τους φτωχούς και τους άρρωστους, αρχικά στράφηκε στην ιατρική και πήρε το πτυχίο του γιατρού το 1953 από το πανεπιστήμιο του Μπουένος Αϊρες. Η οικογένεια του μετακόμισε από τη Μιζιόνες στην Κόρντομπα για οικονομικούς λόγους, αλλά και για να βοηθήσει τον Τσε να ξεπεράσει το χρόνιο άσθμα του με την αλλαγή κλίματος. Τελικά, κατάληξαν να γυρίσουν πάλι πίσω στο Μπουένος Αϊρες, το 1947, όπου και οι γονείς του χώρισαν.

Το άσθμα θα κυνηγούσε τον Τσε σε όλη του τη ζωή, αλλά παρ' όλα αυτά δεν δίστασε αργότερα να εμπλακεί στον ανταρτοπόλεμο στις ζούγκλες. Οπως κι άλλα τέτοια προβλήματα, το άσθμα φαίνεται ότι επηρέασε σημαντικά την ανάπτυξη του. Συχνά δεν μπορούσε να περπατήσει και παρέμενε καθηλωμένος στο κρεββάτι του. Ετσι, ανάπτυξε ιδιαίτερο ενδιαφέρον για το διάβασμα και το σκάκι. Αποφασισμένος να ξεπεράσει την αδυναμία του επέμενε να αθλείται. Παρ' όλα αυτά όμως εξελίχθηκε σε κάπως μοναχικό άνθρωπο, που περνούσε πολλές ώρες διαβάζοντας και μελετώντας. Σ' αυτό συντέλεσαν επίσης ο χωρισμός των γονιών του, ο θάνατος της γιαγιάς του και τα οικονομικά προβλήματα που αντιμετώπιζε τότε η οικογένεια του.

Στο πανεπιστήμιο ο Τσε ενδιαφέρθηκε αρκετά για τα πολιτικά βιβλία, αν και δεν συμμετείχε ενεργά στην πολιτική ζωή. Αρχισε να εξετάζει τις σοσιαλιστικές ιδέες και αργότερα θυμόταν ότι διάβασε κάποια έργα των Μαρξ, Εγκελς και Λένιν και κάτι του Στάλιν. Μελέτησε ακόμα λογοτέχνες όπως τον Ζολά και τον Τζακ Λόντον, αλλά και Αργεντινούς σοσιαλιστές όπως τον Αλφρέδο Παλάσιος. Ικανοποιούσε την δίψα του για ποίηση διαβάζοντας κυρίως έργα του Χιλιανού συγγραφέα και μέλους του Κ.Κ. Πάμπλο Νερούδα και του ποιητή του Ισπανικού Εμφύλιου, Φ.Γ. Λόρκα.

Πάντως, παρόλο το ενδιαφέρον για τις σοσιαλιστικές ιδέες δεν αναμείχθηκε καθόλου στην πολιτική δράση, πέρα από το συζητά με διάφορα μέλη της Κομμουνιστικής Νεολαίας και άλλες αριστερές ομάδες. Σύμφωνα με κάποια μαρτυρία μπήκε στην Νεολαία του Περόν (ένα λαϊκίστικο και εθνικιστικό κίνημα της Αργεντινής με ηγέτη τον στρατηγό Περόν), μόνο και μόνο για να αποκτήσει πιο εύκολη πρόσβαση στην βιβλιοθήκη του πανεπιστήμιου.

Έτσι, ο Τσε είχε δημιουργήσει στους γύρω του την εικόνα του ριζοσπάστη και του ανθρώπου που λέει ανοικτά την γνώμη του, αλλά δεν είχε ακόμα ξεκαθαρίσει τις ιδέες του και δεν θεωρούσε τον εαυτό του Μαρξιστή. Κύριος στόχος του παράμενε να γίνει γιατρός για να βοηθήσει τους άρρωστους και τους φτωχούς. Ομως μέσα του άρχισε να φουντώνει ένα πάθος για ταξίδια. Αρχικά γύρισε την Αργεντινή και αργότερα έκανε δύο ταξίδια και γνώρισε όλη την Λατ.Αμερική.

Ταξίδια αναζήτησης

Οι εμπειρίες που απόκτησε σε αυτή του την οδύσσεια άλλαξαν ριζικά την αντίληψη του για το τι έπρεπε να γίνει για να δωθεί ένα τέλος στην φτώχεια και την εκμετάλλευση. Μέσα από αυτές τις περιπέτειες και τα γεγονότα που έζησε, ο Τσε υιοθέτησε σιγά-σιγά τις σοσιαλιστικές ιδέες.

Το πρώτο μεγάλο ταξίδι του Τσε έγινε το 1950, όταν ταξίδεψε σ' ολόκληρη την Αργεντινή. Για πρώτη φορά είδε με τα μάτια του το τεράστιο κοινωνικό χάσμα που επικρατούσε στην χώρα. Στο Μπουένος Αϊρες είχε βέβαια ξαναδεί φτώχεια, όμως τώρα αντίκρυζε για πρώτη φορά τον αντιφατικό χαρακτήρα σχεδόν όλης της Ν. Αμερικής. Το Μπουένος Αϊρες θεωρούνταν μια από τις πιο "ευρωπαϊκές" πόλεις της Λατ.Αμερικής και αυτό αντανακλόταν στην κουλτούρα και τον τρόπο ζωής των κατοίκων του. Σε αυτό του το ταξίδι ο Τσε όμως είδε για πρώτη φορά τις πιο καθυστερημένες και φτωχές περιοχές της Αργεντινής εκείνη την εποχή.

Πολλά από όσα είδε στα νοσοκομεία που επισκέφθηκε και στα εξαθλιωμένα χωριά, τα αντιμετώπισε στην αρχή από τη σκοπιά ενός γιατρού. Από αυτές του τις εμπειρίες έφτασε στο συμπέρασμα ότι η σύγχρονη Αργεντινή ήταν μια "πολυτελής βιτρίνα", πίσω από την οποία κρυβόταν η πραγματική "ψυχή" της χώρας. Μια ψυχή σάπια και άρρωστη.

Ο Τσε έκανε το πρώτο ταξίδι έξω από την χώρα του το 1952 και το δεύτερο το 1953-'54. Αυτά του τα ταξίδια, και ιδιαίτερα το δεύτερο, τον επηρέασαν σημαντικά και άλλαξαν την κατεύθυνση της ζωής του.

Οταν συμβαίνουν μεγάλες κοινωνικές εξεγέρσεις και αναταραχές κανείς δεν μπορεί να μείνει ανεπηρέαστος. Είναι αλήθεια ότι κάποιοι άνθρωποι, ιδιαίτερα της μεσαίας τάξης, αρκούνται απλά να παρατηρούν αυτά τα γεγονότα. Αλλοι όμως, συμπεριλαμβανομένων και ανθρώπων της μεσαίας τάξης, αναγκάζονται τελικά να συμμετάσχουν στην εξέλιξη των κοινωνικών γεγονότων και στην πάλη των τάξεων. Στην αρχή του ταξιδιού του ο Τσε Γκεβάρα έμενε ικανοποιημένος με το ρόλο του παρατηρητή. Με τον καιρό όμως ο επαναστατικός αγώνας τον τραβούσε όλο και πιο πολύ, μέχρι που τελικά κατέληξε να θυσιάσει και την ίδια τη ζωή του.

Στην αρχή του ταξιδιού, όταν ο Τσε και ο Αλμπέρτο γύριζαν την Ν.Αμερική πάνω σε μια Χάρλεϊ Ντάβινσον, τους ενδιέφερε περισσότερο πως να διασκεδάσουν και να αποκτήσουν ιατρική πείρα. "Τα ημερολόγια της μοτοσυκλέτας" του Τσε, που εκδόθηκαν πρόσφατα, είναι αποκαλυπτικά. Ουσιαστικά αυτά που κυριαρχούσαν στην περιοδεία τους ήταν μεθύσια και καυγάδες, ρομαντικές γνωριμίες και άλλες "νεανικές περιπέτειες". Οταν περνούσαν τα σύνορα για την Χιλή δήλωσαν ότι ήταν λεπρολόγοι. Οι τοπικές εφημερίδες των διάφορων χωριών και πόλεων που πέρναγαν έγραφαν άρθρα για το ταξίδι αυτών των 2 ριψοκίνδυνων νέων και μάλιστα η τοπική εφημερίδα του Τεμούκο δημοσίευσε ένα άρθρο με τον τίτλο "δύο ονομαστοί Αργεντινοί λεπρολόγοι διασχίζουν τη Ν.Αμερική με μια μοτοσυκλέτα".

Συχνά αναγκάζονταν να δραπετεύουν κρυφά από κάποιες κωμοπόλεις και χωριά γιατί είχαν εξαγριώσει τους ντόπιους και ειδικότερα αυτούς που είχαν νόστιμες κόρες. Σ' αυτό το πρώτο του ταξίδι ο Τσε συνέχισε να ζεί ανέμελα και μποέμικα, όπως είχε μάθει σαν φοιτητής στο πανεπιστήμιο του Μπουένος Αϊρες. Αυτός άλλωστε ήταν ο τρόπος ζωής που είχε συνηθίσει, αφού προερχόταν από μια εύπορη μεσοαστική οικογένεια. Ταυτόχρονα όμως, όλα αυτά, έδειχναν και το ανεξάρτητο πνεύμα που τον χαρακτήριζε.

Ωστόσο, ενώ αυτή η πτυχή του ταξιδιού, κυριαρχεί στο ημερολόγιο του, άλλες ήταν οι εμπειρίες που τον επηρέασαν περισσότερο. Οι συνθήκες φτώχειας που αντίκρυσε αφύπνισαν την κοινωνική του συνείδηση. Ιδιαίτερα τον εξόργιζε η αδιαφορία της άρχουσας τάξης απέναντι στους φτωχούς.

Οταν βρισκόταν στο Βαλπαραίζο, ένα λιμάνι της Χιλής, χρησιμοποίησε τις ιατρικές του γνώσεις για να βοηθήσει μια ηλικιωμένη γυναίκα, που πέθαινε από χρόνιο άσθμα και αδύναμη καρδιά. Δεν μπορούσε πια να κάνει πολλά, όμως η προσπάθεια και μόνο να την φροντίσει, μέσα στην φτώχεια της, τον επηρέασε σημαντικά. Έγραψε αργότερα τα εξής: "εκεί, στις τελευταίες στιγμές των ανθρώπων, που ο ευρύτερος ορίζοντας τους ποτέ δεν ξεπερνά το αύριο, βλέπει κανείς την τραγωδία που ζεί το προλεταριάτο σε ολόκληρο τον κόσμο. Σε εκείνα τα σβησμένα μάτια υπάρχει μια ταπεινή συγνώμη, συχνά και ένα απελπισμένο κάλεσμα για παρηγοριά που χάνεται στο κενό, ακριβώς όπως το σώμα τους θα χαθεί σύντομα κάτω από το βάρος της μιζέριας, που μας περιτριγυρίζει. Το πόσο καιρό ακόμα θα συνεχίζει να υπάρχει αυτό το παράλογο καθεστώς της κάστας δεν μπορώ να το ξέρω, μα είναι ώρα εκείνοι που κυβερνάνε να αφιερώσουν λιγότερο χρόνο στην προπαγάνδα της ευσπλαχνίας τους και να δώσουν χρήματα, πολύ περισσότερα χρήματα, για έργα κοινωνικής ωφέλειας".

Τα ορυχεία

Επειδή δεν μπορούσαν να βρούν καράβι για να πάνε στα νησιά του Πάσχα, όπως σκόπευαν, ο Τσε κι ο σύντροφος του τράβηξαν προς το βορρά κι έφτασαν τελικά στην Τσουκικαμάτα, όπου βρίσκεται το μεγαλύτερο μεταλλείο χαλκού του κόσμου. Το "Τσούκι", όπως είναι ακόμα και σήμερα γνωστό στην Χιλή, ανήκε στα Αμερικάνικα μονοπώλια της Anaconda και της Kennecott. Η ιδιοκτησία των μεταλλείων του "Τσούκι" ήταν σύμβολο της ιμπεριαλιστικής κυριαρχίας των "γκρίνγκος" στην Χιλή. Τελικά τα μεταλλεία αυτά εθνικοποιήθηκαν το 1970-'73 από την κυβέρνηση της Λαϊκής Ενότητας του Σαλβαδόρ Αλλιέντε, ηγέτη του Σοσιαλιστικού Κόμματος.

Στην Χιλή, ο Τσε κι ο Αλμπέρτο βρέθηκαν αντιμέτωποι με την σκληρή πραγματικότητα της ταξικής πάλης. Εκεί γνώρισαν κι έναν πρώην μεταλλωρύχο και την γυναίκα του, μέλη και οι δύο τους του τότε παράνομου Κ.Κ.Χιλής. Ο Τσε έμαθε την σκληρή πραγματικότητα για την καταστολή, τις εξαφανίσεις και τις μαύρες λίστες, που χρησιμοποιούσε η εταιρεία και η κυβέρνηση ενάντια σε όσους προσπαθούσαν να αγωνιστούν για τα δικαιώματα των εργατών.

Ο Τσε κι ο Αλμπέρτο κατάφεραν να μπούν στο μεταλλείο όπου οι εργάτες προετοίμαζαν απεργία. Ο αρχιεργάτης που τους έδειξε το μεταλλείο τους είπε: "...οι ηλίθιοι γκρίνγκος, χάνουν εκατομμύρια πέσος κάθε μέρα από την απεργία για να μη δώσουν μερικά σεντάβος παραπάνω στον φτωχό εργάτη".

Αυτή η επίσκεψη στο "Τσούκι" έκανε μεγάλη εντύπωση στον Τσε. Κράτησε σημειώσεις όπου κατάγραψε με λεπτομέρειες τις εντυπώσεις του από τους εργάτες, και τις τεχνικές παραγωγής και την πολιτική σημασία των μεταλλείων για την Χιλή. Αναφερόμενος στα βουνά που ήταν πλούσια σε μετάλλευμα διαμαρτυρόταν για την "εκμετάλλευση του προλεταριάτου" και την περιβαλλοντική καταστροφή του τόπου.

"Οι λόφοι δείχνουν τις γκρίζες ράχες τους πρόωρα γερασμένες από τον αγώνα ενάντια στα στοιχεία της φύσης, με ρυτίδες που δεν αντιστοιχούν στην γεωλογική τους ηλικία. Πόσοι άλλοι λόφοι, κοντά στον γνωστό της Τσουκικαμάτα, φυλάγαν στην κοιλιά τους πλούτη παρόμοια με τα δικά του, περιμένοντας τα άκαμπτα χέρια των μηχανικών φτυαριών να καταβροχθίσουν τα σωθικά τους με το απαιραίτητο καρύκευμα από ανθρώπινες ζωές;" ( *δες σημείωση στο τέλος κεφαλαίου)Κι όμως, παρόλες αυτές τις σκηνές και την μεγάλη επίδραση που άσκησαν στον Τσε, θα χρειάζονταν κι άλλες εμπειρίες και πιο σημαντικά ακόμα γεγονότα, πριν αποφασίσει να αφιερώσει την ζωή του στην επανάσταση.

Οι Ίνκας

Ο επόμενος σταθμός της οδύσσειας του ήταν το Περού, όπου ο Τσε έκανε ένα αποφασιστικό βήμα προς τις σοσιαλιστικές ιδέες. Πριν φτάσουν στην Λίμα, την 1η Μάη του 1952, ο Τσε κι ο Αλμπέρτο είχαν την ευκαιρία να γνωρίσουν το θαύμα του αρχαίου πολιτισμού των Ινκας. Κατά την επίσκεψη τους στην πρωτεύουσα Κούσκο των αρχαίων Ινκας και στα ερείπια του θαυμάσιου ναού του Μάτσου Πίτσου, οι συνέπειες της κατάκτησης της Λατ. Αμερικής από τους ευρωπαίους για 400 χρόνια, και η απάνθρωπη καταπίεση των ντόπιων λαών της ηπείρου, χαράχθηκαν βαθιά στη συνείδηση του Τσε.

Ο Πάμπλο Νερούδα στο περίφημο έργο του αφιερωμένο στη Λατ.Αμερική το "Κάντο Χενεράλ" ("Γενικό Ασμα") περιέλαβε ένα ποίημα το "Alturas de Macchou Picchu" (" Τα υψώματα του Μάτσου Πίτσου'):

"Ανέβηκα τα σκαλιά της γής 
ως εσένα, Μάτσου Πίτσου. 
Πανύψηλη Πολιτεία από κερκιδωτές πέτρες, 
κατοικία τέλος εκείνου που δεν έκρυψε το επίγειο
στις κοιμισμένες φορεσιές.
Μέσα σου, της αστραπής και του ανθρώπου τα λίκνα
αιωρήθηκαν, στις παράλληλες ευθείες, σε έναν άνεμο από αγκάθια.
Μάνα από πέτρα, αφρέ των Κόντορ. 
Ορεινέ σκόπελε της ανθρώπινης χαραυγής. 
Φτυάρι χαμένο στην πρώτη άμμο.
Αυτή ήταν η κατοικία, αυτός είναι ο τόπος:
εδώ τα σπυριά του καλαμποκιού υψώθηκαν
και χαμήλωσαν ξανά σαν κόκκινο χαλάζι ".

Στην πατρίδα του Τσε την Αργεντινή, οι ιθαγενείς ουσιαστικά είχαν εξοντωθεί και ο πολιτισμός τους είχε καταστραφεί. Στο Περού, την Βολιβία, το Μεξικό και μερικές άλλες Λατινοαμερικάνικες χώρες οι ιθαγενείς, που στην ύπαιθρο αποτελούν την πλειοψηφία του πληθυσμού, έγιναν τα πιο καταπιεσμένα στρώματα της κοινωνίας. Στις πόλεις αυξήθηκαν οι μιγάδες που αποτελούσαν πια μεγάλο τμήμα της εργατικής τάξης. Οι πλούσιοι και ισχυροί κάτοχοι της εξουσίας ήταν ανέκαθεν και παράμεναν ακόμα κύρια οι άποικοι ευρωπαϊκής καταγωγής.

Αυτή η μακρά ιστορία κατάκτησης και αδιάκοπης εκμετάλλευσης της ηπειρου από τους ιμπεριαλιστές, και ιδιαίτερα τις ΗΠΑ, έχει ως αποτέλεσμα την ανάπτυξη μιας εξαιρετικά ισχυρής αντι-ιμπεριαλιστικής συνείδησης ανάμεσα στις εκμεταλλευόμενες τάξεις. Στο δεύτερο μισό αυτού του αιώνα, η αγανάκτηση αυτή στρεφόταν κυρίως ενάντια στους γιάνκηδες γκρίνγκος βόρεια του Ρίο Γκράντε. Ο Τσε όσο έμεινε στο Περού επηρεάστηκε σημαντικά απ' αυτό το κλίμα μίσους ενάντια στους ιμπεριαλιστές

.

Οταν έχασαν τη δωρεάν παραμονή που είχαν εξασφαλίσει για να φιλοξενηθεί μια ομάδα γκρίνγκο τουριστών, ο Τσε σχολίασε: "φυσικά οι τουρίστες που ταξίδεψαν με τα άνετα πούλμαν τους δεν ξέρουν τίποτα για τις συνθήκες ζωής των ινδιάνων. Η πλειοψηφία των βορειοαμερικανών πετά κατευθείαν από την Λίμα στο Κούσκο, επισκέπτεται τα μνημεία κι έπειτα επιστρέφει χωρίς να πολυσκοτίζεται για οτιδήποτε άλλο".

Την 1η του Μάη οι δύο ταξιδιώτες έφτασαν στην Λίμα. Ο Τσε γνώρισε εκεί τον δόκτωρα Πέσκε, ηγετική φυσιογνωμία του Κομμουνιστικού Κόμματος και οπαδό του Περουβιανού φιλόσοφου Χοσέ Μαριαντέγκι. Το κύριο έργο του Μαριαντέγκι γράφτηκε το 1928 και είχε τίτλο "Επτά ερμηνευτικά δοκίμια για την Περουβιανή πραγματικότητα". Σε αυτό έδινε ιδιαίτερη έμφαση στο ρόλο των ιθαγενών και των αγροτών στον αγώνα για τον σοσιαλισμό.

Οι συζητήσεις με τον Πέσκε είναι φανερό ότι επηρέασαν βαθιά τον Τσε, όπως ο ίδιος παραδέχθηκε μια 10ετία αργότερα όταν έστειλε στο γιατρό ένα αντίτυπο του πρώτου του βιβλίου " Ο Ανταρτοπόλεμος" με την εξής αφιέρωση: "στον δόκτωρα Ουγκό Πέσκε, ο οποίος δίχως ίσως να το ξέρει προκάλεσε μια μεγάλη αλλαγή στη στάση μου απέναντι στη ζωή και την κοινωνία. Διατηρώ το ίδιο ανήσυχο πνευμα, αλλά προσανατολισμένο τώρα σε στόχους πιο εναρμονισμένους με τις ανάγκες της Αμερικής".

Σε αυτό το στάδιο, όμως παρά τις συζητήσεις που ξεκίνησε με τον Πέσκε ο Τσε δεν ήταν ακόμα έτοιμος να ταυτιστεί ανοικτά με τις "μαρξιστικές" ιδέες. Πάντως, άρχισε να σχηματίζει τις πολιτικές απόψεις του και να τις εκφράζει ανοιχτά. Συγκεκριμένα, άρχισε να αναπτύσει διεθνιστικές ιδέες, τουλάχιστον σε ότι αφορούσε τη Λατ.Αμερική.

Διεθνισμός

Σε μια γιορτή για τα 24α γενέθλια του στο Περού έκανε την εξής πρόποση: "...η διαίρεση της Αμερικής σε διάφορες φανταστικές εθνότητες είναι τελείως πλασματική. Αποτελούμε μια ενιαία φυλή μιγάδων η οποία παρουσιάζει αξιοσημείωτες εθνογραφικές ομοιότητες από το Μεξικό ως τον Πορθμό του Μαγγελάνου. Γι' αυτό στην προσπάθεια μου να ελευθερωθώ από το βάρος οποιουδήποτε στενόμυαλου πατριωτισμού πίνω εις υγείαν του Περού και μιας ενωμένης Αμερικής". Αυτή η δήλωση του έδειχνε καθαρά τις εξελλισόμενες διεθνιστικές του πεποιθήσεις. Βέβαια δεν αποτελούσαν μια ολοκληρωμένη μαρξιστική ανάλυση και ήταν κάπως απλοϊκές στην εκτίμηση της κατάστασης. Η ιδέα της ενοποιημένης Λατ.Αμερικής υπάρχει ακόμα από τον καιρό του Σιμόν Μπολιβάρ (ο οποίος ηγήθηκε ένοπλων εξεγέρσεων κατά της Ισπανίας και βοήθησε να εξασφαλιστεί η ανεξαρτησία σ' ένα μεγάλο τμήμα της Λατ.Αμερικής) και από τους πολέμους της εθνικής απελευθέρωσης του 19ου αιώνα. Η ενότητα της ηπείρου εξακολουθεί να είναι ένα μεγάλο όραμα για τις λατινοαμερικάνικες μάζες, όμως από τότε έχει δημιουργηθεί και μια εθνική συνείδηση σε κάθε χώρα.

Η επιθυμία ωστόσο, των μαζών να ενοποιήσουν την Λατ.Αμερική δεν είναι εφικτή στα πλαίσια του καπιταλισμού. Η αστική τάξη κάθε λατινοαμερικάνικου έθνους έχει μεν να υπερασπιστεί τα δικά της οικονομικά και πολιτικά συμφέροντα, αλλά την ίδια ώρα, έχει μεγάλα κοινά υλικά και οικονομικά συμφέροντα με τον ιμπεριαλισμό, που είναι αντίθετος με την ενότητα της ηπείρου, ακόμα και σε καπιταλιστικές συνθήκες, γιατί μπορεί να επιβάλλεται ευκολότερα σε ξεχωριστά και πιο αδύναμα απ' αυτόν κράτη. Έτσι, η εγκαθίδρυση μιας δημοκρατικής ομοσπονδίας στη Λατ.Αμερική με προοπτική την ενοποίηση της ηπείρου, είναι πραγματοποίησιμη μόνο αν ανατραπεί ο καπιταλισμός και ο ιμπεριαλισμός και επικρατήσει ο σοσιαλισμός. Αυτή η ιδέα του διεθνισμού ήταν ένα θέμα στο οποίο ο Τσε επανήλθε πολλές φορές και μάλιστα τα επόμενα χρόνια υπερασπίστηκε με θέρμη και την ιδέα μιας διεθνούς επανάστασης ενάντια στον ιμπεριαλισμό και τον καπιταλισμό.

Ο Τσε συνέχισε το ταξίδι του στην Κολομβία και την Βενεζουέλα χωρίς τον φίλο και σύντροφο του ταξιδιού του και στη συνέχεια επέστρεψε στην Αργεντινή για να ολοκληρώσει τις σπουδές του και να δώσει τις τελικές του εξετάσεις στο πανεπιστήμιο. Η επίδραση αυτού του πρώτου ταξιδιού του ήταν φανερή στις "Ταξιδιωτικές του Σημειώσεις" ("Notas de Viaje"), που έγραψε μετά βασισμένος στο ημερολόγιο του. Δεν ήταν πια ο ίδιος άνθρωπος που ξεκίνησε από την Αργεντινή. "Ο άνθρωπος που έγραψε αυτές τις σημειώσεις πέθανε όταν πάτησε ξανά στο έδαφος της Αργεντινής, αυτός που τις εκδίδει και τις επεξεργάζεται, "εγώ" δηλαδή, δεν είμαι εγώ, ή τουλάχιστον δεν είναι το ίδιο εγώ που ήταν προηγουμένως. Αυτή μου η περιπλάνηση στην "Αμερική" μας, με άλλαξε περισσότερο από ότι θα μπορούσα ποτέ να φανταστώ".

Οταν γύρισε στην Αργεντινή, η οικογένεια του έλπιζε ότι οι μέρες της περιπλάνησης του είχαν τελειώσει κι ότι τώρα πια θα αφοσιωνόταν στο επάγγελμα που είχε διαλέξει, την ιατρική. Ο Τσε ολοκλήρωσε τις σπουδές του τον Απρίλη του 1953 και πήρε το πτυχίο του γιατρού τον Ιούνη, λίγες μέρες πριν κλείσει τα 25. Οι ελπίδες όμως των δικών του έσβησαν γρήγορα όταν ο Τσε ξεκίνησε για τη δεύτερη περιοδεία του στην Αμερική. Σ' αυτό το ταξίδι θα πήγαινε μαζί με τον παιδικό του φίλο Κάρλος (Καλίκα) Φερέρ, που είχε διακόψει τις σπουδές του στην ιατρική.

Σύμφωνα με τον Καλίκα οι δύο φίλοι σχεδίαζαν να περάσουν πάλι από την Βολιβία, γιατί ο Τσε ήθελε να επισκεφθεί ξανά τα ερείπια των Ινκας και του Μάτσου Πίτσου. Για ακόμα αργότερα σχεδίαζαν να επισκεφθούν την Ινδία όπως έλπιζε ο Τσε και το Παρίσι που ήθελε να γνωρίσει ο Καλίκα

.

Ετσι, στις αρχές του Ιούλη, όταν οι δύο συνταξιδιώτες ξεκίνησαν με το τρένο από το Μπουένος Αϊρες, ο Τσε δεν μπορούσε καν να φανταστεί ότι σύντομα θα αφιέρωνε την ζωή του στον επαναστατικό αγώνα. Επικρατούσε ακόμα στον χαρακτήρα του ο μποέμ. Σχετικά σύντομα όμως αυτό επρόκειτο να αλλάξει.

Οι άνθρωποι συμμετέχουν στο επαναστατικό κίνημα για πολλούς λόγους. Μερικοί έλκονται από τις πολιτικές ιδέες, άλλοι σπρώχνονται από την αγανάκτηση τους για την υπάρχουσα κατάσταση και κάποιοι κερδίζονται στην επανάσταση όταν ζούν μέσα σε μεγάλες κοινωνικές αναταραχές, απλά γιατί δεν μπορούν πια να μείνουν αμέτοχοι στα γεγονότα.

Ο λόγος για τον οποίο άλλαξε ριζικά η ζωή του Τσε δεν μπορεί να αποδοθεί σε μια μόνο αιτία. Αναμφίβολα τον ενδιέφερε η πολιτική και πράγματι εξοργιζόταν από τις κοινωνικές συνθήκες που αντίκρυζε. Την ίδια ώρα επηρεάστηκε πολύ από τις ισχυρές κοινωνικές εκρήξεις που γνώρισε στο δεύτερο ταξίδι του στην Λατ.Αμερική και ειδικότερα από τα επαναστατικά κινήματα της Βολιβίας και της Γουατεμάλας. Από κεί και πέρα η ζωή του πήρε μια εντελώς νέα και αναπάντεχη γι' αυτόν τροπή.

Στην Βολιβία


Κατά τη διάρκεια της δεύτερης περιοδείας του, ο Τσε έγραψε ένα άλλο ημερολόγιο με τίτλο "Otra Vez" ("Πάλι Ξανά"). (* σημείωση στο τέλος του κεφαλαίου) Αναλογιζόμενος πως άρχισε το ταξίδι, έγραφε: "Αυτή τη φορά, το όνομα του κολλητού μου άλλαξε, τώρα ο Αλμπέρτο ονομάζεται Καλί-κα, όμως το ταξίδι παραμένει ίδιο: δύο διαφορετικές επιθυμίες ταξιδεύουν σ' ολόκληρη την Αμερική χωρίς να γνωρίζουν ακριβώς τι θέλουν ή προς τα που είναι ο βορράς".

Ο Τσέ και ο σύντροφος του έφτασαν τον Ιούλη του 1953 στην Λα Παζ, την πρωτεύουσα της Βολιβίας. Εκεί εμπλάκηκαν αμέσως στις επαναστατικές αναταραχές που συγκλόνιζαν ένα από τα πιο φτωχά και "ινδιάνικα" έθνη της Αμερικής. Δώδεκα μήνες νωρίτερα είχε ξεσπάσει ένας μαζικός ξεσηκωμός των ιθαγενών αγροτών και των εργατών στα ορυχεία κασσίτερου. Αυτή η μαζική εξέγερση ανέβασε στην εξουσία το "Εθνικό Επαναστατικό Κίνημα" (MNR -Movimiento Nacionalista Revolutionario). Η νέα κυβέρνηση, προσπαθώντας να κρατήσει το μαζικό κίνημα υπό τον έλεγχο της, αναγκάστηκε εξαιτίας των μαζικών ξεσηκωμών να εφαρμόσει ένα ευρύ πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων. Οι χωρικοί, μετά από μια σειρά καταλήψεις σε μεγάλες εκτάσεις γής, επέβαλαν ένα εκτεταμένο πρόγραμμα αγροτικής μεταρρύθμισης. Τα ορυχεία κασσίτερου, που εκείνη την εποχή αποτελούσαν την μεγαλύτερη πηγή εισοδήματος της Βολιβίας, εθνικοποιήθηκαν. Οι εργάτες των ορυχείων και οι αγρότες πήραν τα όπλα και τμήματα του στρατού πέρασαν με το μέρος τους. Ιδρύθηκε μια πολιτοφυλακή και για ένα σύντομο χρονικό διάστημα ο στρατός τυπικά διαλύθηκε. Παρ' όλα αυτά, η επανάσταση δεν ολοκληρώθηκε με την εγκαθίδρυση ενός νέου καθεστώτος εργατικής δημοκρατίας και το κίνημα τελικά ηττήθηκε.

Κατά τη διάρκεια αυτών των επαναστατικών γεγονότων, οι εργάτες των ορυχείων έπαιξαν ηγετικό ρόλο στην ίδρυση ενός νέου ανεξάρτητου συνδικαλιστικού κέντρου, του COB (Central Obrera Boliviana-Κεντρικό Εργατικό Συνδικάτο Βολιβίας). Επηρεασμένο από το επαναστατικό αυτό κύμα το COB υϊοθέτησε και επίσημα πλέον το "Μεταβατικό Πρόγραμμα", που έγραψε ο Λ.Τρότσκυ το 1938.

Στην Λα Παζ, ο Τσε περνούσε το μεγάλο μέρος του χρόνου του σε καφενεία και μπαρ, όπου συναντούσε πολιτικούς πρόσφυγες που είχαν καταφτάσει απ' ολόκληρη την Αμερική. Καθώς προχωρούσε η επανάσταση, η Βολιβία είχε γίνει πόλος έλξης των ριζοσπαστών και αριστερών επαναστατών.

Ο Τσε έγραφε στο "Otra Vez": "Η Λα Παζ είναι η Σαγκάη της Αμερικάνικης ηπείρου. Μια μεγάλη ποικιλία ριψοκίνδυνων ανθρώπων απ' όλες τις εθνικότητες φυτρώνει και ανθίζει στην πολύχρωμη αυτή πόλη των μιγάδων". Εκεί, ο Τσε γνώρισε διάφορους πολιτικούς αγωνιστές, με τους οποίους είχε πολλές συζητήσεις και λογομαχίες. Συναντήθηκε, επίσης και με μερικούς Αργεντινούς που ζούσαν στην Λα Παζ. Ανάμεσα σε αυτούς που γνώρισε ήταν κι ένας εξόριστος Αργεντινός, ο Νόγκες

.

Η επιρροή των σημαντικών κοινωνικών γεγονότων που συνέβαιναν στη Βολιβία αντανακλώνται στα σχόλια που έκανε ο Τσε για αυτόν τον ηγέτη της Αργεντίνικης κοινότητας. "Οι πολιτικές του ιδέες είναι εδώ και κάμποσο καιρό ξεπερασμένες, όμως αυτός τις διατηρεί ανεξάρτητα από την προλεταριακή καταιγίδα που έχει ξεσπάσει στο πολεμοχαρές μας ημισφαίριο". Με αυτές τις κοινωνικές επαφές, ο Τσε ζούσε μια διπλή ζωή στη Λα Παζ. Από την μια παρακολουθούσε το επαναστατικό κίνημα και από την άλλη συμμετείχε στη ζωή της υψηλής κοινωνίας της Αργεντίνικης κοινότητας. Κάποια στιγμή ο αδερφός του Νόγκες, που είχε γυρίσει πρόσφατα από την Ευρώπη, έδειξε στον Τσε και τον Καλίκα μια πρόσκληση που είχε λάβει για τον γάμο ενός Ελληνα μεγιστάνα, του Αριστοτέλη Ωνάση.

Η φωτιά της επανάστασης

Ομως, ήταν οι επαναστατικές εξελίξεις που έζησε ο Τσε στη Λα Παζ,, που τον επηρέασαν περισσότερο. Τον Ιούλη έγραφε στον πατέρα του λέγοντας ότι ήθελε να μείνει περισσότερο στη Βολιβία διότι "...είναι μια πολύ ενδιαφέρουσα χώρα και βρίσκεται σε στιγμές μεγάλου αναβρασμού. Στις 2 Αυγούστου θα εφαρμοστεί η αγροτική μεταρρύθμιση και αναμένεται να γίνουν φασαρίες και συγκρούσεις σε ολόκληρη την χώρα. Εχουμε δει απίστευτες διαδηλώσεις, ανθρώπους οπλισμένους με Μάουζερς και "πιριπίπι" (πολυβόλα) να πυροβολούν για πλάκα. Κάθε μέρα ακούγονται πυροβολισμοί και υπάρχουν πολλοί νεκροί και τραυματίες".

Ο Τσε θέλοντας να γνωρίσει τους φημισμένους Βολιβιανούς εργάτες των ορυχείων από πρώτο χέρι, επισκέφτηκε τα ορυχεία της Μπάλσα Νέγκρα, που βρισκόταν έξω από την Λα Παζ. Πριν από την επανάσταση οι φρουροί της εταιρείας πυροβολούσαν εν ψυχρώ τους απεργούς εργάτες. Τώρα όμως τα ορυχεία είχαν εθνικοποιηθεί. Ο Τσε συνάντησε φορτηγά γεμάτα με εργάτες που γύριζαν από την πρωτεύουσα, όπου είχαν πάει για να διαδηλώσουν την υποστήριξη τους στον αγώνα των αγροτών για αγροτική μεταρρύθμιση. "Με σκληρές εκφράσεις στα πρόσωπα τους και με τα κόκκινα πλαστικά κράνη τους φάνταζαν σαν πολεμιστές από άλλους κόσμους".

Παρ' όλο, όμως που είδε την τρομερή δύναμη των Βολιβιανών εργατών ο Τσε δεν κατάφερε ποτέ να καταλάβει πραγματικά τον αποφασιστικό ρόλο που μπορεί να παίξει η εργατική τάξη στη σοσιαλιστική επανάσταση, ακόμα και σε χώρες όπως η Βολιβία, όπου η εργατική τάξη αποτελούσε την μειοψηφία του πληθυσμού. Αυτή του η αδυναμία, σε συνδυασμό και με άλλους παράγοντες έμελλε να έχει ένα άμεσο αντίκτυπο στις ιδέες που ανάπτυξε αργότερα.

Σ' αυτό όμως το στάδιο της πολιτικής εξέλιξης του Τσε, πρέπει να σημειώσουμε την μεγάλη επιρροή που άσκησαν τα γεγονότα της Βολιβίας στην αντίληψη του. Για πρώτη φορά στη ζωή του ήρθε σε άμεση επαφή με την φλόγα της επανάστασης. Παρά όμως το σαρωτικό χαρακτήρα αυτών των γεγονότων, ο Τσε παράμεινε ακόμα κύρια παρατηρητής παρά ενεργός συμμέτοχος σ' αυτά.

Αφού παράτειναν τη διαμονή τους στην Λα Παζ για περίπου ένα μήνα, τελικά ο Τσε κι ο Καλίκα, συνέχισαν το ταξίδι τους. Εμειναν λίγο καιρό στο Περού και στη Λίμα, συνάντησαν ξανά τον δόκτωρ Πέσκε και τον Νόγκες. Ο Νόγκες τους κάλεσε μερικές φορές να δειπνήσουν μαζί στο "Κάουντρι Κλάμπ" και στο πιο ακριβό ξενοδοχείο της Λίμας, το "Γκράντ Οτέλ Μπολιβάρ".

Μετά, συνέχισαν για το Εκουαδόρ όπου έκαναν καινούργιες φιλίες. Ο Τσε σκόπευε να συνεχίσει με τον Καλίκα για την Βενεζουέλα. Μετά όμως από μια σειρά περιπέτειες ο Καλίκα και ο Τσε χώρισαν. Ο Καλίκα κατευθύνθηκε προς το Καράκας και ο Τσε μαζί με ένα νέο φίλο, τον Γκάλο, προς την Γουατεμάλα. Βέβαια είχαν μείνει χωρίς λεφτά και έτσι αναγκάστηκαν να δουλέψουν για να πληρώσουν τα εισιτήρια του πλοίου. Πριν φτάσουν στην Γουατεμάλα πέρασαν από την Κόστα Ρίκα, τον Παναμά και τη Νικαράγουα και στο δρόμο ειχαν την ευκαιρία να γνωρίστούν και να συζητήσουν με διάφορα άτομα και παρέες. Ταξιδεύοντας με κατεύθυνση τον βορρά προς την Κεντρική Αμερική, ο Τσε μπήκε για πρώτη φορά σε ένα διαφορετικό κόσμο απ' αυτόν που υπήρχε στη νότια χερσόνησο της Λατινικής Αμερικής. Ο ιμπεριαλισμός κυριαρχούσε σε αυτές τις χώρες του νότου σε συνεργασία με την ντόπια αδύναμη εθνική αστική τάξη. Υπήρχε ένας σχετικά μεγάλος αστικός πληθυσμός, και η εργατική τάξη στις πόλεις όπως και οι κοινωνίες ήταν πιο αναπτυγμένες. Αυτό συνέβαινε ακόμα και στις φτωχότερες εκείνη την εποχή χώρες, όπως η Βολιβία και το Περού

.

Ωστόσο, σε μια σειρά χώρες της Κεντρικής Αμερικής ο ιμπεριαλισμός των ΗΠΑ επέβαλλε απ' ευθείας ντόπιους τυρράνους ως δικτάτορες και την ίδια στιγμή, μισητές εταιρείες όπως η Coca-Cola και η United Fruit Company λεηλατούσαν ξεδιάντροπα τις οικονομίες τους. Οπως σχολίασε κι ο Τσε: "...οι χώρες αυτές δεν ήταν πραγματικά έθνη, αλλά ιδιωτικά φέουδα". Κι αυτά συνέβαιναν μόλις 50 χρόνια αφότου ο ιμπεριαλισμός των ΗΠΑ δημιούργησε το κράτος του Παναμά, που διοικούσε σαν να ήταν χτήμα του, για να έχει τον έλεγχο της διώρυγας που είχε φτιάξει για να εξυπηρετεί τους εμπορικούς και στρατηγικούς του στόχους. Η Νικαράγουα κυβερνιόταν για 30 χρόνια από ένα διεφθαρμένο δικτάτορα, τον Σομόζα. Το Σαλβαδόρ κυβερνήθηκε από μια σειρά δικτατόρων, που σαν κύριο στόχο τους είχαν να υπερασπίσουν τα συμφέροντα των ιδιοκτητών φυτειών καφέ και οι Ονδούρες έπαιζαν ουσιαστικά το ρόλο της ιδιωτικής φυτείας της United Fruit Company.

Η United Fruit Company ήταν το σύμβολο της εκμετάλλευσης της ηπείρου από τον ιμπεριαλισμό. Ο αγαπημένος ποιητής του Τσε, ο Πάμπλο Νερούδα, έγραψε μερικούς ειρωνικούς στίχους με τίτλο "La United Fruit CO", εκφράζοντας έτσι τα αισθήματα των Λατινοαμερικανών για την ιμπεριαλιστική κυριαρχία.

"Οταν ήχησαν οι σάλπιγγες 
όλα πάνω στην γή είχαν ετοιμαστεί 
κι ο Ιεχωβάς μοίρασε τον κόσμο
στην Coca-Cola Inc, την Anaconda, 
την Ford Motors και σ' άλλες οντότητες
Η United Fruit Company κράτησε γι' αυτήν το πιο ζουμερό:
το κεντρικό παράλιο της γής μου, 
τη γλυκειά μέση της Αμερικής...".
Το ποίημα του Νερούδα συνεχίζει και καταγγέλει την εταιρεία που δημιούργησε τις "δικτατορίες της μύγας", τους δικτάτορες δηλαδή της Κεντρικής Αμερικής: 
"μύγα Τρουχίγιο, μύγα Τάτσος, 
μύγα Καρρίας, μύγα Μαρτίνεζ, 
μύγα Ουβίκο.... 
μύγες ποτισμένες με αίμα"

Στη Γουατεμάλα

Αν τα γεγονότα στην Βολιβία επηρέασαν τον Τσε, οι εξελίξεις στη Γουατεμάλα, στις οποίες συμμετείχε για πρώτη φορά ενεργά, αλλαξαν την πορεία της ζωής του. Εφτασε στην πόλη της Γουατεμάλας την παραμονή των Χριστουγέννων και για πρώτη φορά, τάχθηκε ανοικτά με ένα πολιτικό σκοπό. Ήξερε τώρα περίπου, που ήθελε να αφιερώσει την ζωή του. Λίγο πριν την άφιξη του, στις 10 Δεκέμβρη, έγραψε ένα γράμμα στη θεία του Βεατρίκη, με την οποία είχε ιδιαίτερα στενές σχέσεις, περιγράφοντας σε γενικές γραμμές τις πολιτικές του απόψεις. Αυτές οι απόψεις αναμφίβολα ήταν αντανάκλαση της επιρροής που άσκησαν πάνω του τα γεγονότα στη Βολιβία. Για πρώτη φορά φαινόταν να υϊοθετεί καθαρά τις σοσιαλιστικές ιδέες.

"Στη ζωή μου μέχρι τώρα τσαλαβουτούσα στα θολά νερά του κατεστημένου, ώσπου εγκατέλειψα θαραλλέα τις πολυτελείς αποσκευές μου και με ένα σακκίδιο στον ώμο και τον σύντροφο μου Γκαρσία πήρα αυτό το δύσβατο μονοπάτι που μας οδήγησε εδώ. Στο δρόμο μου είχα την ευκαιρία να περάσω από τις κτήσεις της United Fruit Company και πείστηκα για άλλη μια φορά για το πόσο απαίσια είναι αυτά τα καπιταλιστικά χταπόδια. Ορκίστηκα τότε μπροστά σε μια εικόνα του γέρου και πολυθρηνημένου Στάλιν, ότι δεν θα ησυχάσω μέχρι να εξοντωθούν. Στην Γουατεμάλα θα τελειοποιήσω τον εαυτό μου και θα κάνω ότι χρειάζεται για να γίνω ένας αυθεντικός επαναστάτης". Υπόγραψε το γράμμα του με την εξής φράση: "από τον ανιψιό σου με τη σιδερένια κράση, το άδειο στομάχι και τη λαμπρή πίστη στο σοσιαλιστικό μέλλον. Γειά σου".

Το 1953, η λαϊκή φιλό-αριστερίζουσα κυβέρνηση της Γουατεμάλας, με πρόεδρο τον συνταγματάρχη Τζιάκομπο Αρμπένς, βρέθηκε σε μια κατα μέτωπο αναμέτρηση με τον ιμπεριαλισμό των ΗΠΑ και τους πλούσιους αστούς της Γουατεμάλας. Ο Αρμπένς, στην πραγματικότητα συνέχισε να παίρνει διάφορα μεταρυθμιστικά μέτρα, που είχε αρχίσει η προηγούμενη κυβέρνηση που ήρθε στην εξουσία τη 10ετία του '40, αφού ανάτρεψε τον αδίστακτο δικτάτορα Ουβίκο.

Οι ΗΠΑ ανέχτηκαν στην αρχή αυτή την ρεφορμιστική κυβέρνηση. Ομως, το 1952, ο Αρμπένς ξεπέρασε τα όρια θεσπίζοντας ένα διάταγμα αγροτικών μεταρρυθμίσεων, που καταργούσε τα λατιφούντια (τα μεγάλα αγρακτήματα) και εθνικοποιούσε την ιδιοκτησία της μισητής United Fruit Company.

Αυτό το μέτρο προκάλεσε ασφαλώς την οργή της πλούσιας λευκής ελίτ της Γουατεμάλας, αλλά υποστηρίχτηκε μαζικά από τους ιθαγενείς, τους μιγάδες φτωχούς αγρότες και τους εργάτες των πόλεων. Η United Fruit Company βέβαια και η κυβέρνηση του προέδρου Αϊζενχάουερ εξοργίστηκαν. Ηταν πια θέμα χρόνου πότε η CIA θα υποκινούσε την ανατροπή της κυβέρνησης.

Το "σοσιαλιστικό" πείραμα της Γουατεμάλας προσέλκυσε χιλιάδες Λατινοαμερικάνους, που ήρθαν να ζήσουν από πρώτο χέρι την πρόκληση αυτή ενάντια στον ιμπεριαλισμό των ΗΠΑ. Η χώρα συγκλονιζόταν από μαζικές κινητοποιήσεις, ενώ ιδρύονταν πολυάριθμες πολιτοφυλακές από την κυβέρνηση και διάφορα πολιτικά κόμματα, που στην πλειοψηφία τους όμως ήταν άοπλες. Την ίδια ώρα, οι δυνάμεις της αντίδρασης άρχισαν κι αυτές να οπλίζονται και να κινητοποιούνται.

Ανάμεσα σ' αυτούς που ζούσαν τα δραματικά αυτά γεγονότα που εκτυλίσσονταν στη Γουατεμάλα, εκτός από τον Τσε, ήταν και αρκετοί μελλοντικοί ηγέτες Λατινοαμερικάνικων αριστερών οργανώσεων, συμπεριλαμβανομένου και του Ροδόλφου Ρομέρο, που θα γινόταν ένας από τους ηγέτες των Σαντινίστας στη Νικαράγουα (FSLN-Μετώπου Εθνικής Απελευθέρωσης των Σαντινίστας) που ανάτρεψαν τη δικτατορία του Σομόζα το 1979.

Εκεί, ο Τσε γνωρίστηκε με μια σειρά αγωνιστών και άρχισε να συζητά πολιτικά μαζί τους. Προσωρινά, κατόρθωσε να βρει μια δουλειά, ως γιατρός σε ένα νοσοκομείο, όπου και γνώρισε τη Χίλντα Γαδέα, μια εξόριστη αρχηγό της νεολαιϊστικης πτέρυγας του ριζοσπαστικού λαϊκού Περουβιανού κινήματος APRA. Αυτή με την σειρά της, τον σύστησε σε ηγέτες διάφορων πολιτικών οργανώσεων και του έδωσε να διαβάσει πολιτικά βιβλία, συμπεριλαμβανομένων και μερικών έργων του Μάο Τσε Τούνγκ.

Κατά τη διάρκεια αυτών των γεγονότων ο Τσε συνάντησε τότε και μερικούς Κουβανούς εξόριστους. Η κυβέρνηση Αρμπένς τους παρείχε άσυλο μετά τη συμμετοχή τους στην επίθεση της 26 Ιούλη 1953 ενάντια στο στρατόπεδο της Μονκάντα, στην Κούβα. Έτσι για πρώτη φορά, ο Τσε έμαθε για τον αγώνα που εξελισσόταν στην Κούβα ενάντια στο καθεστώς του Μπατίστα.

Λαϊκό Μέτωπο

Η ταχύτητα με την οποία εξελίσσονταν τα γεγονότα στην Γουατεμάλα συνετέλεσε στην ωρίμανση των ιδεών του Τσε. Τότε ουσιαστικά άρχισε να κάνει κριτική στα Κομμουνιστικά Κόμματα, που είχαν υιοθετήσει την πολιτική των "Λαϊκών Μετώπων", η οποία τους οδηγούσε σε συμμαχίες με τμήματα της ντόπιας αστικής τάξης. Η ηγεσία των Κομμουνιστικών Κομμάτων, λανθασμένα βέβαια, υποστήριζε ότι μια τακτική συμμαχίας με την "προοδευτική" πτέρυγα της εθνικής αστικής τάξης ήταν αναγκαία για τον αγώνα ενάντια στον ιμπεριαλισμό και για την υπεράσπιση και διεύρυνση της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας. Ελεγαν ότι ένα στάδιο "καπιταλιστικής δημοκρατίας και οικονομικής ανάπτυξης" ήταν απαραίτητο πριν η εργατική τάξη μπορέσει να παλέψει και να κατακτήσει τον σοσιαλισμό.

Αυτή η πολιτική είχε βέβαια σαν κατάληξη, οι ίδιοι οι ηγέτες των Κομμουνιστικών Κομμάτων να περιορίζουν τους αγώνες της εργατικής τάξης για να τους εμποδίσουν να απειλήσουν τα καπιταλιστικά συμφέροντα. Έτσι όμως, το εργατικό κίνημα παράλυε και συχνά οδηγιόταν σε αιματηρή ήττα από την αντίδραση. Το κυρίαρχο τμήμα της άρχουσας τάξης δεν δίσταζε καθόλου να καταργήσει τα δημοκρατικά δικαιώματα και να επιβάλει δικτατορικές μεθόδους διακυβέρνησης για να υπερασπίσει τα συμφέροντα της τάξης τους.

Ο Τσε, παρόλο που δεν μπορούσε ακόμα να προβάλει μια ξεκάθαρη εναλλακτική λύση σε αυτή την πολιτική, καταλάβαινε ότι τα Κομμουνιστικά Κόμματα απομακρύνονταν από τις μάζες, για να 'χουν μερτικό σε μια καπιταλιστική κυβέρνηση συνασπισμού. Εκείνη την στιγμή πίστευε, λανθασμένα, ότι κανένα κόμμα στη Λατ.Αμερική δεν μπορούσε να παραμένει επαναστατικό και ταυτόχρονα να παίρνει μέρος σε εκλογές.

Αν και είχε αρχίσει να ξεκαθαρίζει τις απόψεις του, οι ιδέες του δεν είχαν ακόμα διαμορφωθεί πλήρως. Εν τω μεταξύ, τα γεγονότα στην Γουατεμάλα ξεπέρασαν το στάδιο της φραστικής πολεμικής και απαιτούσε δράση. Οι ΗΠΑ ανησυχούσαν όλο και περισσότερο με την τροπή που έπαιρναν τα γεγονότα και είχαν καταλήξει ότι αυτή η κυβέρνηση έπρεπε να ανατραπεί. Το παράδειγμα του κινήματος της Γουατεμάλα είχε ήδη αρχίσει να ξαπλώνεται και σε άλλες χώρες της Κεντρικής Αμερικής. Στις Ονδούρες ξέσπασε γενική απεργία. Ο δικτάτορας της Νικαράγουα, Σομόζα, φοβόταν ότι ο λαός του θα ακολουθούσε το παράδειγμα των γειτονικών χωρών.

Η CIA βέβαια είχε έτοιμο ένα σχέδιο για την ανατροπή της κυβέρνησης της Γουατεμάλας. Κάποιος Καστίγιο Αρμας επιλέχθηκε για να αντικαταστήσει τον Αρμπενς στην προεδρία. Εκπαίδευσαν μια παραστρατιωτική δύναμη στη Νικαράγουα, και προετοίμασαν τους δικούς τους ανθρώπους μέσα στο στρατό της Γουατεμάλα για να ανατρέψουν την κυβέρνηση. Ο Αρμπένς, όμως, αρνήθηκε να πάρει μέτρα ενάντια στους συνωμότες και προσπάθησε να κατευνάσει το στρατό. Λίγες μέρες πριν την ανατροπή της κυβέρνησης του, το 1954, έκανε έκκληση στον ίδιο τον στρατό να μοιράσει όπλα στις πολιτοφυλακές που είχαν ιδρυθεί. Το επιτελείο του στρατού αρνήθηκε και η κυβέρνηση έπεσε. Ο καπιταλιστικός κρατικός μηχανισμός είχε αφεθεί ανέπαφος και δεν είχε δημιουργηθεί μια εναλλαχτική εξουσία, μέσα από επιτροπές εργατών και αγροτών, που θα μπορούσαν να προσεταιριστούν τους φαντάρους και να τους κερδίσουν στις γραμμές τους.

Η ήττα και η αποτυχία του Αρμπένς να πάρει μέτρα ενάντια στον καπιταλιστικό κρατικό μηχανισμό έμειναν αναλλοίωτα στη μνήμη του Τσε και αγωνίστηκε σκληρά για να μην επαναληφθούν στην Κούβα, όταν εξελισσότανε εκεί η επανάσταση. Ο Τσε, αφού κρύφτηκε για μια περίοδο, βρήκε μετά άσυλο στην πρεσβεία της Αργεντινής και τελικά μπόρεσε τον Σεπτέμβρη να φύγει για το Μεξικό. Παρόλο που ήταν ένας νέος αγωνιστής οι κινήσεις του δεν πέρασαν απαρατήρητες. Η CIA του άνοιξε φάκελο, ο οποίος μέσα στα επόμενα χρόνια έγινε ένας από τους πιο χοντρούς φακέλους που είχαν ανοίξει ποτέ για ένα άτομο.

Εκεί, στο Μεξικό ο Τσε, γνώρισε και τον Φιντέλ Κάστρο έναν από τους ηγέτες του Κινήματος της 26ης Ιούλη, που πάλευε ενάντια στη δικτατορία του Μπατίστα στην Κούβα. Η πρώτη τους συνάντηση έγινε το 1955 και έπειτα από αυτήν ο Τσε προσχώρησε τελικά στο Κίνημα.

Μετά από τις εμπειρίες του στην Βολιβία και ιδιαίτερα μετά τη συμμετοχή του στα γεγονότα στην Γουατεμάλα, ο Τσε μπήκε στην επόμενη φάση της ζωής του, όχι πια σαν γιατρός και κοινωνικός παρατηρητής, αλλά σαν ενεργός αγωνιστής και τελικά ηγέτης.

Που να ενταχτώ;


Μέχρι τη στιγμή της άφιξης του Τσε στο Μεξικό, η πίστη του στο σοσιαλισμό είχε πια ωριμάσει. Οσο έμεινε εκεί συνέχισε τη μελέτη του Μαρξ, του Ένγκελς και του Λένιν και διάβασε τον Τζακ Λόντον και άλλους συγγραφείς. Ωστόσο, παρά την εξέλιξη αυτή της πολιτικής κατάρτισης του Τσε, η κατανόηση του για την Μαρξιστική θεωρία ήταν ακόμη μονόπλευρη και ατελής.

Αυτή η αδυναμία γινόταν ιδιαίτερα φανερή όταν προσπαθούσε να εφαρμόσει την Μαρξιστική μέθοδο στις αποικιακές και ημι-αποικιακές χώρες της Λατινικής Αμερικής κι έμελλε να εκδηλωθεί ανοιχτά όταν εντάχτηκε στον πραγματικό αγώνα για την ανατροπή της δικτατορίας του Μπατίστα στην Κούβα.

Ο Τσε προσχώρησε στο Κίνημα της 26ης Ιούλη, που ίδρυσε ο Φιντέλ Κάστρο κι όχι στο Κουβανέζικο Κομμουνιστικό Κόμμα. Αυτή του η απόφαση έχει προβληματίσει πολλούς στο χώρο της αριστεράς κι ιδιαίτερα στη Λατινική Αμερική. Η εξήγηση βρίσκεται στην πολιτική που ακολουθούσαν τα Κομμουνιστικά Κόμματα σε ολόκληρη τη Λατινική Αμερική εκείνη την εποχή και στο χαρακτήρα του Κινήματος της 26ης Ιούλη.

Το Κίνημα της 26ης Ιούλη ονομάστηκε έτσι στη μνήμη της επίθεσης ενάντια στο στρατόπεδο Μονκάντα, στο Σαντιάγκο της Κούβας, το 1953. Αυτή η επίθεση είχε πραγματοποιηθεί από μια ομάδα νεαρών που συνδέονταν κύρια με το Κουβανέζικο Λαϊκό Κόμμα, γνωστό σαν το Ορθόδοξο Κόμμα. Αυτό ήταν ένα ριζοσπαστικό Κουβανέζικο εθνικιστικό κόμμα, που είχε διασπαστεί από τους Αυθεντικούς (Αυθεντικό Επαναστατικό Κόμμα) το 1947 και είχε ηγέτη τον Εντουάρντο Τσίμπας, με κύριο στόχο "μια τίμια κυβέρνηση". Οι Αυθεντικοί, που αναδιοργανώθηκαν στη διάρκεια της δεκαετίας του 1930, αρχικά προσπάθησαν να παρουσιαστούν σαν συνεχιστές της εθνικής, δημοκρατικής επαναστατικής παράδοσης του 19ου αιώνα, του εθνικού ήρωα Χοσέ Μαρτί, του ποιητή και αγωνιστή της ανεξαρτησίας, που σκοτώθηκε το 1895 ενώ ήταν επικεφαλής μιας έφιππης επίθεσης ενάντια στον Ισπανικό στρατό.

Το κίνημα του Μαρτί για ανεξαρτησία περιελάμβανε πολλές τάσεις στις γραμμές του. Ο ίδιος ο Μαρτί υποστήριζε ένα ριζοσπαστικό κοινωνικό πρόγραμμα και φαίνεται ότι επηρεαζόταν από ορισμένες αναρχικές οργανώσεις, που είχαν δεσμούς με το ισπανικό εργατικό κίνημα. Ωστόσο, όπως τονίζει ο Χιού Τόμας στο μακροσκελή του τόμο: "Κούβα, η Αναζήτηση της Ελευθερίας", ο Μαρτί "...από τα γραφτά του, δείχνει περισσότερο σύγχρονος του Ρουσσώ παρά του Μαρξ...". Ο Μαρτί ήταν στην ουσία ένας αγωνιστής της εθνικής ανεξαρτησίας και υπερασπιστής της "κοινωνικής δικαιοσύνης". Δεν υποστήριζε τη ρήξη με τον καπιταλισμό, και δεν είχε σοσιαλιστικές ιδέες.

Οι Αυθεντικοί όμως, όλο και περισσότερο νέρωναν τις θέσεις τους, ακριβώς όπως έμελλε να κάνει και το Ορθόδοξο Κόμμα, λιγότερο από μια 10ετία αργότερα. Ωστόσο, μέσα στην οργάνωση νεολαίας του Ορθόδοξου Κόμματος υπήρχε ένα ριζοσπαστικό ρεύμα που αντιδρούσε ενάντια στην ηγεσία, εξαιτίας της ανυπαρξίας σοβαρού αγώνα από το κόμμα ενάντια στο καθεστώς Μπατίστα.

Εκείνοι που πραγματοποίησαν την επίθεση στο στρατόπεδο Μονκάντα έλπιζαν πως έτσι θα πυροδοτούσαν μια εθνική εξέγερση ενάντια στον Μπατίστα. Αντίθετα, όμως, η επίθεση αυτή καταστάληκε βίαια και όσοι πήραν μέρος σκοτώθηκαν ή φυλακίστηκαν. Ανάμεσα σ' αυτούς που πήραν μέρος ήταν ο Φιντέλ Κάστρο και ο αδελφός του ο Ραούλ. Οι περισσότεροι από τους 170 μαχητές που συμμετείχαν προέρχονταν από φτωχά μικροαστικά στρώματα ή από την εργατική τάξη. Παρόλ' αυτά, δεν ήταν υποστηρικτές σοσιαλιστικών ιδεών. Μόνο ο Ραούλ Κάστρο ήταν μέλος της Κομμουνιστικής Νεολαίας, αλλά πήρε μέρος στην επίθεση σαν άτομο και χωρίς να το ξέρει το Κομμουνιστικό Κόμμα.

Το πρόγραμμα της εξέγερσης

Η πλειοψηφία, δεν ήταν μέλη καμιάς πολιτικής οργάνωσης. Το πρόγραμμα που υποστήριζαν βασιζόταν κύρια στις πιο ριζοσπαστικές πτυχές του προγράμματος του αστικού, δημοκρατικού Ορθόδοξου Κόμματος. Ο Φιντέλ Κάστρο δεν αποτελούσε εξαίρεση. Εκείνη την εποχή δε θεωρούσε καθόλου τον εαυτό του σοσιαλιστή και σίγουρα δεν πίστευε στη Μαρξιστική ιδεολογία, παρόλο που είχε διαβάσει λίγο Μαρξ και Λένιν.

Οι βασικές θέσεις που υπεράσπιζαν οι εξεγερθέντες της Μονκάντα συνοψίζονταν στη διακήρυξη που διάβασαν μετά την κατάληψη του ραδιοσταθμού: "Η Επανάσταση διακηρύσσει τη σταθερή της πρόθεση να εγκαθιδρύσει στην Κούβα ένα καθεστώς πρόνοιας και οικονομικής ευημερίας που να διασφαλίζει την ευφορία του πλούσιου υπεδάφους της, τη γεωγραφική της θέση, και μια πλατιά παραγωγή γεωργικών και βιομηχανικών προϊόντων Η Επανάσταση διακηρύσσει το σεβασμό της στους εργάτες... και ... την εγκαθίδρυση μιας πραγματικής κοινωνικής δικαιοσύνης, στηριγμένης στην οικονομική και βιομηχανική πρόοδο και βασισμένη σε ένα καλά οργανωμένο και επίκαιρο εθνικό σχεδιασμό...". Η διακήρυξη διαβεβαίωνε πως "...αναγνωρίζει και βασίζεται στις ιδέες του Μαρτί" και μετά δεσμευόταν να αποκαταστήσει το σύνταγμα του 1940.

Με άλλα λόγια, πρότεινε την εγκαθίδρυση στην Κούβα μιας σύγχρονης, βιομηχανικής καπιταλιστικής δημοκρατίας που θα εξασφάλιζε στοιχειώδη δικαιώματα στην εργατική τάξη και τους φτωχούς. Αυτό υπογραμμίστηκε ακόμα πιο έντονα από τον Κάστρο, μετά τη σύλληψη του, στην απολογία του στο δικαστήριο. Ο Κάστρο περιέγραψε 5 νόμους που είχαν πρόθεση να εφαρμόσουν μόλις θα έπαιρναν την εξουσία. Οι νόμοι αυτοί ήταν ριζοσπαστικοί και υπόσχονταν εθνικοποίηση των τηλεπικοινωνιών και άλλων δημοσίων υπηρεσιών, ένα πρόγραμμα αγροτικής μεταρρύθμισης και ανασυγκρότηση της βιομηχανίας ζάχαρης. Πρότεινε ακόμα ένα σχέδιο συμμετοχής στα κέρδη στους ζαχαρόμυλους και άλλους μη αγροτικούς τομείς της οικονομίας.

Ωστόσο, το πρόγραμμα αυτό δεν υποσχόταν καν την εθνικοποίηση της βιομηχανίας ζάχαρης και δεν πρότεινε τον τερματισμό της ξένης ιδιοκτησίας στην οικονομία. Στην ουσία, ήταν ένα πρόγραμμα φιλελεύθερης καπιταλιστικής μεταρρύθμισης, που αν εφαρμοζόταν θα κινούνταν στην κατεύθυνση της εκπλήρωσης των καθηκόντων της αστικοδημοκρατικής επανάστασης.

Ιστορικά, βέβαια τα καθήκοντα αυτά περιλαμβάνουν την αγροτική μεταρρύθμιση και την κατάργηση των φεουδαρχικών ταξικών σχέσεων, την ανάπτυξη της βιομηχανίας, την ενοποίηση της χώρας σε ένα εθνικό κράτος, την εγκαθίδρυση αστικής κοινοβουλευτικής δημοκρατίας, την κατάκτηση εθνικής ανεξαρτησίας από την ιμπεριαλιστική κυριαρχία και βάζουν τις βάσεις για τη δημιουργία ενός σύγχρονου εθνικού κράτους.

Η ακριβής μορφή όμως, που παίρνουν τα καθήκοντα της αστικοδημοκρατικής επανάστασης διαφέρει από χώρα σε χώρα και έτσι, σ' ορισμένες χώρες μερικά από τα ζητήματα αυτά μπορούν να λυθούν, έστω μερικά, ενώ σ' άλλες παραμένουν άλυτα. Για παράδειγμα, στην Αργεντινή, επικρατούν οι αστικές σχέσεις ιδιοκτησίας στην ύπαιθρο και όχι πια οι φεουδαρχικές. Ωστόσο, η Αργεντινή συνεχίζει να στραγγαλίζεται από την οικονομική κυριαρχία των μεγάλων ιμπεριαλιστικών χωρών.

Εδώ και 10ετίες στις ημι-αποικιακές και αποικιακές χώρες, όπως η Κούβα, η εκπλήρωση του προγράμματος της αστικοδημοκρατικής επανάστασης σήμαινε ρήξη με τον καπιταλισμό και τον ιμπεριαλισμό. Αυτό συμβαίνει επειδή η εθνική αστική τάξη είναι τόσο αδύναμη, τόσο δεμένη με τους γαιοκτήμονες και εξαρτημένη από τον ιμπεριαλισμό, που δεν μπορεί να φέρει σε πέρας την αστικοδημοκρατική επανάσταση. Ένας ακόμα λόγος είναι ο φόβος της εθνικής αστικής τάξης για το εργατικό κίνημα και τον κίνδυνο να πάρει αυτό στα χέρια του τον αγώνα ενάντια στον ιμπεριαλισμό.

Ο σφιχτός κλοιός στον οποίο κρατούσε ο ιμπεριαλισμός την Κούβα, και ο εκφυλισμός της ντόπιας αστικής τάξης, δεν επέτρεπαν ακόμα κι ένα περιορισμένο πρόγραμμα φιλελεύθερων μεταρρυθμίσεων. Αλλά, αυτές οι μεταρυθμίσεις ήταν αναγκαίες για να μπορέσει η κοινωνία να αναπτυχθεί.

Όπως έδειξε κι η Ρώσικη Επανάσταση, το 1917, το καθήκον αυτό μπορούσε να εκπληρωθεί από την εργατική τάξη, ακόμα και στις χώρες που αυτή αποτελούσε μια μειοψηφία. Μπορούσε να το φέρει σε πέρας, παίρνοντας τον έλεγχο της διαχείρισης της κοινωνίας και εγκαθιδρύοντας μια εργατική δημοκρατία. Έτσι, η φεουδαρχία και ο καπιταλισμός θα μπορούσαν να ανατραπούν αν η εργατική τάξη κέρδιζε την υποστήριξη των φτωχότερων κομματιών της αγροτιάς και των άλλων καταπιεσμένων στρωμάτων, όπως τα μεσαία στρώματα και τη διανόηση της πόλης.

Στη συνέχεια, μέσα από την εξάπλωση της επανάστασης στις πιο αναπτυγμένες βιομηχανικά καπιταλιστικές χώρες, μπορούσε πια να αρχίσει η ανοικοδόμηση του σοσιαλισμού παγκόσμια. Η νικηφόρα επανάσταση σ' αυτές τις χώρες θα απότρεπε τον κίνδυνο της απομόνωσης των άλλων εργατικών κρατών και εξαιτίας της ψηλότερης παραγωγικότητας τους, θα έβαζε τις βάσεις για την ανοικοδόμηση του σοσιαλισμού - δηλαδή μιας κοινωνίας της αφθονίας, που να ικανοποιεί όλες τις κοινωνικές ανάγκες. Με αυτό τον τρόπο τα καθήκοντα της αστικοδημοκρατικής επανάστασης θα εκπληρώνονταν από την εργατική τάξη σαν μέρος της παγκόσμιας σοσιαλιστικής επανάστασης.

Αυτές ήταν οι κλασσικές ιδέες της θεωρίας της Διαρκούς Επανάστασης, που βασίστηκε στην εμπειρία των επαναστάσεων του 1905 και του 1917 στη Ρωσία η οποία αναπτύχθηκε από τον Τρότσκι και υιοθετήθηκε από τον Λένιν.Η Κουβανέζικη Επανάσταση, υλοποιώντας με ένα στρεβλό τρόπο αυτή την Μαρξιστική πρόβλεψη, θα κατάληγε τελικά να ανατρέψει τους γαιοκτήμονες και τον καπιταλισμό και να επιβάλει μια κεντρικά σχεδιασμένη οικονομία. Η επανάσταση αυτή έμελλε να κερδίσει μαζική υποστήριξη και να αποφέρει τεράστια οφέλη στον Κουβανέζικο λαό. Αλλά, το νέο καθεστώς, που θριάμβευσε το 1959, δε θα βασιζόταν δυστυχώς στην εργατική δημοκρατία.

Ο Κάστρο και το Κίνημα της 26ης Ιούλη

Την περίοδο της επίθεσης στην Μονκάντα, ο Κάστρο συνέχιζε να διακηρύσσει την υποστήριξη του προς τους Ορθόδοξους. Η κομματική ηγεσία, όμως, θεωρούσε την απόπειρα επίθεσης στη Μονκάντα τυχοδιωκτισμό. Μεγάλα τμήματα των Ορθόδοξων και του μικροαστικού πληθυσμού των πόλεων έλπιζαν ακόμη να πετύχουν κάποιο συμβιβασμό με τη δικτατορία. Ο Μπατίστα καταδίκασε την επίθεση αυτή σαν μια απόπειρα "κομμουνιστικού πραξικοπήματος". Το Κομμουνιστικό Κόμμα, την κατάγγειλε σαν απόπειρα "αστικού πραξικοπήματος".

Ο Αμερικάνικος ιμπεριαλισμός, εκείνη την εποχή, ανησυχούσε όλο και περισσότερο για αυτό που θεωρούσε "κομμουνιστική διείσδυση" σε ολόκληρη τη Λ. Αμερική. Κάτω από την πίεση της Ουάσιγκτον, μετά από μια επίσκεψη στην Αβάνα του διευθυντή της CIA Άλλεν Ντάλλες, ο Μπατίστα συμφώνησε να ιδρύσει ένα "Γραφείο Καταστολής Κομμουνιστικών Δραστηριοτήτων" (BRAC).

Ομως, ούτε η CIA, ούτε ο Μπατίστα είχαν υπόψη τους τον Κάστρο και τους υποστηρικτές του όταν φτιάχτηκε αυτή η ειδική αστυνομική μονάδα. Σαν αποτέλεσμα της μικρής σημασίας που αποδιδόταν στην απειλή που αυτοί αποτελούσαν τότε, ο Κάστρο και οι άλλοι φυλακισμένοι αντάρτες απελευθερώθηκαν το 1955, σαν "χειρονομία καλής θέλησης", μετά από μια εκστρατεία που στην αρχή ξεκίνησε η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία.

Ο Κάστρο έγινε το πρόσωπο της ημέρας στην Κούβα, εξαιτίας του ανυποχώρητου αγώνα του ενάντια στο Μπατίστα και ιδιαίτερα μετά την φυλάκιση του στο διαβόητο Νησί των Πεύκων. Παρ' όλα αυτά, ο μοναδικός όρος για την απελευθέρωση του ήταν να εγκαταλείψει την Κούβα. Κατάφυγε λοιπόν τότε στο Μεξικό, που από τις αρχές της δεκαετίας του 1950 είχε γίνει τόπος συγκέντρωσης Κουβανών εξόριστων και αρκετών οπαδών του.

Ο Κάστρο απόχτησε τη φήμη ενός θαρραλέου και χαρισματικού ηγέτη και αυτή του την εικόνα, μπόρεσε να την αξιοποιήσει στο έπακρο. Έτσι, το καλοκαίρι του 1955 ιδρύθηκε κι επίσημα η νέα του ομάδα, το Κίνημα της 26ης Ιούλη, και ο ίδιος εγκατέλειψε τους Ορθόδοξους, το 1956. Στην ιδρυτική του διακήρυξη το Κίνημα δήλωνε πως κατά την άποψη του: "η φιλοσοφία του Τζέφερσον διατηρούσε ακόμα την ισχύ της". Ο Τζέφερσον ήταν ένας από τους ηγέτες του Αμερικάνικου Πολέμου για την Ανεξαρτησία, τον 18ο αιώνα, ενάντια στην αποικιακή Βρετανική κυριαρχία. Η "φιλοσοφία" του ήταν επομένως ο φιλελεύθερος καπιταλισμός και η κοινοβουλευτική δημοκρατία. Ο Κάστρο θεωρούσε λοιπόν τότε ότι οι ΗΠΑ ήταν το βασικό μοντέλο του για την Κούβα.

Μέσα στο κίνημα των Ορθόδοξων ένα στρώμα επεδίωκε διαπραγματεύσεις και συμβιβασμό με τη δικτατορία, ενώ ιδιαίτερα η νεολαία, απαιτούσε να παρθούν πιο δυναμικά μέτρα ενάντια στο καθεστώς.

Η επιρροή του Κάστρο μεγάλωσε ιδιαίτερα μετά την αυτοκτονία του πρώην ηγέτη του κόμματος, του Εντουάρντο Τσίμπας, το 1951. Προβάλλοντας τον εαυτό του σαν τον νέο Μαρτί, ο Κάστρο έκανε έκκληση στις γραμμές των Ορθόδοξων να τον στηρίξουν.

Το Κομμουνιστικό Κόμμα στο περιθώριο

Την ίδια ώρα, το πολιτικό κενό μεγάλωνε λόγω της πολιτικής του Κομμουνιστικού Κόμματος της Κούβας (Partito Socialista Popular-PSP). Ο Χιού Τόμας στο βιβλίο του για την Κούβα σημειώνει με αρκετή ακρίβεια: "Οι Κουβανέζοι Κομμουνιστές το μεγαλύτερο μέρος εκείνης της περιόδου, βρίσκονταν στην αφάνεια...".

Το κόμμα είχε χάσει το μεγαλύτερο μέρος του κύρους του σαν αποτέλεσμα της μέχρι τότε υποστήριξης της πολιτικής του Λαϊκού Μετώπου. Η πολιτική αυτή είχε υιοθετηθεί από τα Κομμουνιστικά Κόμματα της Λ. Αμερικής μετά το 1935, σε μια σύσκεψη στην Μόσχα όλων των κομμουνιστικών κομμάτων της περιοχής, όπου η νέα γραμμή επιβλήθηκε σε όλες τις χώρες, με λίγες εξαιρέσεις, όπως η Βραζιλία.

Το PSP προπάθησε να την εφαρμόσει και στην Κούβα σε μια περίοδο μεγάλης κοινωνικής αναταραχής. Στα 1933 ξέσπασε μια ριζοσπαστική εξέγερση των κατώτερων αξιωματικών του στρατού. Ανάμεσα σ' άλλα ζητούσαν και την κατάργηση του Συμφώνου Πλάττ, που υπογράφηκε με τις ΗΠΑ το 1901 και τους έδινε το δικαίωμα να επεμβαίνουν στρατιωτικά στην Κούβα. Επικεφαλής αυτού του κινήματος ήταν ένας νεαρός αξιωματικός, που προερχόταν από εργατική οικογένεια, ο Φουλγκένσιο Μπατίστα.

Στη συνέχεια, ακολούθησαν μεγάλα κοινωνικά ξεσπάσματα και γενική ριζοσπαστικοποίηση του λαού. Η κυβέρνηση παράπαιε χωρίς κανένα κύρος. Η μόνη δύναμη που φαινόταν ικανή να ελέγξει τότε την κατάσταση ήταν ο στρατός, με επικεφαλής του εξεγερμένους κατώτερους αξιωματικούς. Ετσι, ο Μπατίστα έγινε εκείνη την εποχή εκφραστής των αντιφατικών συμφερόντων των διαφόρων τάξεων. Από την μια, της πίεσης ενός στρώματος της εθνικής αστικής τάξης για να υπερασπίσει τα δικά της συμφέροντα κόντρα στον Αμερικάνικο ιμπεριαλισμό. Από την άλλη, της πίεσης της εργατικής τάξης και στρωμάτων της ριζοσπαστικοποιημένης μικροαστικής τάξης για μεγαλύτερη κοινωνική αλλαγή. Για μια ολόκληρη περίοδο, ο Μπατίστα εξισορροπούσε ανάμεσα στις διαφορετικές ταξικές πιέσεις που εκδηλωνόντουσαν.

Ο Μπατίστα διοικούσε την Κούβα μέσα από μια σειρά από προέδρους-μαριονέτες, που έκαναν κάποιες παραχωρήσεις στους εργάτες και εφάρμοσαν ορισμένα μέτρα αγροτικής μεταρρύθμισης. Κατοχυρώθηκε, δηλαδή, ένα κατώτατο ημερομίσθιο και έγινε παράνομη η απόλυση εργαζομένων "χωρίς λόγο". Αυτά τα μέτρα βέβαια άργησαν να υλοποιηθούν, αλλά ενίσχυσαν παρόλα αυτά την αυτοπεποίθηση της εργατικής τάξης. Έτσι σαν λαϊκιστής ηγέτης από εργατική οικογένεια, ο Μπατίστα για μια σύντομη περίοδο, απόχτησε πλατιά υποστήριξη ανάμεσα στον πληθυσμό της Κούβας. Αλλά, όπως όλοι οι βοναπάρτες ηγέτες και τα καθεστώτα τους, που εξισορροπούν ανάμεσα σε διαφορετικά ταξικά συμφέροντα συνδυάζοντας κάποιες μεταρρυθμίσεις για τις μάζες και συγχρόνως καταστολή, σε τελική ανάλυση είναι υποχρεωμένοι να πάρουν το μέρος της μιας ή της άλλης τάξης και ειδικά σε αυτή την περίπτωση τους καπιταλιστές. Ο Μπατίστα απόδειξε πως δεν ήτανε εξαίρεση. Το καθεστώς του αντιμετώπιζε βίαια τους πολιτικούς του αντιπάλους. Με την καθοδήγηση του Μπατίστα και με την υποστήριξη του πρέσβη των ΗΠΑ, το 1935, κινητοποιήθηκε ο στρατός ενάντια σε μια Γενική Απεργία, που διεκδικούσε ένα νέο δημοκρατικό σύνταγμα. Παρ' όλο τον παλιότερο λαϊκιστικό εθνικισμό του, ο Μπατίστα ενέδωσε στις πιέσεις του ιμπεριαλισμού και τελικά συνεργάστηκε πλήρως μαζί του.

Μετά τη νίκη του στις προεδρικές εκλογές του 1940 κι αφού απόσυρε την υποψηφιότητα του το 1944, ο Μπατίστα επέστρεψε στην εξουσία με πραξικόπημα, που οργάνωσε το 1952, όταν έχασε άλλη μια εκλογική αναμέτρηση για το αξίωμα του Προέδρου. Το νέο μισητό καθεστώς του, που πήρε την εξουσία το 1952, έμελλε να εξαπολύσει τρόμο και καταστολή. Παρ' όλα αυτά οι Κομμουνιστές όλη αυτή την περίοδο υποστήριζαν τον Μπατίστα, ακολουθώντας δουλικά τις αποφάσεις της συνδιάσκεψης της Μόσχας του 1935.

Στο συνέδριο του, το 1939, το PSP κατάληξε πως έπρεπε: "να υϊοθετήσει μια πιο θετική στάση απέναντι στον Συνταγματάρχη Μπατίστα". Από εκείνη τη στιγμή και μετά, στα κομματικά έντυπα ο Μπατίστα δεν ήταν πια "...η βασική αιχμή της αντίδρασης, αλλά η βασική αιχμή της δημοκρατίας" (New York Daily Worker, 1 Οκτώβρη 1939).

Η διεθνής οργάνωση των κομμουνιστικών κομμάτων που υπήρχε εκείνη την εποχή, η Κομιντέρν, δήλωνε στην εφημερίδα της: "Ο Μπατίστα ...δεν αντιπροσωπεύει το κέντρο της αντίδρασης ...εκείνοι που δουλεύουν για την ανατροπή του Μπατίστα δεν δρουν πια για το συμφέρον του Κουβανέζικου λαού" (Διεθνή Νέα και Απόψεις, Νο 60, 1938).

Το 1952, το PSP διακήρυξε πως το νέο καθεστώς "δεν είναι διαφορετικό" από το παλιό! Οι "Κομμουνιστές" ήταν ήδη πιστοί υποστηρικτές του δικτάτορα για περισσότερο από μια 10ετία όταν αυτός κατέλαβε διχτατορικά την εξουσία. Όπως σχολιάζει ο Χιού Τόμας στο βιβλίο του, οι απλοί Καθολικοί κληρικοί ήρθαν σε μεγαλύτερες σύγκρουσεις με το καθεστώς απ' ότι οι Κομμουνιστές ηγέτες.

Βέβαια, το PSP διατήρησε αρκετή επιρροή σε σημαντικά στρώματα της εργατικής τάξης. Ωστόσο, τελικά, το κόμμα πλήρωσε ακριβά το τίμημα της συνεργασίας του με το καθεστώς, με μεγάλη απώλεια του κύρους του ανάμεσα στους εργάτες και τη νεολαία.

Όμως, το ακριβότερο τίμημα το πλήρωσαν οι ίδιες οι μάζες της Κούβας με όσα υπόφεραν κάτω από το καθεστώς του Μπατίστα, που γρήγορα αναδείχτηκε σε μαριονέτα του Αμερικάνικου ιμπεριαλισμού. Ιστορικά, η Κούβα υπήρξε χώρος αναψυχής για τους "γκρίνγκος" βόρεια του Ρίο Γκράντε. Η Αβάνα εξελίχθηκε σε μπουρδέλο και χαρτοπαιχτική λέσχη των αμερικάνων τραπεζιτών και βιομηχάνων. Ο Μπατίστα ήταν απλά ο ντόπιος νταβατζής.

Ήταν αυτό το ιστορικό πλαίσιο μέσα στο οποίο ο Τσε Γκεβάρα εντάχθηκε τελικά στο Κίνημα της 26ης Ιούλη. Αναμφίβολα, ο Κάστρο και οι οπαδοί του φαινόντουσαν νάναι μια πιο ελκυστική και μαχητική δύναμη απ' ότι τα Κομμουνιστικά Κόμματα εκείνη την περίοδο. Ο Τσε ήταν σε επαφή με μερικούς από τους οπαδούς του Κάστρο πριν την άφιξη του στο Μεξικό. Όταν έφτασε εκεί είχαν ήδη αρχίσει να καταρτίζονται τα σχέδια για ένοπλο αγώνα ενάντια στο Μπατίστα.

Στη διάρκεια του 1954 ο Τσε είχε σχέσεις και με μέλη των Κομμουνιστικών Κομμάτων απ' όλη τη Λ. Αμερική, ιδιαίτερα με εξόριστους από τη Γουατεμάλα. Αρχικά, έβλεπε τον εαυτό του να εντάσεται στο Κομμουνιστικό Κόμμα και έγραφε στη μητέρα του πως τελικά μάλλον θα έπαιρνε αυτό το δρόμο. Αλλά, δίσταζε ακόμα σε εκείνο το στάδιο, κύρια γιατί δεν είχε ακόμη οριστικά ξεφορτωθεί το μποέμικο θεριό που έκρυβε μέσα του. Όπως παραδέχτηκε ο ίδιος, είχε βέβαια "σχηματισμένες πεποιθήσεις", αλλά και μια "ταξιδιάρικη" κι "αντικομφορμιστική" διάθεση. Όπως εξηγούσε σε ένα γράμμα στη μητέρα του, είχε ακόμα τη δίψα να ταξιδέψει, ιδιαίτερα στην Ευρώπη και "δε θα μπορούσα να κάνω κάτι τέτοιο αν δεχόμουνα μια σιδερένια πειθαρχία". Δε γνώρισε τον Κάστρο παρά μόνο το 1955. Όμως, η προοπτική ενός άμεσου αγώνα που ξεκίναγε ο Κάστρο και το κίνημα του σε συνδυασμό με τις "σχηματισμένες πεποιθήσεις του", έπεισαν τελικά τον Τσε να αποδεχτεί τη "σιδερένια πειθαρχία" που πριν λίγο απέρριπτε.

Επαναστατικό πνεύμα

Η ένταξη του Τσε στο Κίνημα της 26ης Ιούλη δεν έγινε χωρίς προβλήματα. Μερικά από τα μέλη του είχαν μια έντονα μεσοαστική καταγωγή και το πολιτικό προφίλ του Τσε τους εκνεύριζε. Γιατί ο Τσε, παρόλο ότι άργησε να ενταχθεί και οργανωτικά στο επαναστατικό κίνημα, φανέρωνε κιόλας πλευρές του χαρακτήρα του, που θα έρχονταν στην επιφάνεια ακόμα πιο έντονα στη διάρκεια της επαναστατικής του ζωής.

Ήτανε δηλαδή πολύ λιτός και απλός κι από τη στιγμή που αποφάσισε να ενταχτεί στην επαναστατική πάλη, έδειξε μια διάθεση απόλυτης αυτοθυσίας. Έτσι μερικοί απ' αυτούς που τον γνώριζαν ενοχλούνταν, γιατί τον θεωρούσαν "υπεροπτικό". Όπως αφηγείται ο Τζον Άντερσον στη βιογραφία του, ο Τσε συνάντησε μια μέρα μια βετεράνο της επίθεσης στη Μονκάντα, τη Μέλμπα Ερνάντες, που είχε μόλις φτάσει στο Μεξικό για να συναντήσει το σύζυγο της. Οταν την συστήσανε στον Τσε φορούσε ακόμα τα καλά της ρούχα. Αφού την κοίταξε προσεκτικά της είπε πως δε μπορεί να είναι σοβαρή επαναστάτρια με τέτοιο ντύσιμο. "Οι πραγματικοί επαναστάτες είναι ωραίοι εσωτερικά κι όχι στην επιφάνεια", της είπε.

Έχοντας πια ενταχτεί στο Κίνημα της 26ης Ιούλη, ο Τσε έπεσε με τα μούτρα στη δουλειά μια και είχαν ήδη αρχίσει οι προετοιμασίες για την απόβαση στην Κούβα, ώστε να ξεκινήσει η "επανάσταση" πριν το τέλος του 1956. Μελετούσε εντατικά διάφορα πολιτικά κείμενα και άρχισε να κάνει συστηματική γυμναστική και δίαιτα, για να αποκτήσει καλή φυσική κατάσταση. Παρ' όλο ότι υπόφερε ακόμα από το άσθμα του, ήθελε να είναι πιο υγιής από όλους τους υπόλοιπους συντρόφους του. Τελικά, χάρη στη θέληση και την αποφασιστικότητα του κατόρθωσε πράγματι να ξεπεράσει τα εμπόδια, που του έβαζε η αδύνατη υγεία του. Ετσι, ο Τσε γρήγορα ξεχώρισε μέσα στην ομάδα του, που δεν αριθμούσε περισσότερους από 20-30, σύμφωνα με τον Κάστρο. Στο Μεξικό, οι αρχές κάποια στιγμή, πιεζόμενες από το καθεστώς του Μπατίστα, συνέλαβαν την ομάδα, αλλά σύντομα τους άφησαν ελεύθερους. Από την φυλακή, ο Τσε έγραφε στους γονείς του: "Το μέλλον μου είναι πια δεμένο με την Κουβανέζικη επανάσταση. Ή θα θριαμβεύσω μαζί της ή θα πεθάνω εκεί... Από δω και μπρος δε θα θεωρούσα πια το θάνατο μου πρόβλημα, απλά όπως έλεγε κι ο Χικμέτ: "Θα πάρω στον τάφο μονάχα την θλίψη ενός μισοτελειωμένου τραγουδιού".Η αφοσίωση του στο σκοπό της επανάστασης ήταν πια η πεμπτουσία της ζωής του. Αυτό το πνεύμα της αυτοθυσίας είναι αναντικατάστατο στον αγώνα για να νικήσει επανάσταση και να ανατραπεί ο καπιταλισμός. Είναι αυτή η αφοσίωση του Τσε που πρέπει να γίνει παράδειγμα για όλους όσους παλεύουν σήμερα για την απελευθέρωση της εργατικής τάξης και των φτωχών καταπιεσμένων στρωμάτων.

Όσο περισσότερο έμπαινε στην αρρένα της επαναστατικής πάλης το θάρρος και η αυτοθυσία του γίνονταν όλο και πιο φανερά. Την ίδια στιγμή, οι ιδέες του αναπτύσσονταν μονόπλευρα, γιατί βασίστηκαν αποκλειστικά στις εμπειρίες του από την αγροτιά και τον αντάρτικο αγώνα.

Οι φτωχοί αγρότες, μπορούν να παίξουν σημαντικό ρόλο στις επαναστατικές εξελίξεις. Ομως, το ζήτημα του ρόλου της εργατικής τάξης και των αστικών κέντρων είναι ζωτικής σημασίας για την εφαρμογή μιας σωστής μαρξιστικής πολιτικής. Όπως θα εξηγηθεί πιο αναλυτικά στη συνέχεια αυτού του κειμένου, η σημασία αυτή ισχύει ακόμη και στις χώρες όπου η εργατική τάξη αποτελεί ένα σχετικά μικρό τμήμα του πληθυσμού.

Έτσι, δυστυχώς, εξαιτίας της άνισης ανάπτυξης των ιδεών του, ο Τσε δεν μπόρεσε να αναπτύξει μια πολιτική κι ένα πρόγραμμα που να μπορεί να οδηγήσει στη νίκη της επανάστασης στις πιο σημαντικές χώρες της περιοχής, όπως η Αργεντινή, η Βραζιλία ή η Χιλή, όπου υπήρχε μια ισχυρή εργατική τάξη.

Αντάρτικο και Μαρξισμός


Κανένας επαναστάτης δεν αναπτύσσει βέβαια τις ιδέες του σε συνθήκες κοινωνικού κενού ή σε πλήρη απομόνωση. Έτσι κι οι ιδέες που ανάπτυξε και υποστήριξε ο Τσε δεν αποτελούσαν εξαίρεση. Παρακολουθώντας τη ζωή του Τσε, κανένας που να θεωρεί τον εαυτό του επαναστάτη, που να παλεύει ενάντια στην εκμετάλλευση και την καταπίεση, δε μπορεί να αμφισβητήσει τον ηρωισμό, την αποφασιστικότητα και την αυτοθυσία του. Όταν έφθασε στην Κούβα, είχε ήδη πειστεί για την ανάγκη να επικρατήσει ο σοσιαλισμός σε ολόκληρη τη Λ. Αμερική, προκειμένου να απελευθερωθούν οι μάζες και να απαλλαγεί η ήπειρος από την ιμπεριαλιστική κυριαρχία.

Ωστόσο, αυτό που δεν κατανοούσε πλήρως ο Τσε ήταν το πώς ακριβώς θα μπορούσε να γίνει αυτό και ποια τάξη θα έπρεπε να παίξει τον ηγετικό ρόλο σε τούτο τον αγώνα. Από μια μαρξιστική σκοπιά, η πιο σημαντική αδυναμία στις ιδέες του Τσε ήταν η υποτίμηση από πλευράς του του ρόλου, που έπρεπε να παίξει η εργατική τάξη για να γίνει δυνατή η ανατροπή του καπιταλισμού και το χτίσιμο του σοσιαλισμού.

Αυτή η αδυναμία, εξαιτίας των ιδιαίτερων συνθηκών που υπήρχαν στην Κούβα, δεν εμπόδισε την ανατροπή του Μπατίστα και την κατάκτηση της εξουσίας από τις αντάρτικες δυνάμεις, με τις οποίες αγωνιζόταν ο Τσε. Εξαιτίας διεθνών παραγόντων και της ίδιας της δυναμικής της επανάστασης, δεν εμπόδισε ούτε και την ανατροπή του καπιταλισμού στην Κούβα (βλέπε επόμενα κεφάλαια).

Είχε, ωστόσο, άμεση επίδραση στη μορφή του νέου καθεστώτος που αναδείχτηκε μετά τη νίκη της επανάστασης. Επιπλέον, όταν οι ιδέες του Τσε εφαρμόστηκαν αργότερα σε άλλες χώρες της Λ. Αμερικής, όπου οι συνθήκες ήταν τελείως διαφορετικές, απότυχαν. Έτσι πολλοί γνήσιοι και ηρωικοί επαναστάτες τσάκισαν κι αρκετοί απ' αυτούς έδωσαν και τη ζωή τους προσπαθώντας να εφαρμόσουν τις μονόπλευρες ιδέες του.

Αυτό που δεν μπόρεσε να αφομοιώσει ο Τσε από των μελέτη των μαρξιστικών κειμένων ήταν η εμπειρία της Ρώσικης Επανάστασης του 1917 και οι ιδέες της Διαρκούς Επανάστασης. Ιδιαίτερα, δεν κατανόησε τον κρίσιμο ρόλο της εργατικής τάξης, ακόμα και σε χώρες όπου αυτή αποτελεί μια μειοψηφία στην κοινωνία.

Δυστυχώς, μετά τη νίκη της Ρώσικης εργατικής τάξης, η επανάσταση δεν ξαπλώθηκε και στις αναπτυγμένες βιομηχανικά χώρες. Η νίκη των Μπολσεβίκων έμεινε απομονωμένη. Η στρατιωτική επέμβαση των ιμπεριαλιστών της Δύσης, σε συνδυασμό με τον εμφύλιο πόλεμο εξάντλησαν το Ρώσικο εργατικό κίνημα. Έτσι, ενώ ο καπιταλισμός ηττήθηκε για μια μεγάλη ιστορική περίοδο, μέχρι την παλινόρθωση του το 1989/92, η εργατική τάξη έχασε τον πολιτικό έλεγχο της εξουσίας και επικράτησε μια νέα προνομιούχα γραφειοκρατική κάστα.

Μπρος όμως σ' αυτές τις συνθήκες που είχαν επικρατήσει διεθνώς και τις ιδιαίτερες εμπειρίες του στην Κούβα, χρειαζόταν ένα γιγαντιαίο άλμα μπροστά για να μπορέσει ο Τσε να αφομοιώσει αυτά τα μαθήματα και να ολοκληρώσει την πολιτική του κατανόηση, για να προσανατολιστεί σωστά στις ειδικές ανάγκες της επανάστασης στη Λ. Αμερική.

Μέσα στον καπιταλισμό, η εργατική τάξη είναι υποχρεωμένη να παλεύει συλλογικά με απεργίες, διαδηλώσεις, καταλήψεις εργασιακών χώρων, κλπ. προκειμένου να κερδίσει τα αιτήματα της και να υπερασπιστεί τις καταχτήσεις της. Ακόμα, όπου είναι αναγκαίο, το εργατικό κίνημα είναι υποχρεωμένο να οργανώνει την δική του συλλογική άμυνα ενάντια στις βίαιες επιθέσεις των εργοδοτών και όλων αυτών που υπερασπίζονται.

Ο αποφασιστικός ρόλος της εργατικής τάξης στη σοσιαλιστική επανάσταση οφείλεται ακριβώς σ' αυτήν τη συλλογική ταξική συνείδηση που αναπτύσσει στους χώρους δουλειάς και που της επιτρέπει να προετοιμαστεί για ένα συλλογικό δημοκρατικό έλεγχο και διαχείριση της αυριανής κοινωνίας. Αυτό είναι και το θεμέλιο για την εγκαθίδρυση μιας εργατικής δημοκρατίας, προκειμένου να ξεκινήσει η οικοδόμηση του σοσιαλισμού. Υιοθετώντας στο δικό της σοσιαλιστικό πρόγραμμα τις διεκδικήσεις των άλλων καταπιεσμένων στρωμάτων της κοινωνίας, η εργατική τάξη μπορεί έτσι να κερδίσει την υποστήριξη τους για την επαναστατική ανατροπή των γαιοκτημόνων και του καπιταλισμού. Με αυτό τον τρόπο το προλεταριάτο παίζει τον ηγετικό ρόλο στην επανάσταση και στο χτίσιμο του σοσιαλισμού.

Ο αγώνας των αγροτών και ο Μαρξισμός

Οι φτωχοί αγρότες, μπορούν να παίξουν ένα σημαντικό ρόλο στον επαναστατικό αγώνα, αλλά οι ίδιοι δεν έχουν μια συλλογική ταξική συνείδηση σαν κι αυτή που κυριαρχεί στην εργατική τάξη. Η αγροτιά, εξαιτίας της απομόνωσης της στην ύπαιθρο και τις οικονομικές σχέσεις της ιδιοκτησίας της γης, αναπτύσσει μια στενότερη, τοπικιστική και ατομικιστική θεώρηση και γι' αυτό δε μπορεί να παίξει τον ίδιο ρόλο στην επανάσταση, όπως οι εργάτες στις πόλεις.

Οι Μαρξιστές αναγνωρίζουν τον ηγετικό ρόλο της εργατικής τάξης στη σοσιαλιστική επανάσταση, αλλά κατανοούν ταυτόχρονα τη μεγάλη σημασία του αγώνα στην ύπαιθρο, ιδιαίτερα από τους εργάτες γης και τα φτωχότερα στρώματα της αγροτιάς.

Γιατί, παρά τη μαζική αστικοποίηση στη κοινωνίας της Λ. Αμερική, υπάρχουν ακόμα και σήμερα, σημαντικοί δεσμοί ανάμεσα στις αγροτικές περιοχές και τον πληθυσμό των πόλεων και ιδιαίτερα την εργατική τάξη. Αυτό είναι φανερό πιο ειδικά στην Κεντρική Αμερική. Οι εργάτες από τις πόλεις συχνά γυρνάνε στην ύπαιθρο για δουλειά ή συντηρούν τις οικογένειες τους που συνεχίζουν να ζουν εκεί. Τα φτωχά στρώματα, που μένουν σε παραγκουπόλεις στην περιφέρεια των μεγαλουπόλεων, ζουν σχεδόν σαν αγρότες στις παρυφές των βιομηχανικών κέντρων.

Έτσι, αναπόφευχτα, αυτά τα στρώματα του πληθυσμού επηρεάζονται από τα αγροτικά κινήματα και συχνά υιοθετούν τις μεθόδους πάλης, που κύρια χρησιμοποιούν οι αγρότες και οι εργάτες γης. Αυτές οι μέθοδοι πάλης περιλαμβάνουν τις καταλήψεις γης και τον σχηματισμό ένοπλων ομάδων για να αποκρούσουν τους στρατιωτικούς, την αστυνομία και τους μπράβους, που πληρώνονται από τους γαιοκτήμονες για να υπερασπίζονται τα συμφέροντα τους. Κάτω από ορισμένες συνθήκες, τα κινήματα στην ύπαιθρο μπορεί να ξεσπάσουν πριν από αντίστοιχα κινήματα στις πόλεις και να ενισχύσουν την αυτοπεποίθηση των εργατών εκεί.

Τέτοια φαινόμενα εκδηλώθηκαν πρόσφατα με αφορμή την εξέγερση των Ζαπατίστας (ένα ριζοσπαστικό, κύρια αγροτικό αντάρτικο) στο Μεξικό και το εκρηκτικό κίνημα των Βραζιλιάνων ακτημόνων, που είναι οργανωμένοι γύρω από το MST (Movimiento Sem Tiera).

Οι μαρξιστές υποστηρίζουν αυτά τα κινήματα στην ύπαιθρο και κάνουν ότι μπορούν για να τα συνδέσουν με το εργατικό κίνημα στις πόλεις. Αυτά τα κινήματα ωστόσο στην ουσία παίζουν βοηθητικό ρόλο στο κίνημα των εργατών. Ο Τσε, όμως, επηρεασμένος από ένα συνδυασμό παραγόντων, έβγαλε διαφορετικά συμπεράσματα, που υποτιμούσαν το ρόλο της εργατικής τάξης. Τα συμπεράσματα του αυτά διαμορφώθηκαν μέσα σε μια ολόκληρη περίοδο και σχηματοποιήθηκαν ιδιαίτερα μέσα από τις εμπειρίες, τις συζητήσεις, και τη συμμετοχή του στο Κουβανέζικο κίνημα. Οι ιδέες του αυτές εκφράστηκαν πιο ξεκάθαρα σε άρθρα και δημοσιεύσεις του, κύρια μετά την κατάκτηση της εξουσίας από το Κίνημα της 26ης Ιούλη, το 1959. Η πιο διεξοδική παρουσίαση αυτών των πολιτικών του ιδεών γίνεται στο βιβλίο του "Ο Ανταρτοπόλεμος", που είδε το φως της δημοσιότητας το 1960.

Μια διαφορετική αντίληψη

Σαν αποτέλεσμα της δικής του κοινωνικής προέλευσης και του γεγονότος πως δεν ήταν μέλος καμιάς εργατικής οργάνωσης, ο Τσε δε συμμετείχε ποτέ ενεργά σε συγκεκριμένους αγώνες του προλεταριάτου. Πέρα από κάποια πολιτική δραστηριότητα στη Γουατεμάλα, η μόνη ενεργή του συμμετοχή στην επαναστατική Αριστερά ήταν μέσα από το Κίνημα της 26ης Ιούλη και τον αντάρτικο αγώνα στην Κούβα. Γι' αυτό, δεν κατάφερε να κατανοήσει την επαναστατική δυναμική και την ισχύ που έχουν οι εργάτες σαν τάξη.

Οι διάφορες πολιτικές ιδέες με τις οποίες ήρθε σε επαφή και οι εμπειρίες που έζησε είχαν αναπόφευκτα μια σημαντική επίδραση στην αποκρυστάλλωση των ιδεών του. Όπως ήταν επόμενο, επηρεάστηκε από τις ισχυρές παραδόσεις των ιστορικών αγώνων που διαπέρασαν ολόκληρη την ήπειρο της Λ. Αμερικής. Οι πόλεμοι για την ανεξαρτησία, κάτω από την καθοδήγηση του Σιμόν Μπολιβάρ, που πρόβαλε ακόμα και το σύνθημα της ενοποίησης ολόκληρης της ηπείρου, ο αγώνας του Σαντίνο στη Νικαράγουα, του Μαρτί στην Κούβα και άλλων στη διάρκεια του 19ου αιώνα, μαζί με τη Μεξικάνικη Επανάσταση (1910-18) και τους αγροτικούς στρατούς του Ζαπάτα και του Πάντσο Βίλλα, όλα μαζί αποτελούν μια ισχυρή ιστορική παράδοση στην ήπειρο και σημαδεύουν την πολιτική θεώρηση όλων των αγωνιστών.

Αυτοί οι αγώνες πραγματοποιήθηκαν βέβαια, σε μια προηγούμενη ιστορική εποχή όπου το εργατικό κίνημα βρισκόταν ακόμα στα πρώτα στάδια του σχηματισμού του. Ωστόσο, από τότε, η εργατική τάξη γνώρισε μια τεράστια ανάπτυξη σε ολόκληρη την περιοχή.

Στην Κούβα, το 1953, σύμφωνα με το Χιού Τόμας, μόνο το 42% του εργαζόμενου πληθυσμού δούλευε στη γη. Στα τέλη της δεκαετίας του 1950 υπήρχαν περίπου 200.000 αγροτικές οικογένειες και 600.000 εργάτες γης. Στις πόλεις υπήρχαν 400.000 οικογένειες εργατών και 200.000 οικογένειες σερβιτόρων, υπηρετών και πλανόδιων πωλητών. Το κοινωνικό βάρος της Κουβανέζικης εργατικής τάξης ήταν πολύ μεγαλύτερο, στα τέλη της δεκαετίας του 1950, απ' αυτό της Ρώσικης εργατικής τάξης το 1917.

Εκτός από το βάρος της ιστορικής παράδοσης, σημαντική επίδραση στον Τσε στα πρώτα του στάδια της ανάπτυξης του είχαν και οι ιδέες του Περουβιανού Πέσκε. Ο Πέσκε υποστήριζε τις θεωρίες που είχαν ξεκινήσει να διατυπώνουν ο ίδιος και ο Μαριατέγκι στις αρχές της δεκαετίας του 1920. Από τότε είχαν αρχίσει να αναθεωρούν την κλασσική ανάλυση του Μαρξισμού σε σχέση με το ρόλο της εργατικής τάξης και της αγροτιάς, δίνοντας στους αγρότες ένα πολύ πιο κεντρικό ρόλο στη σοσιαλιστική επανάσταση. Ο Τσε επηρεάστηκε επίσης από τη νίκη του αγροτικού στρατού του Μάο Τσε Τούνγκ στην Κίνα το 1949, και από το συνεχιζόμενο εθνικοαπελευθερωτικό κίνημα στο Βιετνάμ. Αναμφίβολα, επηρεάστηκε και από ορισμένα από τα γραπτά του Μάο.

Τα Λατινοαμερικάνικα Κομμουνιστικά Κόμματα, παρόλο που τυπικά βασίζονταν στην εργατική τάξη των πόλεων, ακολουθούσαν στην πράξη την πολιτική της υποστήριξης των Λαϊκών Μετώπων. Αυτή η πολιτική προσπαθούσε στην ουσία να περιορίσει τους αγώνες των μαζών μέσα στα πλαίσια του καπιταλισμού. Ο Τσε, μαζί με ένα πλατύ στρώμα της νεολαίας της Λ. Αμερικής, θεωρούσε αυτή την πολιτική πολύ "δογματική" και αναζητούσε κάτι πιο "ριζοσπαστικό".

Αυτό που προσπάθησε να πετύχει ο Τσε ήταν να εφαρμόσει μια πιο σύγχρονη "μαρξιστική" προσέγγιση στις συγκεκριμένες συνθήκες της Λ. Αμερικής. Ωστόσο τελικά, η μόνη εναλλακτική λύση που κατόρθωσε να προβάλλει ενάντια στην καταστροφική πολιτική των Κομμουνιστικών Κομμάτων, ήταν η υπεράσπιση του αντάρτικου αγώνα σαν την κινητήρια δύναμη της επανάστασης σε ολόκληρη την ήπειρο.

Οπως ήταν επόμενο, κατέληξε στο συμπέρασμα πως η ηγετική τάξη στην επανάσταση είναι η "αγροτιά με μια προλεταριακή ιδεολογία". Ετσι σε μια ομιλία του που δημοσιεύτηκε τον Ιούνη του 1960 με τίτλο "Οι ευθύνες της Εργατικής Τάξης στην Επανάσταση μας", εξήγησε ότι "δεν είναι μυστικό πως η δύναμη του επαναστατικού κινήματος βρισκόταν κύρια στους αγρότες, και κατά δεύτερο λόγο στην εργατική τάξη... Η Κούβα, όπως κι όλες οι υπανάπτυκτες χώρες, δεν έχει ένα ισχυρό προλεταριάτο." Ο Τσε στην ίδια ομιλία τόνισε πως "...ο εργάτης ήταν μερικές φορές προνομιούχο άτομο".

Στην πραγματικότητα, η "κυρίαρχη" θέση των αγροτών στην επανάσταση περιόριζε την εργατική τάξη σε ένα δευτερεύοντα ρόλο. Δηλαδή υποστήριζε ακριβώς το αντίθετο από αυτό που ο Μαρξισμός θεωρεί ότι είναι πρωταρχικό για την επιτυχία της επανάστασης και το χτίσιμο του σοσιαλισμού.

Είναι βέβαια αλήθεια πως οι εργάτες στις πόλεις της Κούβας εκείνη την περίοδο είχαν ψηλότερο βιοτικό επίπεδο απ' τους αγρότες στην επαρχία. Κάθε προνόμιο, όμως είναι σχετικό. Πίσω από την εικόνα μιας "προνομιούχας" εργατικής τάξης κρυβόταν η λαθεμένη ιδέα πως το επαναστατικό δυναμικό οποιουδήποτε κοινωνικού στρώματος κρίνεται μονάχα από το βαθμό της εξαθλίωσης του. Αυτό που διέφευγε της προσοχής του Τσε ήταν ο ρόλος που θα μπορούσε να παίξει η εργατική τάξη εξαιτίας της κρίσιμης θέσης της στην παραγωγή. Ο προδοτικός ρόλος των κομμουνιστών ηγετών συνέβαλε βέβαια αποφασιστικά στη διαμόρφωση αυτών των συμπερασμάτων από τον Τσε.

Στο βιβλίο του "Ο Ανταρτοπόλεμος", ο Τσε υποβαθμίζει πάλι το ρόλο που μπορεί να παίξει η εργατική τάξη. Αναφερόμενος στις "3 συμβολές" της Κούβας στην επαναστατική στρατηγική, ο Τσε υποστηρίζει ότι: "Η τρίτη συμβολή είναι βασικά στρατηγικού χαρακτήρα, και αποτελεί διάψευση όλων εκείνων που δογματικά διακηρύσσουν πως ο αγώνας των μαζών επικεντρώνεται στα κινήματα των πόλεων, ξεχνώντας ολότελα τη μαζική συνεισφορά του λαού της υπαίθρου στη ζωή όλων των υπανάπτυχτων χωρών της Λ. Αμερικής". Παρακάτω συνεχίζει υποστηρίζοντας πως οι συνθήκες καταπίεσης που υπάρχουν στις πόλεις είναι ένα σημαντικό εμπόδιο στο οργανωμένο εργατικό κίνημα. "Η κατάσταση", λέει, "είναι ευκολότερη στην ύπαιθρο όπου οι κάτοικοι μπορούν να στηριχτούν στους ένοπλους αντάρτες".

Ο Τσε παραβλέπει και πάλι τον κεντρικό ρόλο των εργατών σαν τάξη στο χτίσιμο του σοσιαλισμού και περιορίζει τη σημασία της επανάστασης σ' ένα σημαντικό βέβαια ζήτημα τακτικής. Αντί όμως να απαντήσει πως μπορούν να ξεπεραστούν οι δυσκολίες που έχει να αντιμετωπίσει το κίνημα στις πόλεις, ο Τσε, δυστυχώς, παρατάει αυτό το ζήτημα για να πάει στα βουνά όπου οι αντάρτες μπορούν να "στηρίξουν" τους ντόπιους κατοίκους.

Η θεωρία των Foco

Στο ίδιο βιβλίο, υποστηρίζει πως "...η αρένα της ένοπλης πάλης πρέπει βασικά να είναι η ύπαιθρος". Τα αντάρτικα κέντρα θα βασίζονται στην υποστήριξη της αγροτιάς και θα δρούν με στόχο να προκαλέσουν τη λαϊκή εξέγερση που θα ανατρέψει τα καθεστώτα, σύμφωνα με τη θεωρία των "foco". Την θέση αυτή του Τσε την ολοκλήρωσε στην συνέχεια ο Γάλλος διανοούμενος Ρετζίς Ντεμπρέ, που τη γενίκευσε πέρα από τα όρια της Λ. Αμερικής. Ετσι, ο Τσε απηχούσε τις απόψεις του Ντεμπρέ όταν το 1963 έγραφε σε ένα άρθρο του με τίτλο "Χτίζοντας ένα Κόμμα της Εργατικής Τάξης": "Πήγαμε από την ύπαιθρο στην πόλη, από το μικρότερο στο μεγαλύτερο, δημιουργώντας ένα επαναστατικό κίνημα που κορυφώθηκε στην Αβάνα" (η έμφαση δική μας).

Στην πραγματικότητα οι αντάρτες δεν "δημιούργησαν" το επαναστατικό κίνημα, αλλά κατόρθωσαν να παρέμβουν σε μια κατάσταση πολιτικού κενού και να πάρουν αυτοί την πρωτοβουλία. Αυτό έγινε δυνατό εξαιτίας των συγκεκριμένων αντικειμενικών συνθηκών που υπήρχαν στην Κούβα. Όταν ο Τσε προσπάθησε να εφαρμόσει αυτές τις ιδέες του σε άλλες χώρες της Λ. Αμερικής απέτυχε.

Οι Μαρξιστές δεν υποστηρίζουν ότι ο αντάρτικος αγώνας στην ύπαιθρο, κάτω από ορισμένες συνθήκες, δεν μπορεί να νικήσει και να ανατρέψει το υπάρχον καθεστώς. Ομως, αν η εργατική τάξη δεν βρίσκεται συνειδητά επικεφαλής της επαναστατικής διαδικασίας, δε θα μπορέσει να εγκαθιδρυθεί ένα νέο καθεστώς στηριγμένο στην εργατική δημοκρατία που να μπορεί να αρχίσει την οικοδόμηση του σοσιαλισμού.

Ωστόσο, παρ' όλη την λαθεμένη προσέγγιση του Τσε σε αυτά τα ζητήματα, η αταλάντευτη πίστη του στην αναγκαιότητα του σοσιαλισμού είχε αποφασιστικό αντίκτυπο στις εξελίξεις μέσα στο Κίνημα της 26ης Ιούλη και στην μετέπειτα κατεύθυνση των επαναστατικών διεργασιών στην Κούβα.

Η Γκράνμα και το Κίνημα της 26ης Ιούλη


Στις 2 Δεκέμβρη του 1956, 82 άντρες που ξεκίνησαν από το Μεξικό μ' ένα παλιό καράβι την "Γκράνμα", αποβιβάστηκαν σε μια ακτή της Κούβας. Η όλη επιχείρηση σχεδόν κατέληξε σε καταστροφή. Το ταξίδι που ήταν προγραμματισμένο να διαρκέσει πέντε μέρες, διάρκεσε εφτά. Πολλές φορές η κατάσταση ήτανε κωμικοτραγική. Καθώς πλησίαζαν την ακτή της Κούβας ο τιμονιέρης έπεσε στη θάλασσα.

Η απόβαση τους είχε σχεδιαστεί να συμπέσει με μια ένοπλη εξέγερση στην πόλη του Σαντιάγο και με την αποστολή 100 ανταρτών από την Κούβα, που θα περίμεναν την άφιξη της "Γκρανμα" με φορτηγά και εφόδια. Υπεύθυνος για την οργάνωση όλων αυτών στην Κούβα ήταν ο Φρανκ Παϊς, ένας από τους ηγέτες του Κινήματος της 26ης Ιούλη στην επαρχία Οριέντε. Ο ίδιος ήταν επίσης υπεύθυνος για τον ανεφοδιασμό των ανταρτών, μέσα από το παράνομο δίκτυο που είχε χτιστεί στις πόλεις, τους "Πεδινούς". Μετά την άφιξη της "Γκρανμα" το σχέδιο προέβλεπε να επιτεθούν όλοι μαζί οι αντάρτες στις πόλεις Νικέρο και Μανζανίλο, πριν προχωρήσουν προς την οροσειρά της Σιέρα Μαέστρα, από όπου ο Κάστρο σχεδίαζε να ξεκινήσει τον πόλεμο ενάντια στον Μπατίστα.

Ο Μπατίστα ωστόσο, συνέτριψε την απόπειρα εξέγερσης στο Σαντιάγκο κι έστειλε στρατό στην επαρχία του Οριέντε, ενώ την ίδια ώρα ναυτικές και αεροπορικές δυνάμεις περιπολούσαν στην περιοχή, περιμένοντας την άφιξη του Κάστρο και της ομάδας του.

Η εξέγερση άρχισε άσχημα και θα πήγαινε ακόμη χειρότερα. Οι αντάρτες αναγκάστηκαν ν' αποβιβαστούν μέρα μεσημέρι γιατί το καράβι τους βυθίστηκε, βγήκαν σε μια ακτή ένα μίλι μακριά από το μέρος που είχανε το ραντεβού τους, άφησαν όλα τα εφόδια τους πίσω, ενώ η ομάδα που θα τους συναντούσε στην ακτή απογοητεύτηκε και έφυγε αφού περίμενε δύο ολόκληρες μέρες. Όπως ήταν επόμενο κάποιο αεροπλάνο της αεροπορίας τους επισήμανε και ο στρατός τους πλησίασε και τους έστησε ενέδρα. Όταν άρχισε η επίθεση, η ομάδα πανικοβλήθηκε χωρίστηκε στα δύο, και περιπλανιόταν χαμένη και αποπροσανατολισμένη για δύο ολόκληρες μέρες.

Όπως έγραψε ο Τσε αργότερα στο ημερολόγιο του, ήταν "χαμένοι, περπατούσαν σε συνεχείς κύκλους, ένας στρατός σκιών και φαντασμάτων, που τους κινούσε μόνο κάποιος κρυφός ψυχικός μηχανισμός". Τελικά οι αντάρτες ξανασυναντήθηκαν και κατευθύνθηκαν ανατολικά προς τα όρη της Σιέρα, χάρη στις οδηγίες ενός ντόπιου χωρικού. Στην πρώτη αυτή σύγκρουση με τον στρατό, έχασαν τους περισσότερους συντρόφους τους (νεκρούς ή συλληφθέντες) και ο Τσε τραυματίστηκε ελαφρά μόνο στο λαιμό.

Εξαντλητικός πόλεμος

Αυτή ήτανε μόνο η πρώτη φάση ενός εξαντλητικού πολέμου, που διάρκεσε περίπου δύο χρόνια. Τελείωσε τον Γενάρη του 1959, όταν ο Μπατίστα εγκατέλειψε τη χώρα παραμονή της Πρωτοχρονιάς. Έτσι, οι νικηφόρες δυνάμεις του Κινήματος της 26ης Ιούλη, μπήκαν θριαμβευτικά στην Αβάνα, που είχε παραλύσει από μία γενική απεργία των εργατών. Από τους 82 που αποβιβάστηκαν στην ακτή από την "Γκράνμα", μόνο λίγοι περισσότεροι από 20, διασώθηκαν τελικά κι έφτασαν στην Σιέρα Μαέστρα. Ακόμα λιγότεροι έζησαν μέχρι την Πρωτοχρονιά του 1959 για να δούν τον θρίαμβο της επανάστασης. Πως μπόρεσε όμως μια τόσο μικρή ομάδα να θριαμβεύσει μέσα σε δύο μόνο, αιματηρά και ταραγμένα χρόνια; Η απάντηση βρίσκεται στον συγκεκριμένο συνδυασμό πολιτικών και κοινωνικών συνθηκών. Πρώτα απ' όλα η κοινωνική επιρροή του Μπατίστα κατέρρεε, η αντιπολίτευση στη δικτατορία μεγάλωνε και το καθεστώς βρισκότανε το 1959 στα όρια της διάλυσης. Η κατάσταση αυτή είχε επηρεάσει αναπόφευκτα και τον στρατό που είχε χάσει εντελώς το ηθικό του.

Την ίδια ώρα κανένα από τα επίσημα κόμματα της αντιπολίτευσης δεν είχε κατορθώσει να κερδίσει την υποστήριξη του πληθυσμού. Το πειθήνιο PSP (δηλαδή το Κ.Κ.) είχε χάσει το μεγαλύτερο μέρος της επιρροής του, γιατί υποστήριζε τόσα χρόνια τον Μπατίστα. Οι ηγέτες του μάλιστα χρησιμοποίησαν όση επιρροή τους είχε απομείνει για να εμποδίσουν το ξεσήκωμα των εργατών.

Ετσι δημιουργήθηκε ένα σοβαρό πολιτικό κενό στην Κούβα, το οποίο κατόρθωσε να εκμεταλλευθεί ο Κάστρο -παρά το γεγονός ότι οι δυνάμεις του ήταν πολύ μικρές- για να κερδίσει την υποστήριξη των λαϊκών μαζών. Είναι χαρακτηριστικό ότι, στα τέλη του 1958 ο Κάστρο, δεν είχε περισσότερους από τρεις χιλιάδες άντρες στο αντάρτικο και αυτός ο αριθμός περιελάμβανε και πολλούς αμάχους που βρισκόντουσαν εγκατεστημένοι στα διάφορα αντάρτικα στρατόπεδα. Αν δούμε τον πόλεμο αυτό ανάμεσα στο 1956-1958 μόνο από μια στρατιωτική άποψη, τότε θα πρέπει να πούμε ότι ο Κάστρο κέρδισε μια αξιοθαύμαστη νίκη. Ο Πρώσος στρατηγός και συγγραφέας Κλαούζεβιτς, υποστήριζε σωστά ότι: "ο πόλεμος δεν είναι μόνο μια πολιτική πράξη, αλλά είναι κι ένα πραγματικό πολιτικό εργαλείο, η συνέχιση δηλαδή της πολιτικής μάχης με άλλα μέσα". Ετσι πρέπει να πούμε ότι ήταν κύρια η αντικειμενική πολιτική κατάσταση και η κοινωνική πραγματικότητα, όπως εξελίχθηκε στην Κούβα, που επέτρεψαν τελικά στον Κάστρο να πετύχει μια τέτοια νίκη μόνο μέσα σε δύο χρόνια.

Για να γίνει δυνατή αυτή η νίκη, έπαιξαν οπωσδήποτε αποφασιστικό ρόλο και υποκειμενικοί παράγοντες, όπως για παράδειγμα η κατάρρευση του ηθικού του Κουβανικού στρατού και η θέληση κι αποφασιστικότητα των ανταρτών του Κινήματος της 26ης Ιούλη. Οι αντάρτες μπόρεσαν να κερδίσουν την συμπάθεια και την υποστήριξη των αγροτών και του αστικού πληθυσμού εξαιτίας του λαϊκού μίσους που υπήρχε ενάντια στον Μπατίστα. Ήταν σημαντικό επίσης ότι δεν υπήρχε καμιά άλλη πολιτική δύναμη που να διεξάγει ένα τόσο αποφασιστικό αγώνα ενάντια στο μισητό καθεστώς.

Η λαϊκή αυτή υποστήριξη μεγάλωσε όσο προχωρούσε ο πόλεμος και αποκαλύπτονταν η κτηνωδία του καθεστώτος σε αντίθεση με τον ηρωϊσμό των αγωνιστών του Κάστρο. Ακόμα όταν οι αντάρτες συλλάμβαναν στρατιώτες του Μπατίστα σαν αιχμάλωτους, δεν τους εκτελούσαν όπως έκαναν οι αξιωματικοί του καθεστώτος όταν συλλάμβαναν αντάρτες και χωρικούς. Συζητούσαν μαζί τους και μετά τους άφηναν ελεύθερους, χωρίς να τους πειράξουν. Τέτοιες ενέργειες, έπαιξαν μεγάλο ρόλο στο να υπονομεύσουν το ηθικό του στρατού του Μπατίστα. Ο Κάστρο βέβαια δεν έχανε καμιά ευκαιρία για να παρουσιάσει τον εαυτό του σαν ένα σύγχρονο Χοσέ Μαρτί -ένα νέο απελευθερωτή της Κούβας.

Ο Τσε Γκεβάρα αναδείχτηκε γρήγορα σαν ένας από τους κύριους στρατιωτικούς και πολιτικούς ηγέτες των ανταρτών. Στην αρχή είχε στρατολογηθεί σαν γιατρός της ομάδας. Τα γεγονότα ωστόσο, τον έσπρωξαν προς άλλη κατεύθυνση και αποκάλυψαν άλλες πολύτιμες αρετές του χαρακτήρα του. Στη πρώτη σοβαρή σύγκρουση ανάμεσα στους αντάρτες και τον στρατό, χρειάστηκε να αποφασίσει μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα εάν θα αρπάξει τα ιατρικά του σύνεργα ή ένα αυτόματο και πυρομαχικά. Όταν μέσα στη φωτιά της μάχης κατέληξε να διαλέξει το αυτόματο, φάνηκε καθαρά ότι παρά τις ιατρικές γνώσεις και την εμπειρία του δεν επρόκειτο να παίξει το ρόλο του γιατρού της ομάδας.

Όσο συνεχιζόταν ο πόλεμος τόσο το κύρος του Τσε μεγάλωνε στα μάτια των ανταρτών συντρόφων του. Οχι μόνο πήρε ενεργά μέρος στις μάχες ενάντια στο στρατό αλλά πρωτοστατούσε και στις πιο επικίνδυνες αποστολές. Κατά τη διάρκεια μιας αεροπορικής επιδρομής κι ενώ όλοι οι άλλοι αντάρτες έτρεχαν να γλυτώσουν, συμπεριλαμβανομένου και του Κάστρο, ο Τσε διατήρησε την ψυχραιμία του κι έμεινε πίσω για να βοηθήσει τους άλλους συντρόφους του να διαφύγουνε. Τελικά πήρε το βαθμό του κομαντάντε και απέκτησε δικιά του ομάδα με βοηθό τον Ραούλ, τον αδελφό του Κάστρο.

Το πιο σημαντικό χάρισμα του Τσε ήταν ότι καθοδηγούσε μόνο με το παράδειγμα και ποτέ δεν ζήτησε από τους άντρες του να κάνουν οτιδήποτε που δεν θα ήταν διατεθειμένος να το κάνει πρώτα ο ίδιος. Επίσης δεν δεχόταν κανένα προνόμιο που θα μπορούσε να έχει ανάλογα με τον βαθμό του, -αν και τα περιθώρια για προνόμια ήταν λίγα όσο ακομα πολεμάγανε στη Σιέρα Μαέστρα- παρά το γεγονός ότι η υγεία του ήταν σε πολύ χειρότερη κατάσταση από αυτή των άλλων αντρών. Οι συχνές κρίσεις του άσθματος που τον συγκλόνιζαν στην ζούγκλα, θα είχαν αναγκάσει πολλούς άλλους αγωνιστές να εγκαταλείψουν το πεδίο της μάχης.

Ομάδα αυτοκτονίας

Η ομάδα των ανταρτών που διοικούσε ήταν χωρίς αμφιβολία από τις πιο αποφασισμένες και ηρωϊκές. Τους εμψύχωνε διαρκώς με το παράδειγμα της δικής του τόλμης και της αποφασιστικότητας. Ετσι ήταν αποφασισμένοι να συνεχίσουν τον αγώνα, ακόμη και μπροστά σε ανυπέρβλητα πολλές φορές εμπόδια. Η "ομάδα αυτοκτονίας" που ίδρυσε μέσα στο τμήμα του για να φέρει σε πέρας τις πιο επικίνδυνες αποστολές, απέκτησε μεγάλη φήμη για την πειθαρχία και τον ηρωισμό της. Έγινε στην πράξη ένα μοντέλο για όλους τους άλλους αντάρτες

.

Όπως έγραψε ο Τσε στο πολεμικό του ημερολόγιο: "η ομάδα αυτοκτονίας ήταν ένα παράδειγμα επαναστατικού ηθικού και στρατολογούνταν μόνο επιλεγμένοι εθελοντές. Όποτε πέθαινε ένας άντρας της ομάδας, όπως συνέβαινε συχνά στις μάχες, και ανακοινωνόταν το όνομα ενός νέου μέλους της, αυτοί που δεν είχαν επιλεγεί ήταν απαρηγόρητοι και πολλές φορές κλαίγανε. Ηταν πολύ παράξενο να βλέπεις αυτούς τους ψημένους και ευγενείς πολεμιστές να δείχνουνε την νεότητα τους κλαίγοντας απελπισμένα, γιατί δεν είχαν την τιμή να μπορούν να παλέψουν στην πρώτη γραμμή της μάχης και του θανάτου".

Ωστόσο, υπήρχε κι ένας άλλος λόγος, που το τμήμα του ήταν από τα πιο μαχητικά και ηρωϊκά. Ο Τσε άρχισε ν' οργανώνει προγράμματα πολιτικής εκπαίδευσης για ορισμένα από τα μέλη της. Οι σοσιαλιστικές του ιδέες άρχισαν να ριζώνουν ανάμεσα σ' αρκετούς από τους αντάρτες και η φήμη του μεγάλωνε. Όμως εκτός από την την πολεμική σύγκρουση εμφανίστηκε και μια πολιτική διαμάχη, που ξέσπασε μέσα στις γραμμές του ίδιου του Κινήματος της 26ης Ιούλη. Η διαμάχη αυτή στην ουσία εξελίχθηκε σ' ένα αγώνα επικράτησης ανάμεσα στους αντάρτες στα βουνά και στους "Πεδινούς", που έκαναν παράνομη αντίσταση στις πόλεις. Την ίδια ώρα η σύγκρουση αυτή αφορούσε στην ουσία το τι πίστευε και το γιατί πάλευε το Κίνημα της 26ης Ιούλη. Στην πραγματικότητα ο Τσε που υπεράσπιζε ανοικτά τις σοσιαλιστικές ιδέες, στην αρχή ήταν μια μειοψηφία σ' αυτή την σύγκρουση που αναπτύχθηκε.

Ο χαρακτήρας του Κινήματος της 26ης Ιούλη

Η ιδεολογία και το πρόγραμμα του Κινήματος της 26ης Ιούλη, αντανακλούσε την κοινωνική σύνθεση των περισσοτέρων υποστηρικτών και μελών του. Η πλειοψηφία των ηγετών του προέρχονταν από την μεσαία αστική τάξη και ορισμένοι από τα ανώτερα στρώματα της. Ετσι ενώ το κίνημα αυτό είχε στις γραμμές του ένα σημαντικό στρώμα φτωχών μικροαστών και εργατών, όπως φάνηκε κι από την κοινωνική σύνθεση των αγωνιστών που πήραν μέρος στο επεισόδιο της Μονκάντα, δεν ήταν ένα πολιτικό ρεύμα, το οποίο γεννήθηκε μέσα από την εργατική τάξη.

Ο Κάστρο στην αρχή είχε δημιουργήσει ένα στενό πυρήνα ηγετών, που αποτελούσαν στην ουσία την καθοδηγητική επιτροπή, που ο ίδιος είχε ορίσει το καλοκαίρι του 1955. Αυτή η ηγεσία αντανακλούσε το Κίνημα εκείνης της εποχής. Οι περισσότεροι ήταν πρώην φοιτητές προερχόμενοι από την ανώτερη μεσαία τάξη. Το Εθνικό Διευθυντήριο (στο οποίο ο Κάστρο δεν ήταν μέλος), που ήτανε υπεύθυνο για τις επικοινωνίες, τις παράνομες δραστηριότητες στις πόλεις, και τον ανεφοδιασμό των ανταρτών, αποτελούνταν από τέτοιους ανθρώπους. Πολλοί απ' αυτούς αγωνίστηκαν με αυτοθυσία και αρκετοί συλλήφθηκαν και βασανίστηκαν από την αστυνομία του Μπατίστα. Όμως πολιτικά αυτό που τους ένωνε ήταν βασικά ο αγώνας για την ανατροπή του Μπατίστα και τίποτα άλλο.

Το πρόγραμμα και η ιδεολογία του Κινήματος της 26ης Ιούλη χαρακτηριζόταν στην ουσία από αμφιταλαντεύσεις και αμορφία, δηλαδή από τα κύρια πολιτικά χαρακτηριστικά της μικροαστικής τάξης των πόλεων. Τα περισσότερα από τα μέλη του στην πραγματικότητα δεν επεδίωκαν τίποτα περισσότερο από την εγκαθίδρυση μιας καπιταλιστικής κοινοβουλευτικής δημοκρατίας και την εφαρμογή ενός ριζοσπαστικού, δημοκρατικού προγράμματος μεταρρυθμίσεων.

Ο Τσε έβλεπε με αρκετή καχυποψία πολλούς από τους συνεργάτες του Κάστρο, από τα αστικά κέντρα, που ήτανε στο Εθνικό Διευθυντήριο. "Μέσα από μεμονωμένες συζητήσεις μαζί τους ανακάλυψα ότι, οι περισσότεροι είχαν φανερά αντικομουνιστικές τάσεις", έγραψε στο ημερολόγιο του.

Μέσα σ' αυτό το Κίνημα υπήρχε βέβαια και μια πιο ριζοσπαστική πτέρυγα, την οποία στην ουσία εκπροσωπούσε ο Κάστρο. Το "Κάλεσμα στον Κουβανικό λαό" για παράδειγμα που ήταν πολύ μαχητικό, το σύνταξε ο ίδιος. Για να υπερασπίσει την ανακοίνωση των ανταρτών ότι θα βάλουν φωτιά στις φυτείες της ζάχαρης, έγραφε τα εξής: "Ρωτάμε όλους αυτούς, που αντιτάσσονται σ' αυτό το μέτρο, δήθεν για ν' υπερασπιστούν την δουλειά των εργατών: Γιατί δεν υπερασπίζουνε τους εργάτες όταν οι εργοδότες καταβροχθίζουν τους μισθούς τους, όταν αρπάζουν τις συντάξεις τους, όταν τους πληρώνουνε με ομόλογα χωρίς αξία, όταν τους δολοφονούνε από την πείνα τους οκτώ μήνες που δεν δουλεύουν; Γιατί χύνουμε το αίμα μας σήμερα αν όχι για τους φτωχούς της Κούβας; Τι σημασία έχει να πεινάσουν λίγο περισσότερο σήμερα, αν πρόκειται να κερδίσουν το ψωμί και την ελευθερία τους αύριο";

Έτσι, αν και από μια μαρξιστική σκοπιά, είναι λαθεμένο οι αντάρτες να καίνε τις φυτείες της ζάχαρης και να υποκαθιστούνε με αυτό τον τρόπο τους εργάτες στις φυτείες, αντί να τους καλούν να μπούνε οι ίδιοι στη μάχη, η μαχητική διάθεση αυτού του καλέσματος είχε μεγάλη απήχηση στο φτωχό λαό της Κούβας.

Ωστόσο, το πρόγραμμα που υποστήριζε και προωθούσε ακόμη κι ο ίδιος ο Κάστρο στα πρώτα στάδια του πολέμου, παρά το γεγονός ότι είχε ένα κοινωνικό περιεχόμενο, δεν πήγαινε πέρα από τα όρια του καπιταλισμού. Στις αρχές του 1957 για παράδειγμα ένας γνωστός δημοσιογράφος των Times της Νέας Υόρκης, ο Χέρμπερτ Μάθιους, που ήταν ανταποκριτής και στον Ισπανικό εμφύλιο πόλεμο, εξασφάλισε μια συνέντευξη με τον Κάστρο. Όταν δημοσιεύθηκε τον Φεβρουάριο, έσκασε σαν βόμβα στο διεθνές πολιτικό σκηνικό και αποτέλεσε μια μεγάλη επιτυχία για τον Κάστρο, γιατί ο Μπατίστα εκείνη την περίοδο, υποστήριζε ότι ο ηγέτης των ανταρτών είχε ήδη σκοτωθεί στη μάχη. Ομως αυτή η συνέντευξη αποκάλυψε πολλά για τις πολιτικές ιδέες και θέσεις του Κάστρο εκείνη την περίοδο.

"Είναι ένα επαναστατικό κίνημα", έγραψε ο Μάθιους, "που ονομάζει τον εαυτό του σοσιαλίζων. Είναι επίσης εθνικιστικό, που γενικά μιλώντας σημαίνει αντιαμερικανικό. Το πρόγραμμα του είναι θολό και γεμάτο γενικολογίες, αλλά παρόλ' αυτά αποτελεί μια νέα ευκαιρία για την Κούβα, για μια Κούβα ριζοσπαστική, δημοκρατική και γι' αυτό αντικομμουνιστική. Η πραγματική δύναμη του βρίσκεται στο ότι πολεμάει ενάντια στην στρατιωτική δικτατορία του Προέδρου Μπατίστα... (Ο Κάστρο) πιστεύει με πάθος στις ιδέες της ελευθερίας, της δημοκρατίας, της κοινωνικής δικαιοσύνης,και στην ανάγκη να επανέλθει η συνταγματική τάξη και να γίνουν εκλογές". Ο Κάστρο δήλωσε στον Μάθιους ότι: "Μπορείς να είσαι σίγουρος ότι δεν έχουμε καμία εχθρότητα ενάντια στις ΗΠΑ και στον αμερικάνικο λαό... Πολεμάμε για μια δημοκρατική Κούβα και για το τέλος της δικτατορίας. Δεν είμαστε ενάντια στον στρατό... γιατί ξέρουμε ότι οι στρατιώτες και πολλοί από τους αξιωματικούς είναι καλοί άνθρωποι".

Παράλληλα με την συνέντευξη ο Κάστρο κατόρθωσε να δώσει και την εντύπωση στον Μάθιους, ότι έχει πίσω του περισσότερες δυνάμεις απ' αυτές που πραγματικά υπήρχαν. Έτσι, ο Μάθιους μετέφερε ότι, μαζί με τον Κάστρο ήταν όχι μόνο 80 από τους αντάρτες που τον συνόδευαν στη "Γκράνμα", αλλά και πολλοί νέοι που αυξάνονταν συνεχώς. Οπως αναφέρει ο ιστορικός Χιου Τόμας, εκείνη την ημέρα ο αδελφός του Κάστρο πέρναγε ξανά και ξανά μπροστά από τον Μάθιους με την ίδια ομάδα ανταρτών διαφορετικά ντυμένους κάθε φορά, για να δείξει ότι είχε περισσότερες δυνάμεις και με αυτή την έννοια να κοροϊδέψει τον Μπατίστα. Ο Κάστρο στην πραγματικότητα δεν είχε εκείνη την ημέρα μαζί του περισσότερους από είκοσι αντάρτες.

Είναι πράγματι γεγονός ότι ο Κάστρο εκείνη την περίοδο δεν είχε ξεκαθαρίσει ακόμη την πολιτική του φιλοσοφία. Σύμφωνα με ενημερωμένες πηγές μέχρι το 1960 δεν υποστήριζε τον σοσιαλισμό. Ο Τσε συζητώντας με ένα φίλο του από το Μεξικό τον Δρ. Ντέιβιντ Μιτράνι, του δήλωσε ότι έλπιζε να μεταμορφώσει την Κούβα σε ένα σοσιαλιστικό κράτος, αλλά ότι ο Φιντέλ δεν είχε ακόμη πειστεί (δες βιογραφία Τζον Άντερσον).

Μετά τη νίκη της Κουβανικής επανάστασης, άρχισε διαδίδεται η εκδοχή ότι η ανατροπή του καπιταλισμού στην Κούβα, είχε προβλεφθεί από τον Κάστρο και μάλιστα είχε προετοιμαστεί σε συνεργασία με την γραφειοκρατία που τότε είχε την εξουσία στη Μόσχα. Η άποψη αυτή όχι μόνο υπερεκτιμά κατά πολύ τις πολιτικές ιδέες που είχαν τότε οι ηγέτες του Κινήματος της 26ης Ιούλη, αλλά και λαθεμένα υπερβάλλει τον ρόλο της γραφειοκρατίας στη Μόσχα, στην διαδικασία της ανατροπής του καπιταλισμού στην Κούβα.

Στην πραγματικότητα, ήταν η εξέλιξη της ίδιας της επανάστασης σε συνδυασμό με άλλους εθνικούς και διεθνείς παράγοντες, που έσπρωξε τους βασικούς ηγέτες της να υιοθετήσουν μια νέα πολιτική και κοινωνική τοποθέτηση, την οποία δεν είχαν καν φανταστεί όταν ξεκινούσαν. Όπως εξήγησε ο Τσε το 1960: "οι βασικοί ηγέτες αυτής της επανάστασης δεν είχαν μια συγκροτημένη πολιτική άποψη" (Σημειώσεις για την μελέτη της ιδεολογίας της Κουβανικής επανάστασης).

Ο αντίκτυπος μεγάλων κοινωνικών γεγονότων και ιδιαίτερα πολέμων και αγώνων ανάμεσα στις διάφορες τάξεις στην κοινωνία, επηρεάζει αποφασιστικά τις πολιτικές απόψεις των ατόμων. Ο Τσε Γκεβάρα για παράδειγμα, ανέπτυξε εμπειρικά τις ιδέες του για το αντάρτικο κατά τη διάρκεια του ίδιου του πολέμου ενάντια στη δικτατορία του Μπατίστα. Ο αντάρτικος αγώνας είχε πράγματι σαν αποτέλεσμα την ριζοσπαστικοποίηση των ίδιων των ηγετών του. Σε ένα γράμμα τον Απρίλη του 1960, ο Τσε έγραφε στον Ερνέστο Σαμπάτο, ένα γνωστό Αργεντινό συγγραφέα: "Ο πόλεμος μας επαναστατικοποίησε. Μ' αυτό τον τρόπο γεννήθηκε η επανάσταση μας, μ' αυτό τον τρόπο σχηματίστηκαν τα συνθήματα μας και έτσι σιγά-σιγά μέσα στην φωτιά των γεγονότων αρχίσαμε να βγάζουμε και θεωρητικά συμπεράσματα για να ολοκληρώσουμε τις ιδέες μας".

Ο Τσε ήτανε πιο πολιτικά ανεπτυγμένος από όλους τους αντάρτες ηγέτες, με την έννοια ότι είχε υιοθετήσει και υποστήριζε μια εναλλακτική ιδεολογία. Από μια μαρξιστική σκοπιά τα θεωρητικά συμπεράσματα που τελικά έβγαλε ήταν λαθεμένα και πολλές φορές αρκετά πρωτόγονα. Όμως, κατόρθωσε παρόλ' αυτά να εξασκεί μια όλο και μεγαλύτερη επιρροή πάνω στον Κάστρο, όσο ο αγώνας προχωρούσε. Ο Τσε αγωνιζόταν για την σοσιαλιστική επανάσταση μ' ένα διεθνιστικό χαρακτήρα, αλλά δεν είχε στο μυαλό του, μ' ένα δουλεμένο τρόπο ούτε τις προοπτικές, ούτε το πρόγραμμα με το οποίο θα πετύχει αυτό τον μεγάλο σκοπό. Όπως ο ίδιος παραδέχτηκε, οι ιδέες του αναπτύχθηκαν αυθόρμητα και επηρεάστηκαν κύρια από τις προσωπικές του εμπειρίες, παρά από μια πλατιά κατανόηση των ιστορικών γεγονότων και των συμπερασμάτων του παγκόσμιου εργατικού κινήματος.

Οι διαφωνίες βγήκαν στην επιφάνεια

Μέσα στις γραμμές του Κινήματος της 26ης Ιούλη τα πράγματα δεν παρέμειναν πολιτικά στάσιμα κατά την διάρκεια του εμφυλίου πολέμου. Ο Κάστρο ήθελε να επιβάλει τον αντάρτικο στρατό σαν την βασική ηγεσία του κινήματος κάτω από δικό του έλεγχο. Στην αρχή οι διαφορές διατηρήθηκαν μέσα σε ελεγχόμενα όρια. Πρώτα εμφανίστηκαν σε μια συνάντηση το 1957, όταν ορισμένοι από τους ηγέτες στις πόλεις υποστήριξαν ότι ο Κάστρο έπρεπε να φύγει από την Σιέρα Μαέστρα και να οργανώσει μια σειρά από ομιλίες σε διάφορες χώρες με στόχο την άντληση χρημάτων. Αυτή η πρόταση έδειχνε ξεκάθαρα ότι αυτό που ήθελαν ήταν να περιορίσουν την σημασία του αντάρτικου αγώνα στη Σιέρα Μαέστρα. Ο Κάστρο όμως κατόρθωσε να επιβληθεί σχετικά εύκολα σ' εκείνη την συνάντηση και να κερδίσει την πλειοψηφία ενάντια σ' αυτές τις προτάσεις.

Ωστόσο μέσα στους επόμενους μήνες αυτή η διαφορά μεγάλωσε και εξελίχθηκε σε μια ανοικτή πολιτική σύγκρουση ανάμεσα στους "Πεδινούς" και τους ηγέτες των ανταρτών. Οι αντάρτες στην πραγματικότητα πίστευαν ότι οι "Πεδινοί" ηγέτες ήταν φοβιτσιάρηδες και δειλοί και δεν είχαν και πολύ άδικο σ' αυτή τους την εκτίμηση. Στην ουσία στο Εθνικό Διευθυντήριο συμμετείχαν ορισμένα από τα πιο συντηρητικά στρώματα του Κινήματος της 26ης Ιούλη.

Όμως, ένα άλλο πολιτικό στοιχείο έπαιξε σημαντικό ρόλο στην ανάπτυξη της σύγκρουσης. Αυτοί που συμμετείχαν στον αντάρτικο αγώνα, παρά την αυτοθυσία τους, ανέπτυξαν σιγά-σιγά μια στάση σχετικής περιφρόνησης προς τους κατοίκους των πόλεων. Οι πολύ σκληρές συνθήκες και οι μεγάλες κακουχίες που επιβάλει ο αγώνας στα βουνά, πολλές φορές μπορεί να οδηγήσει τους αντάρτες της υπαίθρου να ξεγράψουν λαθεμένα τις μάζες στις πόλεις σαν απρόθυμες να αγωνιστούν γιατί ζουν σε πιο προνομιακές συνθήκες. Αυτή η στάση είναι φυσικό να ενισχύεται όταν οι αντάρτες δεν έχουν ξεκάθαρες πολιτικές ιδέες και ιδιαίτερα όταν το αντάρτικο δεν συνδέεται με ένα οργανωμένο κίνημα των εργατών στις πόλεις και δεν έχει μια αποφασισμένη και σοσιαλιστική ηγεσία.

Ο Κάστρο δεν είχε ξεκάθαρους πολιτικούς στόχους για την προοπτική του αγώνα μετά την ανατροπή της δικτατορίας. Είχε ωστόσο, μια ικανότητα να βασίζεται ευκαιριακά σε διάφορες πολιτικές δυνάμεις για να ενισχύει την δικιά του θέση. Για παράδειγμα στις 12 Ιούλη του 1957, ο Κάστρο υπόγραψε μια συμφωνία με τα γνωστά φιλοκαπιταλιστικά κόμματα των Αυθεντικών και των Ορθοδόξων, που είχαν απορρίψει την πρόσφατη τότε απόπειρα του Μπατίστα να διασώσει το καθεστώς του, καλώντας προεδρικές εκλογές, στις οποίες υποσχόταν ότι δεν θα είναι υποψήφιος.

Η συμφωνία αυτή που έγινε γνωστή σαν η "Συμφωνία της Σιέρα", περιόριζε κατά πολύ τους στόχους του κινήματος της 26ης Ιούλη. Ενώ καλούσε για την παραίτηση του Μπατίστα και απέρριπτε τον σχηματισμό μιας στρατιωτικής χούντας, αποδεχόταν τον διορισμό ενός "ανεξάρτητου" κρατικού λειτουργού σαν μεταβατικού Προέδρου και την προκήρυξη εκλογών μέσα σε 12 μήνες. Το οικονομικό πρόγραμμα αυτής της Συμφωνίας περιοριζόταν απλά και μόνο στην υπόσχεση κάποιας αγροτικής μεταρρύθμισης. Ήταν πολύ πιο μετριοπαθές από το αρχικό πρόγραμμα της Κίνησης της 26ης Ιούλη και είχε βέβαια σαν στόχο, να περιορίσει τις πολιτικές εξελίξεις μέσα στα πλαίσια του καπιταλισμού και του ιμπεριαλισμού, όταν θα έπεφτε ο Μπατίστα.

Την ίδια ώρα αυτή η Συμφωνία αντανακλούσε το γεγονός ότι το καθεστώς του Μπατίστα έχανε ραγδαία κάθε υποστήριξη που είχε και πως η λαϊκή αντίθεση σ' αυτό μεγάλωνε. Οι αντάρτες του Κάστρο είχαν αρχίσει να κερδίζουν την υποστήριξη στρωμάτων της νεολαίας από τα αστικά κέντρα και την ίδια ώρα είχαν αρχίσει ν' οργανώνονται διαμαρτυρίες στις ίδιες τις πόλεις. Αυτές οι εξελίξεις προκάλεσαν μια σχετική στροφή στη πολιτική του PSP. Ενώ συνέχισε να θεωρεί ότι η στρατιωτική εκστρατεία του Κάστρο ήταν ένας τυχοδιωκτισμός, άρχισαν να γίνονται κάποιες επαφές ανάμεσα στους αντάρτες και το PSP. Η ηγεσία του PSP βέβαια έκανε αυτές τις επαφές με στόχο να προσπαθήσει να πείσει τον Κάστρο ότι οι συνθήκες δεν ήτανε ακόμη ώριμες για ένα ένοπλο κίνημα στην Κούβα και τον καλούσε να περιμένει κάποια πιο ευνοϊκή στιγμή. Οι σχέσεις ανάμεσα στο PSP και στον Κάστρο ήτανε γενικά τεταμένες, αλλά η επαφή διατηρήθηκε.

Το 8ο Συνέδριο του PSP, έγινε το 1957 και σ' αυτό η ηγεσία για πρώτη φορά ανακοίνωσε ότι αναγνωρίζει την "γενναιότητα και ειλικρίνεια" του Κάστρο. Την ίδια ώρα δήλωσε ξεκάθαρα ότι "διαφωνούσε ριζικά με την τακτική και με τα σχέδια" του. Το Συνέδριο αποφάσισε ότι το Κίνημα της 26ης Ιούλη, δεν είχε ακόμη υιοθετήσει μια ξεκάθαρη αντιϊμπεριαλιστική στάση, πράγμα που σήμαινε ότι δεν ήτανε ακόμη αρκετά αντιαμερικανικό και φιλορώσικο. Και κατέληξε ζητώντας να γίνουν εκλογές και να σχηματιστεί ένα "Λαϊκό Μέτωπο" που να περιλαμβάνει "όλη την εθνική αστική τάξη". Αυτές οι θέσεις προκάλεσαν αντιδράσεις μέσα στο κόμμα, ιδιαίτερα στη νεολαία του. Έτσι, το PSP δεν έπαιξε κανένα ρόλο στο επαναστατικό κίνημα στην Κούβα και περιορίστηκε απλά στο να προσπαθεί να συνετίσει τον Κάστρο. Γι' αυτό από το 1958 και μετά, ένας μεγάλος αριθμός νεολαίων μελών του Κόμματος, προσχώρησε στους αντάρτες στα βουνά και ιδιαίτερα στα τμήματα κάτω από την ηγεσία του Τσε και του Ραούλ Κάστρο.

Η είσοδος στην αρένα του Αμερικάνικου ιμπεριαλισμού

Ο αμερικάνικος ιμπεριαλισμός άρχισε προφανώς ν' ανησυχεί για την κατάσταση στην Κούβα. Αρχικά, ο βασικός στόχος της Ουάσιγκτον ήταν να προστατεύσει τα επιχειρηματικά της συμφέροντα και να περιορίσει την κοινωνική αναταραχή. Έτσι, συμβούλεψε τον Μπατίστα να "εκδημοκρατιστεί" και να οργανώσει εκλογές, τις οποίες βέβαια θα κέρδιζε κάποιο σίγουρο παραδοσιακό κόμμα. Η εμφάνιση των ανταρτών του Κάστρο, ωστόσο και η συνεχιζόμενη εκστρατεία τους στα βουνά είχε περιπλέξει την κατάσταση.

Γύρω στο 1957-1958 παρουσιάστηκε μια διαφορά γνώμης στην Ουάσιγκτον, για το πως έπρεπε ν' αντιμετωπίσουν την κατάσταση στην Κούβα. Το Υπουργείο Εξωτερικών (State Department), η CIA και το Υπουργείο Αμύνης, ακολουθούσαν το καθένα τις δικές του διαφορετικές πολιτικές, οι οποίες δεν ήταν πάντα συμβατές. Το Υπουργείο Αμύνης και οι Αμερικάνοι στρατιωτικοί στην Κούβα, που συνεργαζόντουσαν στενά και εξόπλιζαν το BRAC (το Αντικομμουνιστικό Κουβανικό Γραφείο), ήθελαν να συνεχίσουν να υποστηρίζουν τον Μπατίστα και να συντρίψουν το αντάρτικο. Την ίδια ώρα το Υπουργείο Εξωτερικών με την συμφωνία της CIA, ήθελε να φύγει ο Μπατίστα για να μπορέσει ν' ελέγξει την κατάσταση. Υπάρχουν μάλιστα στοιχεία που δείχνουν ότι, έκαναν απόπειρες να έρθουν σε επαφή και να εξαγοράσουν το Κίνημα της 26ης Ιούλη και τον Κάστρο, για να είναι εξασφαλισμένοι στην περίπτωση που κατόρθωνε ν' ανατρέψει τον Μπατίστα.

Σύμφωνα με τον Γιούρι Παπόρωφ, στέλεχος της KGB, η CIA έστειλε μέσα από διάφορα κανάλια χρήματα στο Κίνημα της 26ης Ιούλη. Αυτό επιβεβαιώθηκε κι από τον Τάντ Σούλτς, τον επίσημο βιογράφο του Κάστρο, ο οποίος υποστηρίζει ότι αυτό έγινε ανάμεσα στο 1957-1958, μετά την υπογραφή της Συμφωνίας της Σιέρα Μαέστρα. Η δυναμική όμως της επαναστατικής διαδικασίας μαζί με ζητήματα εθνικού κύρους και ατομικού συμφέροντος έκαναν το στόχο αυτό πάρα πολύ δύσκολο και τελικά αδύνατον.Ετσι, η πολιτική αυτή άλλαξε αργότερα όταν φάνηκε καθαρά ότι δεν θα μπορούσαν μ' αυτόν τον τρόπο να ελέγξουν ούτε τον Κάστρο, ούτε το κίνημα του.

Την ίδια ώρα η απήχηση του Τσε ολοένα και μεγάλωνε και είχε γίνει πια γνωστός σαν ο βασικός "κομμουνιστικός πόλος" μέσα στις αντάρτικες δυνάμεις. Αυτό το γεγονός επέτεινε την ένταση ανάμεσα στον Τσε και στα αντικομμουνιστικά στελέχη μέσα στις γραμμές του Κινήματος της 26ης Ιούλη και ιδιαίτερα σε τμήματα της ηγεσίας των "Πεδινών". Γι' αυτό κι αυτός προχώρησε στην δημιουργία δικών του γραμμών ανεφοδιασμού, αποκλείοντας την τοπική ηγεσία των "Πεδινών" στην επαρχία Οριέντε, της οποίας ηγέτης ήταν ο Ντάνιελ, μέλος του Διευθυντηρίου. Οι πρωτοβουλίες όμως αυτές του Τσε, υπονόμευαν το κύρος του Ντάνιελ και αμέσως προκάλεσαν σύγκρουση. Η ηγεσία των "Πεδινών" ζήτησε από τον Κάστρο να πάρει θέση.

Πίσω όμως από αυτή τη σύγκρουση βρισκόταν ένα ευρύτερο πολιτικό ζήτημα, που ήταν και η βασική αιτία της αυξανόμενης καχυποψίας που υπήρχε ανάμεσα στον Τσε και την ηγεσία των "Πεδινών". Η διχόνοια αυτή κορυφώθηκε με αφορμή μια νέα πολιτική πρωτοβουλία, την δημιουργία δηλαδή μιας "Επαναστατικής Κυβέρνησης Συνασπισμού" στην εξορία. Στην κυβέρνηση αυτή θα κυριαρχούσαν το Κίνημα της 26ης Ιούλη μαζί με τους Αυθεντικούς, με ηγεσία τους τον Πίο. Σύμφωνα με το Χάρτ, τον ηγέτη των "Πεδινών", που συμμετείχε στις διαπραγματεύσεις, στις συζητήσεις αυτές πήραν μέρος και ορισμένοι κύριοι, που "ήταν κοντά στην πρεσβεία των ΗΠΑ".

Το Μαϊάμι ενάντια στην Σιέρα

Οι ΗΠΑ φοβούμενες ότι ο Μπατίστα δεν θα μπορέσει να κρατηθεί στην εξουσία, προσπάθησαν να φτιάξουν ένα συνασπισμό της αντιπολίτευσης ενάντια στον Μπατίστα, στον οποίο έλπιζαν να συμπεριλάβουν και ένα ελεγχόμενο κομμάτι του Κινήματος της 26ης Ιούλη. Όταν κάποια στιγμή οργανώθηκε μία σύσκεψη αυτών των δυνάμεων στο Μαϊάμι, ο Κάστρο έδωσε εντολή σε μια αντιπροσωπεία να συμμετέχει. Έτσι, την 1η Νοεμβρίου, αποφασίστηκε η δημιουργία της "Επιτροπής Απελευθέρωσης της Κούβας" και υπογράφτηκε η Συμφωνία του Μαϊάμι, όπως ονομάστηκε. Σ' αυτή την συνάντηση, το ρόλο του ηγέτη της αντιπροσωπείας του Κινήματος της 26ης Ιούλη έπαιξε ο Φελίπε Πάζος.Ο Πάζος όμως πήρε αυτή την πρωτοβουλία χωρίς την σύμφωνη γνώμη του Κάστρο, ο οποίος σωστά από την πλευρά του διαισθάνθηκε ότι προσπαθούσε να τον υπερκεράσει.

Την ίδια ώρα η Συμφωνία που υπογράφηκε, ήταν μια ξεκάθαρη απόπειρα δημιουργίας ενός πολύ μετριοπαθούς καθεστώτος, που θα αντικαθιστούσε τον Μπατίστα αν αυτός έπεφτε. Δεν έπαιρνε θέση ενάντια σε μια πιθανή ξένη επέμβαση, δεν έλεγε τίποτα ενάντια στη δημιουργία μιας στρατιωτικής χούντας που θα αντικαθιστούσε τον Μπατίστα και ζητούσε την ένταξη των αντάρτικων δυνάμεων μέσα στον Κουβανικό στρατό. Στην πραγματικότητα ήταν μια απόπειρα δημιουργίας μιας πειθήνιας στις ΗΠΑ κυβέρνησης και διάλυσης των αντάρτικων δυνάμεων.

Έτσι όταν έφτασαν στην Σιέρα Μαέστρα τα νέα γι' αυτή την συμφωνία, προκάλεσαν μια έκρηξη αγανάκτησης. Ο Ραούλ Κάστρο, απαίτησε να τουφεκιστεί ο εκπρόσωπος του Κινήματος της 26ης Ιούλη. Ο Τσε επίσης ξέσπασε με λύσσα. Συνέδεσε ξεκάθαρα την αποδοχή της συμφωνίας του Μαϊάμι από τους εκπροσώπους του Διευθυντηρίου με τη σύγκρουση που είχε ο ίδιος μαζί τους στα ζητήματα της πορείας του αντάρτικου αγώνα και τους κατήγγειλε για "σαμποτάζ". Ο Κάστρο όμως στην αρχή δεν αντέδρασε άμεσα.

Ο Τσε που εκείνη τη στιγμή έδινε μάχες με το στρατό, τελικά αναγκάστηκε να υποχωρήσει σε μια τοποθεσία που ονομαζότανε Ελ Χομπρίτο και στη συνέχεια τραυματίστηκε στην περιοχή Άλτος ντε Κονράντο. Και οι δυο αυτές αποτυχίες συνδέθηκαν αμέσως με την αδράνεια του Διευθυντηρίου που δεν τους έστελνε εφόδια. Έτσι ο Τσε κατέληξε να στείλει ένα τελεσίγραφο στον Κάστρο στις 9 του Δεκέμβρη, όπου ζητούσε το δικαίωμα να πάρει σκληρά μέτρα ενάντια στο Διευθυντήριο ή αλλιώς θα παραιτούνταν. Η θέση του Κάστρο ήταν κρίσιμη γιατί η απάντηση του θα καθόριζε όχι μόνο την πορεία της σχέσης του με τον Τσε, αλλά στην πραγματικότητα κι ολόκληρη την πορεία του αντάρτικου αγώνα. Οχι μόνο πιεζόταν από τους αντάρτες στα βουνά να πάρει μέτρα ενάντια στους "Πεδινούς", αλλά την ίδια ώρα απειλούνταν και η θέση του από τον Πάζος, ο οποίος φαινόταν ότι προσπαθούσε να διεκδικήσει την ηγεσία του Κινήματος της 26ης Ιούλη, αλλά ακόμα και την προεδρία στην Κούβα μετά από την πτώση του Μπατίστα.

Τελικά ο Κάστρο κινήθηκε αποφασιστικά και πήρε θέση ενάντια στο Διευθυντήριο και στη συμφωνία του Μαϊάμι. "Η ηγεσία του αγώνα ενάντια στην τυραννία" δήλωσε "είναι και θα συνεχίσει να είναι στα χέρια των επαναστατών ανταρτών". Κατηγόρησε το Εθνικό Διευθυντήριο ότι δείχνει "χλιαρό πατριωτισμό και δειλία". Για να συντρίψει την απόπειρα του Πάζος να αναρριχηθεί στην προεδρία, πρότεινε σαν δικό του υποψήφιο ηγέτη της μεταβατικής κυβέρνησης, ένα γηραιό δικαστή τον Μανουέλ Ουρουίτια. Μπρος σ' αυτή επίθεση η νεοσχηματισθείσα Επιτροπή κατέρρευσε κι ο Πάζος παραιτήθηκε από το Κίνημα. Βέβαια ο νέος ηγέτης του Διευθυντηρίου, ο Σομόν, έκανε δημόσια κριτική στον Κάστρο για αυτές τις πράξεις του. Ο Κάστρο όμως με την κίνηση του αυτή, ξεκαθάριζε ότι μόνο αυτός και οι αντάρτικες δυνάμεις του αποτελούσαν την εναλλακτική λύση στον Μπατίστα. Για να σταθεροποιήσει τη θέση του μάλιστα χρειάστηκε να στηριχθεί στον Τσε και στην "αριστερή πτέρυγα" του Κινήματος της 26ης Ιούλη, για να μπορέσει ν' αντιμετωπίσει την επίθεση των "δεξιών" του Διευθυντηρίου.

Μέσα στους επόμενους λίγους μήνες, σαν αποτέλεσμα της πορείας των γεγονότων και της επανάστασης, η ρήξη με το Διευθυντήριο έγινε πια ολοκληρωτική. Ο Τσε έπαιξε έναν αποφασιστικό ρόλο στην πορεία της πολιτικής εξέλιξης του Κάστρο, του Κινήματος της 26ης Ιούλη και της ίδιας της επανάστασης. Σ' ένα γράμμα του στον Ντάνιελ υπερασπίζεται τον "μαρξισμό του", επιτίθεται ενάντια στους "δεξιούς" του Διευθυντηρίου, οι οποίοι με την Συμφωνία του Μαϊάμι υπονόμευαν το Κίνημα και επαινεί τον Κάστρο σαν "τον αυθεντικό ηγέτη της αριστερής μπουρζουαζίας". Είναι φανερό ότι ακόμη και σ' αυτό το στάδιο ο Τσε, δεν έβλεπε τον Κάστρο σαν ένα υποστηριχτή του σοσιαλισμού, αλλά σαν ένα εκπρόσωπο της ριζοσπαστικής αστικής τάξης.

Ο Ντανιέλ απάντησε, εκφράζοντας κάποιες αμφιβολίες για τη Συμφωνία του Μαϊάμι, αλλά συγχρόνως κάλεσε το Κίνημα της 26ης Ιούλη να αποφασίσει ποιο δρόμο θέλει να πάρει τελικά και ν' αναρωτηθεί προς τα που βαδίζει. Αυτοί οι διαξιφισμοί αντανακλούσαν μια λυσσασμένη ιδεολογική πάλη, που είχε ξεσπάσει μέσα στις γραμμές όλων των δυνάμεων της αντιπολίτευσης ενάντια στον Μπατίστα, συμπεριλαμβανομένου και του Κινήματος της 26ης Ιούλη.

Όσο η κρίση εντεινόταν, οι αμφιταλαντευόμενοι μικροαστοί, που συμμετείχανε στο Κίνημα, χωρίζονταν ολοένα και περισσότερο σε αντίθετα στρατόπεδα. Από την μια μεριά βρισκόταν η δεξιά ηγεσία του Διευθυντηρίου που έπεφτε στην αγκαλιά του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού και προσπαθούσε έτσι να πετύχει περισσότερα οφέλη για τον εαυτό της. Από την άλλη ήταν η πιο μαχητική πτέρυγα του Κινήματος, η οποία στρεφόταν προς τα αριστερά ωθούμενη από ένα συνδυασμό παραγόντων, όπως ο αντίκτυπος του πολέμου, η πορεία της ίδιας της επανάστασης και η αναγκαιότητα να υπερασπίσει τα δικά της συμφέροντα και προσδοκίες. Ο Κάστρο αναδείχθηκε έτσι ο κύριος ηγέτης αυτής της πτέρυγας: ο "El Jele Maximo" ("ο μεγάλος αρχηγός"), όπως έγινε γνωστός.

Μέσα σ' αυτές τις σοβαρές διεργασίες, ο Τσε, ήταν ο πιο συνειδητός ηγέτης που υποστήριζε το σοσιαλισμό και τον διεθνισμό. Οπως φάνηκε και στην σύγκρουση με το Διευθυντήριο, ήταν αυτός που στις πιο κρίσιμες στιγμές επηρέαζε αποφασιστικά τον Κάστρο και τον "βοηθούσε" να κάνει κάποια παραπέρα βήματα προς τα αριστερά.

Τον Μάρτη του 1958, η κατάσταση στο στρατόπεδο του Μπατίστα χειροτέρευε και οι δυσκολίες συσσωρεύονταν σε όλα τα μέτωπα, σε τέτοιο βαθμό που ο κρατικός μηχανισμός άρχισε να καταρρέει. Εντελώς ξαφνικά, ένας δικαστής στην Αβάνα αποφάσισε να διωχθεί ποινικά ένας συνταγματάρχης της αστυνομίας και ο αρχηγός της ναυτικής κατασκοπείας Λώρεντ, για το φόνο 4 νεολαίων. Ολα τα σχολεία έκλεισαν και 75.000 μαθητές κατέβηκαν σε απεργία. Ο Μπατίστα αντέδρασε αναστέλλοντας όλα τα πολιτικά δικαιώματα και επιβάλλοντας λογοκρισία στο ραδιόφωνο και στον τύπο.

Γιατί ηττήθηκε η Γενική Απεργία

Η έκκληση για γενική απεργία συζητιόταν για καιρό ανάμεσα στις δυνάμεις που αγωνίζονταν ενάντια στον Μπατίστα. Το Κίνημα της 26ης Ιούλη, παρά το γεγονός ότι είχε οργανωμένες ομάδες μελών και υποστηρικτών στις πόλεις, είχε μικρή μόνο επιρροή μέσα στην εργατική τάξη. Η πιο οργανωμένη και συγκροτημένη πολιτική δύναμη μέσα στους βιομηχανικούς εργάτες ήταν το PSP.

Ωστόσο η ηγεσία των "Πεδινών" αρνήθηκε να συνεργαστεί με το PSP για την επιτυχία της Γενικής Απεργίας. Το PSP στα λόγια υποστήριζε την ιδέα μιας Γενικής Απεργίας, αν και οι ηγέτες του δεν έκαναν τίποτα για να την προετοιμάσουν και αντιτάχθηκαν στην πράξη στα σχέδια του Κινήματος της 26ης Ιούλη. Η ηγεσία της επίσημης συνδικαλιστικής ηγεσίας της CTC (Συνομοσπονδία Κουβανών Εργατών), ήταν διεφθαρμένη και εκτεθειμένη εξαιτίας των στενών σχέσεων που είχε αναπτύξει με τον Μπατίστα. Ετσι, παρά το γεγονός ότι επηρεαζόταν σοβαρά από το PSP, δεν έκανε τίποτα για την επιτυχία της απεργίας. Παρολ' αυτά η ηγεσία των "Πεδινών", κάλεσε μόνη της Γενική Απεργία στις 9 του Απρίλη.

Το κάλεσμα αυτό έγινε χωρίς καμιά προετοιμασία ανάμεσα στους εργάτες και χωρίς συγκεκριμένη στρατηγική για την επιτυχία της. Δεν έγινε καμιά απόπειρα να σχηματιστούν απεργιακές επιτροπές, από δραστήριους συνδικαλιστές και γνωστούς μαχητές στους χώρους δουλειάς, που θα προετοίμαζαν την απεργία.

Μια Γενική Απεργία μπορεί να παίξει κύρια δύο ρόλους στην πορεία του εργατικού κινήματος. Οταν οι κοινωνικές και πολιτικές συνθήκες είναι ώριμες, τότε μπορεί ν' απειλήσει άμεσα το καθεστώς και την άρχουσα τάξη. Μπορεί δηλαδή να θέσει το ζήτημα: ποιος πρέπει να διοικεί την κοινωνία, οι καπιταλιστές, ή η εργατική τάξη με την υποστήριξη των άλλων φτωχών κοινωνικών στρωμάτων; Εάν το κίνημα έχει μια διορατική, μαχητική μαρξιστική ηγεσία, τότε η σύγκρουση αυτή στην κοινωνία μπορεί να μετεξελιχθεί σε μια επαναστατική κατάσταση που να φέρει τη νίκη στο προλεταριάτο. Αυτή η κρίσιμη κατάσταση παρουσιάζεται όταν: η άρχουσα τάξη είναι διαιρεμένη, οι ενδιάμεσες τάξεις -μεσαία τάξη και τμήματα των αγροτών- είναι απογοητευμένες και ψάχνουν μια εναλλακτική λύση και όταν η εργατική τάξη είναι έτοιμη ν' αγωνιστεί για να πάρει στα χέρια της την εξουσία στη κοινωνία, με μια δοκιμασμένη επαναστατική ηγεσία, που να την καθοδηγεί.

Οταν, όμως, η εργατική τάξη είναι ακόμη νέα ή αδύνατη, δεν έχει αρκετές, εμπιστοσύνη στον εαυτό της και συνείδηση σαν τάξη, τότε η Γενική Απεργία παίζει έναν εντελώς διαφορετικό ρόλο. Σ' αυτές τις συνθήκες τα στοιχεία που αναφέραμε πιο πάνω μπορεί να υπάρχουν, δεν είναι όμως αρκετά αναπτυγμένα για να επιτρέψουν να τεθεί το ζήτημα εξουσίας στην κοινωνία. Τότε, μια Γενική Απεργία μπορεί μόνο να δώσει στην εργατική τάξη την ευκαιρία να αποκτήσει εμπειρίες, να ενισχύσει τις οργανώσεις της και ν' αποκτήσει μεγαλύτερη συνείδηση και εμπιστοσύνη στον εαυτό της σαν τάξη.

Στις 9 Απρίλη του 1958 δεν συνέβηκε ούτε το ένα ούτε το άλλο. Η Γενική Απεργία ήταν μια πλήρη αποτυχία. Στην Αβάνα το λιμάνι λειτούργησε κανονικά όπως και οι μεταφορές και τα περισσότερα μαγαζιά και εργοστάσια παρέμειναν ανοικτά. Οι εργάτες στην πραγματικότητα αγνόησαν την έκκληση για Γενική Απεργία, γιατί ούτε τους ρώτησαν ούτε τους πηραν κάν υπόψη. Η Απεργιακή Επιτροπή, που δημιουργήθηκε στην Αβάνα, δεν είχε στις γραμμές της ούτε ένα εργάτη. Εκτός από δύο μέλη του Εθνικού Διευθυντηρίου της Κίνησης της 26ης Ιούλη, συμμετείχε ένας μηχανικός, ένας δημοσιογράφος από το κόμμα των Ορθοδόξων, ο ηγέτης της Ευαγγελικής Εκκλησίας της Κούβας και ένας φιλάνθρωπος γιατρός. Ετσι, η αποτυχία της Απεργίας έδωσε προσωρινά μια αίσθηση δύναμης και αισιοδοξίας στο ετοιμόρροπο καθεστώς του Μπατίστα. Μέσα στο Κίνημα της 26ης Ιούλη είχε σοβαρές συνέπειες. Η σύγκρουση ανάμεσα στους ηγέτες των "Πεδινών" και της Σιέρα εντάθηκε, καθώς ο Κάστρο χρησιμοποίησε την αποτυχία αυτή για να ενισχύσει το κύρος του. Η σημασία αυτών των γεγονότων δεν αποκαλύφθηκε παρά αρκετά αργότερα, όταν ο Τσε σ' ένα άρθρο του το 1964 με τίτλο "Μια αποφασιστική συνάντηση", που έγραψε για το περιοδικό "Βέρντε Ολίβο" του Κουβανικού στρατού, τόνισε τα εξής:

Σε μια συνάντηση που έγινε στις 3 Μάη του 1958, ξέσπασε μια ανοικτή σύγκρουση ανάμεσα στους υποστηρικτές των "Πεδινών" και του Κάστρο. Η κατάληξη αυτής της συνάντησης ήταν να πάρει τελικά ο Κάστρο το αξίωμα του Γενικού Γραμματέα του Κινήματος της 26ης Ιούλη. Αυτό βοήθησε τον Κάστρο να ενισχύσει τη θέση του και να γίνει πια ο αδιαμφισβήτητος ηγέτης του κινήματος. "Σ' αυτή την συνάντηση" έγραψε ο Τσε, "πάρθηκαν αποφάσεις που επιβεβαίωσαν το ηθικό κύρος του Φιντέλ Κάστρο και την ηγετική θέση του". Και συνέχισε: "Η επιρροή και η απήχηση του Φιντέλ επικράτησαν και έτσι του ανατέθηκε το αξίωμα του αρχηγού όλων των ενόπλων δυνάμεων, συμπεριλαμβανομένης και της πολιτοφυλακής, που μέχρι τότε βρισκότανε κάτω από την ηγεσία των Πεδινών".

Πολιτικά μιλώντας, η ήττα της απεργίας ενίσχυσε το σκεπτικισμό των ανταρτών της Σιέρα για τις δυνατότητες του κινήματος στις πόλεις. Οι εκτιμήσεις αυτές φάνηκαν και στην οξυμένη σύγκρουση που έγινε στη σύσκεψη στις 3 του Μάη που επιβεβαιώθηκε ο κυρίαρχος ρόλος των δυνάμεων των ανταρτών στα βουνά. "Το πιο σημαντικό απ' όλα όμως" έγραψε ο Τσε, "είναι ότι η συνάντηση αυτή πήρε αποφάσεις πάνω σε δύο κρισιμες απόψεις που συγκρούονταν συνεχώς σ' όλη τη διάρκεια του πολέμου. Η άποψη των ανταρτών νίκησε θριαμβευτικά". Και συνέχισε: "Έτσι, ξεκαθαρίσαμε τις αφελείς αυταπάτες για δήθεν επαναστατικές Γενικές Απεργίες, όταν η κατάσταση δεν έχει ακόμα ωριμάσει αρκετά για να επιτρέψει τέτοιου είδους εκρήξεις και χωρίς να έχει προηγηθεί η απαραίτητη προετοιμασία... γι' αυτό και θεωρούσαμε από πριν πιο πιθανό ότι οι δυνάμεις του Κινήματος μας θα αποτύγχαναν αν προσπαθούσαν να οργανώσουν μια Επαναστατική Γενική Απεργία...".

Ο Τσε δικαιολογεί τα συμπεράσματα του για τον ρόλο της επαναστατικής Γενικής Απεργίας, αναφερόμενος κύρια στις βασικές υποκειμενικές και αντικειμενικές προϋποθέσεις προετοιμασίας της και στις συνθήκες που δεν είχαν ακόμη "ωριμάσει". Αυτά βέβαια είναι αποφασιστικά ζητήματα, αλλά για τους μαρξιστές έχουνε άμεση σχέση με την εκτίμηση του συσχετισμού της δύναμης που κάθε φορά υπάρχει μέσα στη κοινωνία.

Η άποψη του Τσε ότι η Γενική Απεργία είναι μια "αφελής αυταπάτη", στην οποία αντιπαραθέτει την θεώρηση του αντάρτικου, αποκαλύπτει πως κι αυτός κι ολόκληρη η ηγεσία της Σιέρα δεν περίμεναν και δεν επεδίωκαν την άμεση και συνειδητή συμμετοχή των μαζών και ιδιαίτερα των εργατών στην επανάσταση. Αυτό δεν είναι απλά ένα ζήτημα που περιέχεται μόνο σ' ένα άρθρο ή θέση, αλλά αντανακλά την γενικότερη μέθοδο σκέψης και δράσης του. Γιατί αν η "προετοιμασία" για μια Γενική Απεργία δεν έχει γίνει, τότε το καθήκον των επαναστατών είναι να κάνουν αυτή την προετοιμασία. Αν οι αντικειμενικές συνθήκες δεν έχουν ακόμη "αρκετά ωριμάσει", τότε οι επαναστάτες πρέπει με υπομονή να συμμετέχουν ενεργά στους αγώνες των εργαζομένων και να διεξάγουν ανάλογα τη προπαγάνδα και τη δράση τους, μέχρι να ωριμάσουν.

Η αποτυχία της Γενικής Απεργίας τον Απρίλη, αντανακλούσε μια σχετική παράλυση της εργατικής τάξης στις πόλεις κύρια λόγω της έλλειψης μιας ηγεσίας, που θα της έδειχνε τον δρόμο. Το Κίνημα της 26ης Ιούλη, παρά το γεγονός ότι είχε συμπάθειες ανάμεσα στους εργάτες γιατί αγωνιζόταν ενάντια στον Μπατίστα, δεν είχε ρίζες μέσα στην εργατική τάξη και δεν μπορούσε να κερδίσει την εμπιστοσύνη της εξαιτίας του νεφελώδους ριζοσπαστικού του προγράμματος. Οι "Πεδινοί" έκφραζαν κύρια τις ελπίδες της ριζοσπαστικής μικροαστικής τάξης και όχι των εργατών, παρά το γεγονός ότι αγωνίζονταν ενάντια στο καθεστώς. Αυτή τους η στάση ωστόσο, μεγάλωνε ουσιαστικά το πολιτικό κενό που υπήρχε μέσα στην Κουβανική κοινωνία και ιδιαίτερα στις πόλεις. Η αποτυχία της Γενικής Απεργίας, δεν σήμαινε ότι το καθεστώς του Μπατίστα είχε λαϊκή υποστήριξη, αντίθετα έκφραζε την έλλειψη ηγεσίας μέσα στις γραμμές του εργατικού κινήματος.

Ο αντάρτικος στρατός του Κάστρο όμως, φαινότανε καθαρά ότι ήταν πολύ πιο μαχητικός και ριζοσπαστικός. Χάρη στην ηρωική, στρατιωτική δράση του και την αποφασιστική στάση του ενάντια στο καθεστώς και στον αμερικάνικο ιμπεριαλισμό, μπόρεσε τελικά να γεμίσει αυτό το πολιτικό κενό που υπήρχε.

Οι τελευταίες μέρες του Μπατίστα

Ο Μπατίστα ενθαρρυμένος από την ήττα της Γενικής Απεργίας, ξεκίνησε τον Μάη μια νέα στρατιωτική επίθεση ενάντια στους αντάρτες. Ωστόσο, κι αυτή η επίθεση κατέρρευσε τελικά λόγω του χαμηλού ηθικού των στρατιωτών του. Μάλιστα τον Ιούλη η κατάσταση άρχισε ν' αλλάζει αποφασιστικά. Ολοένα και περισσότερα τμήματα του στρατού του Μπατίστα, περνούσαν με το μέρος των ανταρτών, ακόμη κι αξιωματικοί.

Τους τελευταίους μήνες του 1958 οι αντάρτες κέρδιζαν πια την μια μάχη μετά την άλλη. Ετσι, σιγά-σιγά αρκετές πολιτικές και στρατιωτικές ομάδες της αντιπολίτευσης, άρχισαν να προσχωρούνε στις δυνάμεις του Κάστρο. Ο Τσε έστρεψε τους αντάρτες του σε μια μεγάλη επίθεση για την κατάληψη της 4ης μεγαλύτερης πόλης της Κούβας, την Σάντα Κλάρα, η οποία ήτανε κι η κύρια γραμμή άμυνας του Μπατίστα. Στην μάχη αυτή που ήταν πολύ κρίσιμη και διάρκεσε τρεις μέρες, ο Τσε ξεχώρισε πάλι με τα κατορθώματα του. Οι αντάρτες έκαναν έκκληση στους πολίτες να εξοπλιστούν, καθώς τμήματα του πληθυσμού βγήκαν στους δρόμους και με μολότοφ κοκτέιλ συγκρούστηκαν με τον στρατό.

Όσο οι αντάρτες ενίσχυαν τις θέσεις τους, τόσο η CIA και το Υπουργείο Εξωτερικών στις ΗΠΑ, άλλαζαν την προηγούμενη στάση τους και άρχισαν τώρα να θεωρούν τις δυνάμεις του Κάστρο "αναξιόπιστες" για να διαπραγματευτούν μαζί τους. Έχοντας κυριολεκτικά απελπιστεί από την πορεία των γεγονότων έκαναν μια τελευταία απόπειρα να αντικαταστήσουν τον Μπατίστα, αλλά τελικά δεν έγινε τίποτα, εξαιτίας κύρια της δυναμικής της ίδιας της επανάστασης που προχώραγε με άλματα.

Έτσι μια και το καθεστώς του κατέρρεε, ο Μπατίστα αναγκάστηκε τελικά να εγκαταλείψει την Κούβα την Πρωτοχρονιά του 1959, με αεροπλάνο της αεροπορίας του. Το βράδυ μεταξύ 1ης και 2ας Ιανουαρίου, ο Τσε έμπαινε θριαμβευτής στην Αβάνα, ενώ ο Κάστρο καταλάμβανε το Σαντιάγκο. Στις 2 Ιανουαρίου, καθώς το Αντάρτικο Ράδιο ανακοίνωνε την πτώση του Μπατίστα, το Κίνημα της 26ης Ιούλη, έκανε έκκληση για Γενική Απεργία που να σημάνει το τέλος του παλιού καθεστώτος. Η Απεργία αυτή είχε πλήρη επιτυχία. Οι αντάρτες μπήκαν τελικά νικητές στην πρωτεύουσα, ενώ ο πληθυσμός βγήκε στους δρόμους και τους υποδέχθηκε με ενθουσιασμό. Επιτέλους, η μισητή δικτατορία του Μπατίστα έπεσε, η επανάσταση όμως θα συνεχιζόταν. Ο αντίκτυπος της επρόκειτο να γίνει αισθητός σ' ολόκληρο τον κόσμο.

Στην εξουσία: η Κούβα ενάντια στους "γκρίνγκος"


Η πτώση της δικτατορίας του Μπατίστα δεν σταμάτησε την επαναστατική διαδικασία που είχε ξεκινήσει στην Κούβα. Η θριαμβευτική είσοδος του Κάστρο στην Αβάνα, σηματοδότησε μόνο το τέλος της πρώτης φάσης της επανάστασης. Ένας συνδυασμός παραγόντων που έτυχε να συμπέσουν, τελικά ώθησαν την επανάσταση πολύ μακρύτερα από ότι και οι ίδιοι ηγέτες της περίμεναν.

Διορίστηκε γρήγορα μια Προσωρινή Κυβέρνηση, στην οποία συμμετείχε κι ο Πάζος, -που είχε παραιτηθεί από το Κίνημα της 26ης Ιούλη μετά την υπογραφή της Συμφωνίας της Σιέρα- με Πρόεδρο της τον Δικαστή Μανουέλ Ουρουίτα. Βέβαια στην πραγματικότητα όλοι βρισκόντουσαν κάτω από τον έλεγχο του Κινήματος της 26ης Ιούλη και ιδιαίτερα κάτω από την καθοδήγηση του Κάστρο.

Η παράλυση των "φιλελεύθερων" καπιταλιστών της Κούβας, εκφράστηκε με την αποδοχή της Προσωρινής Κυβέρνησης, που ανακοίνωσε αμέσως ότι οι εκλογές θα αναβληθούν για 18 μήνες. Οι γνωστοί εκπρόσωποι του "φιλελεύθερου" καπιταλισμού, δεν είχαν ούτε όραμα, ούτε ήταν έτοιμοι να παλέψουν για να πάρουν την πρωτοβουλία στην πολιτική μάχη. Έτσι δεν είχανε άλλη επιλογή από το να επιτρέψουν στον Κάστρο να ελέγξει την κατάσταση.

Τις πρώτες μέρες του Γενάρη του 1959, ο Κάστρο έπαιζε ένα βοναπαρτιστικό εξισορροπητικό ρόλο. Από την μια αποδέχτηκε την είσοδο στην κυβέρνηση εκπροσώπων της "φιλελεύθερης" Κουβανικής αστικής τάξης και προσπάθησε να καθησυχάσει κι αυτούς και τις ΗΠΑ, ότι τα συμφέροντα τους δεν κινδύνευαν από την επανάσταση ενάντια στον Μπατίστα. Δρούσε ακόμη τότε κύρια κάτω από την επιρροή των ριζοσπαστικών ιδεών του Μαρτί. Για παράδειγμα υποσχέθηκε ότι η επανάσταση ήταν αυθεντική "Κουβανέζικη, εθνική και δημοκρατική". Στις 16 του Γενάρη μίλησε στην κηδεία του Εντουάρτο Τσίμπας (του πρώην ηγέτη του κόμματος των Ορθοδόξων), όπου αρνήθηκε κατηγορηματικά ότι ήταν κομμουνιστής και έπλεξε το εγκώμιο των ΗΠΑ. Ο ίδιος ο Τσίμπας βέβαια ήτανε πάντα σκληρός πολέμιος κάθε σοσιαλιστικής ιδέας. Στα τέλη του Γενάρη, από την Βενεζουέλα, όπου είχε πάει ταξίδι, ο Κάστρο υποσχέθηκε εκλογές για ένα "Κογκρέσο" μέσα στα επόμενα δύο χρόνια.

Την ίδια ώρα οι εργάτες, οι αγρότες και η νεολαία, ακόμη και η μεσαία τάξη είχαν ριζοσπαστικοποιηθεί τρομερά με την ανατροπή του Μπατίστα. Ο Κάστρο στηρίχθηκε κύρια σ' αυτό το μαζικό κίνημα για να προχωρήσει και να επιβάλει καταρχήν τα μέτρα που θα εξασφάλιζαν την ανεξαρτησία της Κούβας. Ο ίδιος είχε επίσης επηρεαστεί αποφασιστικά από την επανάσταση και σπρώχθηκε σ' ακόμη πιο ριζοσπαστική κατεύθυνση.

Ο συνδυασμός αυτών των εξελίξεων στην Κούβα, με την λυσσασμένη αντίδραση του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού, είχαν σαν αποτέλεσμα να σπρωχθεί η επανάσταση να προχωρήσει και να πάει πολύ μακρύτερα και πολύ γρηγορότερα από ότι οι βασικοί ηγέτες της ποτέ φανταζόντουσαν. Ο αμερικάνικος ιμπεριαλισμός παρακολουθούσε με τρόμο να ξεδιπλώνονται αυτά τα γεγονότα μέσα στην αυλή του. Οι Αμερικάνοι τουρίστες που είχαν απομείνει στο ξενοδοχείο Χίλτον της Αβάνας, αναστατώθηκαν όταν αυτό το πολυτελές κτίριο μετατράπηκε σε ουσιαστική έδρα της κυβέρνησης.

Μέχρι να διακόψουν πρόωρα τις διακοπές τους ήταν έτσι αναγκασμένοι να συγκατοικούν μαζί με "βρόμικους", γενειοφόρους, ένοπλους αντάρτες και με πολλούς εργάτες και νεολαίους, που γέμιζαν τους διαδρόμους. Ανάμεσα τους βέβαια κυκλοφορούσε και μια φυσιογνωμία, ο Τσε Γκεβάρα, που ολοένα και περισσότερο αναδεικνυόταν σαν το "κόκκινο πανί" τους.

Ενα εκατομμύριο ένορκοι

Προς τα τέλη του Γενάρη, ο Κάστρο άρχισε ήδη να παίρνει ορισμένα μέτρα, κύρια κάτω από την επιρροή του Τσε, που προκάλεσαν αναπόφευκτα την οργή του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού. Για να προστατευτεί από την απειλή μιας πιθανής αντεπανάστασης από τα υπολείμματα του καθεστώτος του Μπατίστα, ξεκίνησε μια εκκαθάριση του παλιού καταπιεστικού κρατικού μηχανισμού. Μέσα σε μερικούς μήνες συνελήφθηκαν οι πιο γνωστοί υποστηρικτές και συμπαθούντες του Μπατίστα και εκτελέστηκαν αρκετές εκατοντάδες βασανιστές και μπράβοι του.

Ο Τσε έπαιξε κρίσιμο ρόλο στην εφαρμογή αυτών των δίκαιων και αναγκαίων μέτρων για την υπεράσπιση της επανάστασης. Στα μέσα του Γενάρη ίδρυσε την Στρατιωτική Εκπαιδευτική Ακαδημία στη Λα Καμπάνια, με στόχο να εφαρμόσει ένα πρόγραμμα μετεκπαίδευσης των στελεχών του στρατού. Από εδώ ο Τσε καθοδηγούσε δύο κρίσιμους τομείς δουλειάς. Ξεκίνησε ένα πρόγραμμα πολιτικής εκπαίδευσης για τον στρατό, με στόχο να τον αναμορφώσει ριζικά και να τον μετατρέψει σε μια σταθερή βάση για την επανάσταση. Οι ομάδες των ανταρτών και οι ηγέτες τους συγχωνεύτηκαν με το στρατό, όπως επίσης και αρκετά μέλη του PSP, με το οποίο ο Τσε είχε δημιουργήσει στενότερες σχέσεις.

Από την Λα Καμπάνια, επίσης, είχε την γενική εποπτεία των Επαναστατικών Δικαστηρίων, που δημιουργήθηκαν για να εκκαθαρίσουν το στρατό από όλα τα πιστά στον Μπατίστα στοιχεία. Οι δίκες έγιναν κύρια για αυτούς που πρωτοστάτησαν τότε σε βασανιστήρια και δολοφονίες. Οι κουβανικές μάζες στην πραγματικότητα ήθελαν να λιντσάρουν κυριολεκτικά όλους αυτούς που είχανε στενή σχέση με την δικτατορία. Τα δικαστήρια αυτά, όπως ήταν επόμενο, προκάλεσαν τη λυσσασμένη αντίδραση του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού, που καταδίκασε τις αποφάσεις τους σαν εγκληματικές. Στην πραγματικότητα όμως, οι ποινές που επέβαλλαν αυτά τα δικαστήρια είχαν την πλήρη υποστήριξη των λαϊκών μαζών της Κούβας κι ιδιαίτερα των φτωχών, που υπέφεραν φοβερά δεινά στα χέρια των μπράβων του Μπατίστα.

Τα Δικαστήρια αυτά βέβαια δεν ήταν εκλεγμένες επιτροπές από εργάτες, στρατιώτες και εκπροσώπους των τοπικών κοινοτήτων, όπως θα πρότειναν οι μαρξιστές μέσα σε τέτοιες επαναστατικές συνθήκες. Ωστόσο, τα μέτρα που πήραν είχαν σαν στόχο να υπερασπίσουν την επανάσταση και να αποδώσουν δικαιοσύνη στα θύματα των σαδιστών βασανιστών του Μπατίστα. Σε όσους δικάστηκαν δόθηκε το δικαίωμα να έχουν δικούς τους δικηγόρους και κάθε δυνατότητα ν' αποδείξουν την αθωότητα τους ή ότι οι πράξεις τους ήταν δικαιολογημένες. Σύμφωνα μάλιστα με όσους παραβρέθηκαν σ' αυτές τις δίκες κανένας από τους κατηγορούμενους δεν εκτελέστηκε για ξυλοδαρμούς ή μικροαδικήματα. Η ποινή του θανάτου επιβλήθηκε μόνο σε περιπτώσεις όπου οι κατηγορούμενοι ήταν υπεύθυνοι για φρικτά βασανιστήρια και δολοφονίες. Σ' αυτές τις δίκες κλήθηκαν να δώσουν στοιχεία και μαρτυρίες αυτοί που φυλακίστηκαν και βασανίστηκαν και να δείξουν τα ίδια τα σημάδια, που άφησαν επάνω τους οι βασανιστές, καθώς και οι οικογένειες αυτών που δολοφονήθηκαν ή "εξαφανίστηκαν".

Αυτή η δίκαια μεταχείρηση των κατηγορουμένων, βρίσκεται σε πλήρη αντίθεση με την δήθεν δικαιοσύνη που αποδόθηκε μέσα στη 10ετία του 1980 σ' ολόκληρη την Λατινική Αμερική, όταν τα στρατιωτικά καθεστώτα της περιοχής έπεσαν το ένα μετά το άλλο. Αντίθετα με ότι συνέβηκε στην Κούβα μετά την πτώση του Μπατίστα, τα νέα φιλοκαπιταλιστικά δημοκρατικά καθεστώτα που διαδέχθηκαν τις δικτατορίες, επέβαλαν μια πλήρη συνομωσία σιωπής για όλα τα φριχτά εγκλήματα των δικτατόρων, για να προστατεύσουν ακριβώς τους ηγέτες του στρατού και της αστυνομίας στις χώρες τους. Παρά τους εκατοντάδες χιλιάδες βασανισμούς και δολοφονίες που έγιναν εκείνα τα χρόνια, ελάχιστοι σύρθηκαν στα δικαστήρια και ακόμη λιγότεροι ένοχοι τιμωρήθηκαν στην Αργεντινή, στη Χιλή, στη Βραζιλία, στο Περού και σ' άλλες χώρες. Τα θύματα αυτών των βασανιστών δεν βρήκαν πουθενά δικαιοσύνη. Οι φίλοι και οι συγγενείς αυτών που εξαφανίστηκαν δεν έχουν μέχρι σήμερα πάρει καμία απάντηση στην απλή ερώτηση που κάνουν στις κυβερνήσεις τους σ' ολόκληρη την Ήπειρο: "Donte estαn?" (Που Είναι;). Στην Αργεντινή, για παράδειγμα, όπου για περισσότερο από δέκα χρόνια οι μητέρες αυτών που εξαφανίστηκαν οργανώνουν κάθε βδομάδα διαμαρτυρία μπροστά στο Προεδρικό Μέγαρο, συνεχίζουν ακόμη να ρωτάνε χωρίς να παίρνουν καμιά απάντηση. Ούτε καν τα πτώματα τους δεν τους έχουν επιστραφεί για να μπορέσουν τουλάχιστον να τους κλάψουν και να τους θάψουν.

Η σιωπή του Αμερικάνικου ιμπεριαλισμού γι' αυτά τα εγκλήματα, στα οποία οι υπηρεσίες του, όπως η CIA, ήταν άμεσα μπλεγμένες, είναι εκκωφαντική. Αντίθετα, η αντίδραση του στις δίκες των βασανιστών και δολοφόνων στην Κούβα, που έγιναν κάτω από την εποπτεία του Τσε, ήτανε οξύτατη. Κατάγγειλαν υποκριτικά το νέο καθεστώς στην Κούβα για τρομοκρατία και παρουσίασαν τον Τσε σαν δημόσιο κίνδυνο "Νο 1". Η οργή του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού ενάντια στην επανάσταση, που τιμωρούσε παραδειγματικά τους πληρωμένους μπράβους της Ουάσιγκτον, ήταν απροκάλυπτη.

Ο Τσε όμως, ήταν αποφασισμένος να φέρει σε πέρας αυτό το καθήκον του. Τα τραύματα της πρόσφατης ιστορίας της Κούβας ήταν ακόμη ανοικτά και είχαν πολλαπλασιαστεί από τις ίδιες τις εμπειρίες του στον πόλεμο. Όλη αυτή την περίοδο, ο Τσε επαναλάμβανε στους Κουβανούς συντρόφους του χωρίς σταματημό, ότι η κυβέρνηση Αρμπένς στη Γουατεμάλα είχε ανατραπεί ακριβώς γιατί δεν είχε εκκαθαρίσει τις ένοπλες δυνάμεις και γιατί επέτρεψε στη CIA να διεισδύσει και να ρίξει την κυβέρνηση του. Ήταν αποφασισμένος να μην επιτρέψει η ιστορία αυτή να επαναληφθεί στην Κούβα.

Στις 22 του Γενάρη οργανώθηκε στην Αβάνα μια μαζική λαϊκή συγκέντρωση για να υποστηρίξει την κυβέρνηση και τις "δίκες του πολέμου". Οι εκτιμήσεις διαφέρουν, αλλά όπως φαίνεται, τουλάχιστο 500.000-1.000.000 άνθρωποι πήραν μέρος σε αυτή τη διαδήλωση. Ήταν φανερά μεγαλύτερη ακόμη και από την λαϊκή πλημμύρα που συγκεντρώθηκε για να προϋπαντήσει τον Κάστρο όταν έφθασε νικητής στην Αβάνα, στις 8 του Γενάρη. Αυτό έδειξε ότι η επανάσταση κέρδιζε ορμή. Τα πλακάτ και τα συνθήματα κατάγγελναν την υποκρισία του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού, σύγκριναν τις δίκες ενάντια στους δολοφόνους του Μπατίστα με τις δίκες της Νυρεμβέργης ενάντια στους Ναζί μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο και απαιτούσαν "επαναστατική δικαιοσύνη". Ο Κάστρο ζήτησε απ' όλους τους παρόντες που συμφωνούν με την επαναστατική δικαιοσύνη να σηκώσουν τα χέρια τους. Με τα χέρια ψηλά όλοι φώναξαν "SI" (ΝΑΙ). "Κύριοι του διπλωματικού σώματος, κύριοι εκπρόσωποι του τύπου απ' όλη την Ήπειρο" είπε ο Κάστρο "ένα εκατομμύριο ένορκοι Κουβανοί απ' όλες τις πεποιθήσεις και τις κοινωνικές τάξεις μόλις ψήφισαν "Ναι". Τα μέτρα που έπαιρνε η κυβέρνηση είχαν μαζική υποστήριξη. Ο Κάστρο βασίστηκε σ' αυτή την υποστήριξη και επιδίωξε μάλιστα τις μαζικές κινητοποιήσεις, για ν' απαντήσει έτσι στις επιθέσεις και τις απειλές που δεχόταν από τους ιμπεριαλιστές "Γκρινγκος" στις ΗΠΑ. Την ίδια ώρα ένιωθε κι ο ίδιος την πίεση αυτού του μαζικού κινήματος, που είχε καταληφθεί από επαναστατικό πυρετό.

Η αλαζονική στάση των ΗΠΑ και οι συνεχείς επιθέσεις ενάντια στο νέο καθεστώς στην Κούβα, χειροτέρευε την κατάσταση για τους ιμπεριαλιστές. Έτσι, μέσα σ' ένα σύντομο διάστημα λίγων μηνών η επανάσταση έκανε πολλά και μεγάλα άλματα. Ακόμη και ο ίδιος ο Τσε έγραφε το 1958 "... άρχισα τον αγώνα μ' αυτή την πεποίθηση και χωρίς καμιά ελπίδα ότι θα μπορούσε να προχωρήσει παρά πέρα από την απελευθέρωση αυτής της χώρας. Γι αυτό είμαι έτοιμος να σας αφήσω και να φύγω όταν οι συνθήκες της πάλης σπρώξουν την δράση του Κινήματος προς τα δεξιά (προς αυτό που όλοι εσείς εκπροσωπείται)". (Γράμμα στον Ντάνιελ, συντονιστή του Κινήματος της 26ης Ιούλη στην επαρχία Οριέντε).

Ο θάνατος της καπιταλιστικής Κούβας

Αν και ο Κάστρο στηριζότανε πια στις μάζες και υπεράσπιζε "τα Επαναστατικά Δικαστήρια" δεν υποστήριζε ακόμη τις ιδέες της "σοσιαλιστικής επανάστασης". Βέβαια, όλη η περιουσία που ανήκε στο Μπατίστα και στους ανθρώπους του είχε δημευτεί από το κράτος από τις πρώτες κιόλας μέρες της επανάστασης. Ωστόσο, ο Κάστρο συνέχισε ν' αρνείται ότι έχει "κομμουνιστικούς" στόχους και διακήρυσσε δημόσια πως πάλευε για την εγκαθίδρυση μιας καπιταλιστικής δημοκρατίας στην Κούβα.

Ο αμερικάνικος ιμπεριαλισμός είχε τρομοκρατηθεί βλέποντας να ξεδιπλώνονται τέτοια γεγονότα εκατό μίλια μόνο μακριά από τις ακτές του. Αν και οι φόβοι του ήταν δικαιολογημένοι, την ίδια ώρα, πρέπει να πούμε ότι πολλοί πολιτικοί εκπρόσωποι του υπόφεραν από μια σοβαρή δόση "κομμουνιστικής παράνοιας" και έβλεπαν "κομμουνιστικές συνομωσίες" σε κάθε ριζοσπαστικό πολιτικό κίνημα νότια του Ρίο Γκράντε, που δεν έλεγχαν ή επηρέαζαν άμεσα.

Δεν είχαν εμπιστοσύνη στον Κάστρο, ο οποίος παρέμενε γενικά ένας αστάθμητος παράγοντας. Για να τον μετρήσουν λοιπόν και να τον δοκιμάσουν, μια ομάδα εκδοτών αμερικάνικων εφημερίδων τον κάλεσαν να επισκεφτεί τις ΗΠΑ. Η επίσκεψη αυτή, που έγινε τον Απρίλη, είχε σαν στόχο όπως αποδείχτηκε να εξασκηθεί πίεση, επάνω του για να ακολουθήσει τις εντολές των ΗΠΑ. Ενώ βρισκόταν στην Ουάσιγκτον για "συνομιλίες", ο Κάστρο συνάντησε ανάμεσα σ' άλλους και τον τότε αντιπρόεδρο Ρίτσαρτ Νίξον.

Ο Νίξον ζήτησε από τον Κάστρο να σταματήσει αμέσως τις εκτελέσεις και την λειτουργία των Επαναστατικών Δικαστηρίων και να διακόψει όλες τις σχέσεις του με τους "κομμουνιστές". Έφτασε μάλιστα μέχρι το σημείο να δώσει στον Κάστρο ένα φάκελο μέσα στον οποίο αναφερόντουσαν όλοι οι γνωστοί "κομμουνιστές", που βρίσκονταν μέσα ή κοντά στην κυβέρνηση του. Βέβαια, οι απαιτήσεις αυτές των ΗΠΑ συνδέθηκαν άμεσα με το ζήτημα της οικονομικής βοήθειας. Μετά τη συνάντηση τους ο Νίξον σημείωσε ότι ο Κάστρο ήταν: "... ή εξαιρετικά αφελής για τον κομμουνισμό ή ήταν ήδη αφοσιωμένος κομμουνιστής και γι' αυτό θα πρέπει να του φερθούμε ανάλογα".

Λέγοντας "ανάλογα" ο Νίξον εννοούσε ότι πρέπει να υποστηριχθεί η πρωτοβουλία του Εντγκαρ Χούβερ, του διευθυντή του FBI, ο οποίος υποστήριζε ότι οι ΗΠΑ πρέπει να εξοπλίσουν αμέσως όλους τους Κουβανούς εξόριστους με στόχο ν' ανατρέψουν τον Κάστρο. Έτσι, η βίαιη ανατροπή του Κάστρο κατάληξε να γίνει ένα ζήτημα γοήτρου για την άρχουσα τάξη των ΗΠΑ, από τότε μέχρι σήμερα.

Ο Κάστρο προσπάθησε να εξηγήσει στον Νίξον ότι τα μέτρα που παίρνει η κυβέρνηση του ενάντια στα συμφέροντα των ΗΠΑ είναι δίκαια και σ' όλη την περιοδεία του εξηγούσε ότι δεν είναι κομμουνιστής, ότι τα ξένα συμφέροντα στην Κούβα είναι σεβαστά και ότι η καρδιά του "βρίσκεται στη Δύση". Συναντήθηκε, επίσης, για τρεις ολόκληρες ώρες με τον ειδικό υπεύθυνο της CIA για τον κομμουνισμό στην Λ. Αμερική, ο οποίος στη συνέχεια έβγαλε το συμπέρασμα ότι: "ο Κάστρο όχι μόνο δεν είναι κομμουνιστής αλλά είναι πολύ αντικομμουνιστής".

Ο αμερικάνικος ιμπεριαλισμός δεν ήταν διατεθειμένος ν' αποδεχτεί οποιαδήποτε απειλή στα συμφέροντα του στην Κούβα ή γενικότερα σ' ολόκληρη την περιοχή. Δεν ήταν διατεθειμένος να δεχτεί να χάσει τον άμεσο έλεγχο μέσα στην ίδια την αυλή του με την δημιουργία ενός "ανεξάρτητου" "εθνικού" και "φιλελεύθερου" καθεστώτος στην Αβάνα. Έτσι, ο Κάστρο, που πιεζόταν από την ίδια την κουβανική επανάσταση να προχωρήσει, βρέθηκε χωρίς ο ίδιος να το επιδιώκει σε σύγκρουση με τις ΗΠΑ και τον καπιταλισμό.

Μέσα σ' αυτές τις εξελίξεις ο Τσε πίεζε συνεχώς τον Κάστρο να πάρει κι άλλα μέτρα ενάντια στον καπιταλισμό. Η επανάσταση έπιανε βαθύτερες ρίζες και κέρδιζε καινούργια ορμή. Οι επιθέσεις του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού ενίσχυσαν παρά πέρα την επανάσταση και την έσπρωξαν σε μια πιο αριστερή και σοσιαλιστική κατεύθυνση. Σε ένα άρθρο του, το 1963, με τίτλο "το Χτίσιμο του Κόμματος της Εργατικής Τάξης", ο Τσε έγραφε: "ο ιμπεριαλισμός ήταν ένας πολύ αποφασιστικός παράγοντας στην ανάπτυξη και στο βάθεμα της ιδεολογίας μας. Κάθε χτύπημα που μας έδιναν οι ΗΠΑ απαιτούσε από μας μια απάντηση. Κάθε φορά που οι Γιάνκηδες αντιδρούσαν με την γνωστή τους αλαζονεία παίρνοντας μέτρα ενάντια στην Κούβα, είμασταν και εμείς αναγκασμένοι να πάρουμε ανάλογα μέτρα και με αυτή την έννοια η επανάσταση βάθαινε".

Μόλις γύρισε ο Κάστρο από την επίσκεψη του στις ΗΠΑ, η κυβέρνηση ανακοίνωσε την εφαρμογή ενός προγράμματος αγροτικής μεταρρύθμισης. Το πρόγραμμα αυτό συντάχθηκε κάτω από την άμεση επιρροή του Τσε και το πρώτο του άρθρο απαγόρευε την ύπαρξη αγροκτημάτων μεγαλύτερων από 4.000 στρέμματα και υποστήριζε την δημιουργία συνεταιρισμών. Προβλεπόταν επίσης ότι εξαιρέσεις σ' αυτόν τον κανόνα, όπως το δικαίωμα ξένων εταιριών να κατέχουνε γη, θα επιτρεπόταν μόνο εφ' όσον η κυβέρνηση θεωρούσε ότι εξυπηρετούσε το εθνικό συμφέρον. Στην πραγματικότητα, αυτός ο νόμος δεν ήταν πιο ριζοσπαστικός από το σύνταγμα του 1940, επέτρεψε όμως στην κυβέρνηση να απαλλοτριώσει πολλά αγροκτήματα, καθώς η νέα αυτή νομοθεσία αφορούσε περίπου το 40% της συνολικής καλλιεργούμενης γης.

Το πρόγραμμα της αγροτικής μεταρρύθμισης θα εφαρμοζόταν από το Ινστιτούτο Αγροτικής Μεταρρύθμισης (ΙΝRΑ), το οποίο είχε την ευθύνη να διορίζει τους διευθυντές των φυτειών και να πληρώνει τους εργάτες 2.50 δολάρια την μέρα για όλο το χρόνο. Έτσι, παρά το γεγονός ότι η προτεινόμενη αγροτική μεταρρύθμιση δεν είχε μεγάλες διαφορές από το σύνταγμα του 1940, ήταν ωστόσο μέσα σ' αυτές τις συνθήκες αρκετά ριζοσπαστική για να ξεσηκώσει την αντίδραση των Κουβανέζων γαιοκτημόνων και των φίλων τους στις ΗΠΑ, που έβλεπαν πια το φάντασμα του κομμουνισμού να επικρατεί στην Κούβα. Η τιμή της κουβανέζικης ζάχαρης έπεσε κατακόρυφα στο χρηματιστήριο εμπορευμάτων της Ν. Υόρκης. Οι αμερικάνικες εταιρίες, που είχαν επενδύσεις στην Κούβα, άρχισαν να πανικοβάλλονται και ν' αμφιβάλλουν αν θα έπαιρναν ποτέ καμιά αποζημίωση, στην περίπτωση που οι περιουσίες τους κατάσχονταν από τη νέα κυβέρνηση. Έτσι οι ΗΠΑ ξεκίνησαν τότε μία εκστρατεία που απαιτούσε από τον Κάστρο να καλέσει άμεσα εκλογές, με στόχο να τον ανατρέψουν. Η απάντηση που έδωσαν εκατοντάδες χιλιάδες ένοπλοι Κουβανοί στη διαδήλωση της Πρωτομαγιάς ήταν: "Επανάσταση ναι εκλογές όχι".

Μέσα σ' αυτές τις συνθήκες, το καλοκαίρι του 1959, ο Κάστρο, αμφιταλαντευόταν ακόμη και μιλούσε για "ανθρωπιστική εθνική επανάσταση" που δεν ήταν ούτε "καπιταλιστική" ούτε "κομμουνιστική". Όμως, η μαζική ριζοσπαστικοποίηση των εργατών, των φτωχών χωρικών και της νεολαίας στην Κούβα προκάλεσε την ένταση της πόλωσης μέσα στην ίδια την κυβέρνηση.

Οι γνωστοί "φιλελεύθεροι" φιλοκαπιταλιστές δεν είχαν καμιά δική τους σοβαρή προσωπικότητα στην κυβέρνηση γύρω από την οποία θα μπορούσαν να συσπειρώσουν τις δυνάμεις τους. Παρόλ' αυτά διαμαρτύρονταν συνεχώς για τα μέτρα που έπαιρνε ο Τσε στις ένοπλες δυνάμεις και ιδιαίτερα για την προαγωγή σε θέσεις κλειδιά γνωστών σοσιαλιστών και υποστηρικτών του PSP. Αντιτάχθηκαν ακόμα και στα ριζοσπαστικά μέτρα που έγκρινε ο Κάστρο, όπως ο νόμος που μείωνε τα ενοίκια κατά 50%. Τελικά, ο Πρόεδρος Μανουέλ Ουρουίτα αναγκάστηκε να παραιτηθεί, τον Ιούλη, όταν ξέσπασαν μαζικές διαμαρτυρίες ενάντια στην αντίθεση του στα ριζοσπαστικά μέτρα που εφάρμοζε η κυβέρνηση. Μέχρι τον Νοέμβρη όλοι οι φιλελεύθεροι υπουργοί απολύθηκαν ή παραιτήθηκαν, αφού πρώτα συντάχθηκαν με την Ουάσιγκτον, κατηγορώντας την κουβανική κυβέρνηση για κομμουνιστική πολιτική.

Ο Τσε πρόβλεψε την σύγκρουση

Ο Τσε, αυτή την κρίσιμη περίοδο ζητούσε να παρθούν ολοένα και πιο ριζοσπαστικά μέτρα. Από τον Γενάρη ακόμα, υποστήριζε την ανάγκη της εφαρμογής ενός προγράμματος γρήγορης εκβιομηχάνησης της οικονομίας, που θα βασιζόταν πάνω στην εθνικοποίηση του ορυκτού πλούτου, του ηλεκτρισμού, της τηλεφωνικής εταιρίας (που ήταν θυγατρική της αμερικάνικης ΙΤΤ) και άλλων τομέων της οικονομίας. Έτσι, ο Τσε αναδείχτηκε γρήγορα ο πιο επικίνδυνος εχθρός των ΗΠΑ στην Κούβα.

Επίσης, ήταν ο πρώτος που πρόβλεψε έγκαιρα τη σκληρή αντίδραση της κυβέρνησης των ΗΠΑ μόλις θα εφαρμόζαν στην Κούβα τέτοια ριζοσπαστικά μέτρα. Στις 27 του Γενάρη, για παράδειγμα, σ' ένα λόγο του με τίτλο "τα Κοινωνικά Καθήκοντα του Αντάρτικου Στρατού" ο Τσε υποστήριξε ότι: "Η επανάσταση μας είναι άμεσα δεμένη με όλες τις υπανάπτυκτες χώρες της Λ. Αμερικής. Η επανάσταση αυτή δεν περιορίζεται στο κουβανικό έθνος και μόνο, γιατί έχει ήδη αγγίξει την συνείδηση όλης της Λ. Αμερικής και έχει ξεσηκώσει όλους τους εχθρούς των λαών μας. Η επανάσταση μας απειλεί όλους τους τύραννους της Λ. Αμερικής και τα ξένα μονοπώλια που είναι εχθροί των λαϊκών καθεστώτων. Σήμερα, όλος ο λαός της Κούβας βρίσκεται σε πολεμική ετοιμότητα και θα πρέπει να παραμείνει έτσι μέχρι να φανεί ότι η νίκη μας ενάντια στην δικτατορία δεν είναι κάτι το μεμονωμένο, αλλά είναι ένα πρώτο μόνο βήμα για τη νίκη σ' ολόκληρη την Λ. Αμερική".

Το κάλεσμα αυτό στους επαναστάτες όλης της Λ. Αμερικής ήταν στην ουσία μια κήρυξη πολέμου ενάντια στα συμφέροντα των ΗΠΑ. Οι αμερικάνοι ιμπεριαλιστές είχαν ήδη υιοθετήσει τότε μια πολιτική, που είχε σαν στόχο να πνίξει και ν' ανατρέψει κάθε μέτρο που έπαιρνε το νέο καθεστώς στην Κούβα. Έτσι, όταν τον Ιούνη επιβλήθηκαν τα μέτρα της αγροτικής μεταρύθμισης και στη συνέχεια αποφασίστηκε η εθνικοποίηση των ξένων εταιρειών πετρελαίου, οι ΗΠΑ αποφάσισαν να περιορίσουν δραστικά τις εισαγωγές ζάχαρης από την Κούβα. Αυτή η εθνικοποίηση επιβλήθηκε, όταν η κυβέρνηση εισήγαγε πετρέλαιο από την Ρωσία, αλλά οι αμερικάνικες εταιρίες πετρελαίου στην Κούβα αρνήθηκαν να το διυλίσουν. Τότε, ο Κάστρο αναγκάστηκε να διορίσει Διευθυντές σ' όλα τα διυλιστήρια της Τexaco, της Esso και της Shell και στη συνέχεια να τα εθνικοποιήσει.

Η απάντηση της κουβανικής κυβέρνησης στη δραστική μείωση των εισαγωγών ζάχαρης στις ΗΠΑ ήταν να περάσει ένα νέο νόμο που εθνικοποιούσε όλες τις ξένες περιουσίες στην Κούβα. Έτσι, τον Οκτώβρη απαλλοτριώθηκαν από το κράτος 383 μεγάλες βιομηχανίες και τράπεζες. Ο καπιταλισμός στραγγαλίστηκε. Τον Απρίλη του 1960, ο Κάστρο για πρώτη φόρα διακήρυξε ότι η επανάσταση στην Κούβα είναι "σοσιαλιστική".

Η νέα Κούβα


Ενώ ο αμερικάνικος ιμπεριαλισμός παρακολουθούσε συγκλονισμένος τα γεγονότα που συνέβαιναν στην Αβάνα, οι γραφειοκράτες ηγέτες στη Μόσχα, στην αρχή έβλεπαν τις εξελίξεις από μακριά κι εκπλάγηκαν κυριολεχτικά από την πορεία που έπαιρναν. Μ' αυτή την έννοια, αποτελεί παραποίηση της ιστορίας η θέση που προβάλουν ορισμένοι απολογητές του καθεστώτος της Μόσχας, ότι η κουβανική επανάσταση είχε από αρχή την υποστήριξη της ΕΣΣΔ και ότι ο Κάστρο συνεργαζότανε μαζί της.

Στην πραγματικότητα, πριν την εκστρατεία της Γκράνμα οι σχέσεις ανάμεσα στο Κίνημα της 26ης Ιούλη και την ΕΣΣΔ ήταν ελάχιστες και περιορίζονταν σε επαφές κάποιων μελών της με Σοβιετικούς υπαλλήλους στο Μεξικό. Ο Ραούλ Κάστρο ήταν μέλος της νεολαίας του Κομμουνιστικού Κόμματος και ο Τσε είχε κατά καιρούς κάποιες συζητήσεις με ένα υπάλληλο της Σοβιετικής Πρεσβείας. Οι επαφές αυτές όμως, στην καλύτερη περίπτωση είχαν μόνο ένα διερευνητικό χαρακτήρα.

Ο Τσε, βέβαια, όταν βρισκότανε στο Μεξικό θεωρούσε ακόμη ότι η Σοβιετική Ένωση ήτανε η έκφραση "του σοσιαλισμού". Την ίδια ώρα, όπως και σε πολλούς άλλους στον αποικιακό και ημιαποικιακό κόσμο, η Σοβιετική Ένωση του φαινότανε σαν ένα χρήσιμο αντίβαρο ενάντια στον ιμπεριαλισμό και ιδιαίτερα στην Λ. Αμερική ενάντια στον αμερικάνικο ιμπεριαλισμό. Σ' ένα γράμμα, που έγραψε το 1958, στον Ντάνιελ εξηγούσε ότι: "ανήκε σε εκείνους που πίστευαν ότι η λύση στα παγκόσμια προβλήματα βρίσκεται πίσω από το σιδηρούν παραπέτασμα". Αργότερα βέβαια, όταν ο Τσε γνώρισε την Ρωσία από πρώτο χέρι, άλλαξε γνώμη και στράφηκε ενάντια σ' αυτό το εκφυλισμένο δικτατορικό καθεστώς, που κυβερνούσε την χώρα στο όνομα του "σοσιαλισμού", χωρίς όμως αυτό να επηρεάσει καθόλου το μίσος του ενάντια στον ιμπεριαλισμό και τον καπιταλισμό.

Οι ηγέτες της Σοβιετικής Ένωσης δεν γνώριζαν τίποτα για την "συνομωσία", που διάφοροι καλοθελητές υποστηρίζουν ότι υπήρχε ανάμεσα στον Κάστρο και στη γραφειοκρατία του Κρεμλίνου, για να καταλάβουνε την Κούβα. Όταν τον Ιανουάριο του 1959, έφθασαν στην Μόσχα οι ειδήσεις για τα θυελλώδη γεγονότα που συνέβαιναν στην Αβάνα, η ηγεσία του ΚΚΣΕ (Κομμουνιστικό Κόμμα της Σοβιετικής Ένωσης) βρισκότανε σε συνεδρίαση. Ο Άντερσον, στην βιογραφία του για τον Τσε Γκεβάρα, περιγράφει τι του είπε ο Γκεόργκι Κορνιένκο, ηγετικό στέλεχος της Υπηρεσίας Πληροφοριών του ΚΚΣΕ. "Ο Χρουστσόφ ρώτησε: "Ποιοι είναι αυτοί οι τύποι στην Αβάνα; Τι είναι;" Κανείς όμως δεν ήξερε τι να του απαντήσει. Στην πραγματικότητα, δεν ξέραμε τότε ποιοι είναι αυτοί οι τύποι στην Αβάνα".

Όταν, όμως, ξέσπασε η κοινωνική επανάσταση, η γραφειοκρατία στη Μόσχα έσπευσε να εκμεταλλευθεί αυτό το γεγονός για δικούς της σκοπούς. Υποστηρίζοντας το κουβανικό καθεστώς του Κάστρο ο Χρουστσόφ κατόρθωσε να ενισχύσει το διεθνές κύρος της γραφειοκρατίας. Αυτό φάνηκε κατά τη διάρκεια της κρίσης των πυραύλων, το 1962, όταν η Κούβα φοβούμενη ένοπλη επέμβαση από τις ΗΠΑ, ζήτησε στρατιωτική βοήθεια από την ΕΣΣΔ. Οι Σοβιετικοί γραφειοκράτες δέχτηκαν τότε να της στείλουν πυραύλους, που θα μπορούσαν να φέρουν και πυρηνικές κεφαλές. Αυτό το έκαναν, κύρια, για να δείξουν ότι είναι διατεθειμένοι να "πατήσουν πόδι" στις ΗΠΑ και να ενισχύσουν έτσι το διεθνές τους γόητρο.

Την ίδια ώρα, η κίνηση τους αυτή αποτελούσε και αντίποινα ενάντια σε ανάλογα μέτρα που είχαν ήδη πάρει οι ΗΠΑ ενάντια στην ΕΣΣΔ. Εγκαθιστώντας πυρηνικά όπλα στην Κούβα, υποστήριξε ο Χρουστσόφ: "Μπορούμε να τους πληρώσουμε με το ίδιο νόμισμα που μας πλήρωσαν κι αυτοί στην Τουρκία" (οι ΗΠΑ είχαν εγκαταστήσει πυρηνικούς πυραύλους εκεί, που στόχευαν την ΕΣΣΔ). "Είναι καιρός να τους τρομοκρατήσουμε λίγο... ν' αρχίσουν να αισθάνονται κι αυτοί όπως αισθανθήκαμε και εμείς. Θα πρέπει να καταπιούν το πικρό αυτό χάπι, όπως κατάπιαμε και εμείς το τουρκικό".

Το 1960, η γραφειοκρατία που κυβερνούσε την ΕΣΣΔ είχε ακόμα εμπιστοσύνη στον εαυτό της και ήθελε να ενισχύσει τον παγκόσμιο ρόλο της, σε μεγάλη αντίθεση βέβαια με την χρεοκοπημένη κλίκα που πρωτοστάτησε τελικά στην παλινόρθωση του καπιταλισμού το 1989-92. Ωστόσο, παράλληλα με την προσπάθεια τους να ενισχύσουν το διεθνές τους γόητρο, οι Ρώσοι γραφειοκράτες ήθελαν ακόμη να χρησιμοποιήσουν το κύρος τους και την οικονομική τους βοήθεια για να ελέγξουν τους Κουβανούς ηγέτες, που τους θεωρούσανε απειθάρχητους.

Κοινωνικά οφέλη

Στη συνέχεια, η επαναστατική Κούβα υπόγραψε εξαιρετικά ευνοϊκές εμπορικές συμφωνίες με την ΕΣΣΔ και με τα κράτη της Αν. Ευρώπης. Έτσι, κατέληξε το 85% του κουβανικού εμπορίου να γίνεται με χώρες του "σιδηρού παραπετάσματος", που αγόραζαν την κουβανική ζάχαρη σε τρεις έως τέσσερις φορές μεγαλύτερη τιμή απ' ότι είχε στη διεθνή αγορά. Το 95% του πετρελαίου της Κούβας προερχόταν από την ΕΣΣΔ. Έτσι, έγιναν σημαντικές επενδύσεις στην βιομηχανία και οι Σοβιετικοί έστειλαν πολλούς τεχνικούς στην Αβάνα για να βοηθήσουν. Επιπλέον, η Ρώσικη οικονομική βοήθεια ξεπέρασε το 1εκ. δολάρια την ημέρα. Χωρίς αυτή την υποστήριξη η κουβανική οικονομία και η επανάσταση θα είχαν καταρρεύσει. Όμως, όπως λέει και το παλιό ρητό: "αυτός που πληρώνει τα όργανα παραγέλλει και τα τραγούδια". Χάρις σ' αυτή την βοήθεια το Κρεμλίνο μπόρεσε να ελέγξει αποφασιστικά τον Κάστρο.

Η ανατροπή του καπιταλισμού και η δημιουργία μιας σχεδιασμένης οικονομίας, με την οικονομική βοήθεια της ΕΣΣΔ, επέτρεψαν να γίνει μια τεράστια αλλαγή στη ζωή των κουβανικών μαζών. Μέσα σε δύο χρόνια καταργήθηκε ο αναλφαβητισμός. Πριν το 1959, το 50% των παιδιών που ήταν σε σχολική ηλικία δεν είχαν καμία εκπαίδευση. Μετά την επανάσταση όλα μπορούσαν να μορφωθούν. Ακόμα, η κυβέρνηση έστειλε καθηγητές και φοιτητές στα εργοστάσια και στις φυτείες για να οργανώσουνε σχολεία για τους ενήλικες. Όταν πια όλοι μπορούσαν να διαβάσουν και να γράψουν σήκωναν στην πύλη μια κόκκινη σημαία.

Η δημόσια υγεία ενισχύθηκε αποφασιστικά και όλοι είχαν δωρεάν περίθαλψη. Τελικά, η Κούβα έφτασε να έχει μια από τις καλύτερες υπηρεσίες υγείας στον κόσμο. Δουλειά, τρόφιμα και στέγη ήταν διαθέσιμα για όλους. Στα τέλη της δεκαετίας του '70, η παιδική θνησιμότητα μειώθηκε στο 10,6% για κάθε χίλια μωρά και η διάρκεια ζωής αυξήθηκε στα 74 χρόνια, όσο δηλαδή στις αναπτυγμένες χώρες. Είναι χαρακτηριστικό ότι την ίδια περίοδο η μέση διάρκεια ζωής ήταν στην Βολιβία 45 χρόνια, στην Κολομβία 58 και στη Βραζιλία 60.

Η κυβέρνηση του Κάστρο έγινε έτσι η πρώτη χώρα στην Λ. Αμερική που υποστήριζε τον "σοσιαλισμό". Μέχρι τότε, σ' όλη την ιστορία της Λ.Αμερικής, τα σοσιαλιστικά ή κομμουνιστικά κόμματα είχαν συμμετέχει σε κάποιες κυβερνήσεις αλλά μόνο σε συμμαχία με καπιταλιστικά κόμματα. Ο παλιός στόχος τους για το χτίσιμο του σοσιαλισμού είχε πια ξεθωριάσει και δεν αναφερόταν καθόλου. Μόνο με την εκλογή του Αλλιέντε στην Χιλή, το 1970, αναδείχθηκε μια ακόμη κυβέρνηση στη Λ. Αμερική, που έβαζε σαν στόχο το χτίσιμο του σοσιαλισμού.

Η διαφορά με την Κούβα ήταν βέβαια ότι εκεί η αλλαγή επιβλήθηκε με επανάσταση. Γι αυτό και ο αντίκτυπος που είχε σ' όλη τη Λ. Αμερική ήταν πολύ μεγάλος. Εκατομμύρια εργάτες, αγρότες και νεολαίοι σ' όλη την Ήπειρο άρχισαν να βλέπουν την Κούβα σαν ένα παράδειγμα που τους έδειχνε τον δρόμο. Η Κούβα ήτανε πια ένα όραμα για τις καταπιεσμένες μάζες τις Λ. Αμερικής. Ενώ όμως, οι επαναστατικές εξελίξεις στην Αβάνα δημιούργησαν τεράστιο ενθουσιασμό στις λαϊκές μάζες σ' όλη την Ήπειρο, την ίδια ώρα προκάλεσαν τρόμο στους καπιταλιστές βόρεια του Ρίο Γκράντε.

Ο Κόλπος των Χοίρων

Ο αμερικάνικος ιμπεριαλισμός δεν μπορούσε πια να ανεχθεί αυτή την κατάσταση και ετοίμαζε συγκεκριμένα σχέδια για την ανατροπή της "κομμουνιστικής απειλής" του Κάστρο. Τον Απρίλη του 1961, αεροπλάνα από τις ΗΠΑ βομβάρδισαν την πόλη του Σαντιάγκο στην Κούβα. Η επίθεση εκείνη ήταν ένα προοίμιο μόνο της εισβολής που έγινε τον ίδιο μήνα στον Κόλπο των Χοίρων από μισθοφορικές δυνάμεις που οργάνωσαν οι ΗΠΑ. Η εισβολή αυτή αποκρούστηκε από τις ένοπλες πολιτοφυλακές και τελικά κατάρρευσε σαν φάρσα, όταν οι ΗΠΑ κατάλαβαν ότι δεν μπορούσαν τότε να κάνουν μια γενική επίθεση ενάντια στην Κούβα. Απαντώντας σ' αυτή την πρόκληση ο Κάστρο διακήρυξε τον "σοσιαλιστικό χαρακτήρα" της επανάστασης.

Η επίθεση αυτή του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού, όπως και οι προηγούμενες είχε σαν αποτέλεσμα το φούντωμα της λαϊκής υποστήριξης στην επανάσταση και στο καθεστώς του Κάστρο. Ο Τσε, δικαιολογημένα λοιπόν, έστειλε γραπτό μήνυμα στον τότε Πρόεδρο Κένεντυ, αμέσως μετά την επέμβαση του Κόλπου των Χοίρων, λέγοντας του τα εξής: "Ευχαριστούμε πολύ για τον Κόλπο των Χοίρων. Πριν από την επέμβαση η επανάσταση ήταν ασταθής, τώρα είναι ισχυρότερη από ποτέ άλλοτε". Η αποτυχία της αμερικάνικης επέμβασης για την ανατροπή του Κάστρο, ανάγκασε τις ΗΠΑ να ξεκινήσουν μια εκστρατεία απομόνωσης του. Στις 31 Γενάρη του 1962, οι ΗΠΑ κατόρθωσαν να διαγραφτεί η Κούβα από τον Οργανισμό των Αμερικάνικων Κρατών (ΟΑS). Την απόφαση αυτή ακολούθησε η επιβολή από τις ΗΠΑ πλήρους εμπορικού εμπάργκο στην Κούβα, το οποίο ισχύει μέχρι σήμερα.

Στις 4 Φεβρουαρίου, ο Κάστρο απάντησε σ' αυτές τις επιθέσεις με την "2η Διακήρυξη της Αβάνας". Η διακήρυξη αυτή, που γράφτηκε κάτω από την επιρροή του Τσε, διαβάστηκε σε μια συγκέντρωση στην Αβάνα, σ' ένα πλήθος ενός εκατομμυρίου ανθρώπων, από τα 7 περίπου εκατομμύρια του συνολικού πληθυσμού της Κούβας. Η διακήρυξη αυτή, που περιείχε μια εξαίρετη περίληψη της πραγματικής ιστορίας της Λ. Αμερικής, κατάγγελλε τον καπιταλισμό και τον ιμπεριαλισμό και καλούσε τους λαούς σε εξέγερση για το χτίσιμο του σοσιαλισμού σ' ολόκληρη την Ήπειρο. Ο Κάστρο είχε απόλυτο δίκαιο όταν υποστήριξε ότι: "η Κούβα, η χώρα αυτή της Λ. Αμερικής που μοίρασε γη σε 100.000 φτωχούς αγρότες, που εγγυήθηκε μόνιμη εργασία για όλο τον χρόνο στους αγροτοεργάτες στις κρατικές φυτείες και στους συνεταιρισμούς, που έχτισε χιλιάδες σχολεία, που έδωσε 70.000 υποτροφίες σε φοιτητές για να πάνε στα πανεπιστήμια, στα λύκεια και στις τεχνικές σχολές, που έφτιαξε ειδικούς χώρους εκπαίδευσης για όλο τον ενήλικο πληθυσμό, που κυριολεκτικά εξάλειψε τον αναλφαβητισμό, που τετραπλασίασε τις υπηρεσίες υγείας, που εθνικοποίησε τα ξένα συμφέροντα, που κατάργησε το εκμεταλλευτικό σύστημα, που είχε μετατρέψει την στέγη σε κερδοφόρα επιχείρηση, που σχεδόν κατάργησε την ανεργία και απαγόρευσε τις διακρίσεις κατά φυλή ή φύλο, που ξερίζωσε το τζόγο και την διαφθορά και που εξόπλισε τον λαό, διαγράφτηκε τώρα από τον Οργανισμό Αμερικανικών Κρατών από τις κυβερνήσεις εκείνες, που δεν έχουν καταφέρει να προσφέρουν στους λαούς τους, ούτε μια απ' αυτές τις κατακτήσεις".

Αναφερόμενος στην οργή που προκάλεσαν τα μέτρα αυτά στους υποστηρικτές του καπιταλισμού, η διακήρυξη τόνιζε ότι: " είναι πράγματι τρομοκρατημένοι γιατί δεν φοβούνται μόνο την κουβανέζικη, αλλά και την λατινοαμερικάνικη επανάσταση. Φοβούνται μήπως οι εργάτες, οι αγρότες, οι φοιτητές, οι διανοούμενοι και τα προοδευτικά κομμάτια της μεσαίας τάξης με επαναστατικά μέσα πάρουν την εξουσία στις καταπιεσμένες και πεινασμένες χώρες τους, που εκμεταλλεύονται τα αμερικάνικα μονοπώλια και οι αντιδραστικές ολιγαρχίες της Αμερικής. Φοβούνται μήπως οι λεηλατημένοι λαοί της Ηπείρου πάρουν τα όπλα από τους καταπιεστές τους και όπως στην Κούβα, διακηρύξουν ότι είναι πια ελεύθεροι λαοί της Αμερικής".

Οι κατακτήσεις της κουβανικής επανάστασης και οι μαχητικές αυτές διακηρύξεις της εξασφάλισαν τη μαζική λαϊκή υποστήριξη μέσα στην Κούβα και στο εξωτερικό. Ωστόσο, παρά την τεράστια δημοτικότητα του νέου καθεστώτος και τα μεγάλα κοινωνικά οφέλη που έφερε η επανάσταση, δεν εγκαθιδρύθηκε στην Κούβα ένα καθεστώς πραγματικής εργατικής δημοκρατίας.

Ποιός διοικεί τη νέα Κούβα;

Μετά τη Ρώσικη επανάσταση του 1917 εφαρμόστηκε ένα σύστημα εργατικής δημοκρατίας μέσα από την εκλογή των Συμβουλίων (Σοβιέτ). Τα Συμβούλια αυτά αποτελούνταν από εκλεγμένους αντιπροσώπους από τα εργοστάσια, τους χώρους δουλειάς και τα στρατιωτικά τμήματα. Παρόμοιες μορφές οργάνωσης είχαν εφαρμοστεί από την εργατική τάξη και σε άλλες επαναστάσεις, όπως της Παρισινής Κομμούνας, που επιβλήθηκε το 1871. Στη Ρώσικη επανάσταση τα τοπικά Συμβούλια εκλέγανε τα περιφερειακά και στη συνέχεια τα εθνικά Συμβούλια από τα οποία εκλεγότανε η κυβέρνηση.

Όλοι οι εκλεγμένοι αντιπρόσωποι ήταν ανά πάσα στιγμή ανακλητοί από αυτούς που τους είχαν εκλέξει. Οι κυβερνητικοί αξιωματούχοι αμοιβόντουσαν με μισθούς ανάλογους με αυτούς που έπαιρναν οι ειδικευμένοι εργάτες. Μέσα από αυτό το σύστημα της εργατικής δημοκρατίας η εργατική τάξη, με την υποστήριξη των φτωχών αγροτών και των άλλων καταπιεζόμενων στρωμάτων, εξασκούσε δημοκρατικό έλεγχο και διοίκηση πάνω στη λειτουργία και τον προγραμματισμό της κοινωνίας.

Γι' αυτό ακριβώς και η Ρώσικη επανάσταση είχε ένα πραγματικά εκπληκτικό αντίκτυπο διεθνώς. Όπως τόνισε ο Τζων Ρηντ, στη γλαφυρή περιγραφή της επανάστασης που έγραψε, ήταν πράγματι "10 Μέρες που συγκλόνισαν τον Κόσμο". Οι εργάτες παγκόσμια, όχι μόνο υποστήριξαν με ενθουσιασμό αυτήν την επανάσταση, αλλά και αγωνίστηκαν σκληρά για να επιβάλουν την εργατική δημοκρατία και στις δικές τους χώρες. Έτσι, η Ρώσικη Επανάσταση είχε ένα πολύ μεγαλύτερο αντίκτυπο και περισσότερα πρακτικά αποτελέσματα διεθνώς από την κουβανέζικη επανάσταση.

Το σύστημα της εργατικής δημοκρατίας, που ξεκίνησε να εφαρμόζεται κατά την διάρκεια της Ρώσικης επανάστασης, ήταν βασισμένο κύρια πάνω στην συνειδητή συμμετοχή της εργατικής τάξης στην κατάληψη της εξουσίας και στην διοίκηση της κοινωνίας. Επειδή λοιπόν το προλεταριάτο ήταν επικεφαλής της επαναστατικής διαδικασίας δημιουργήθηκε κι ένα εργατικό κράτος που αντανακλούσε τον ταξικό χαρακτήρα της επανάστασης. Και ήταν ακριβώς αυτός ο χαρακτήρας που είχε τόσο μεγάλη απήχηση στους εργάτες παγκόσμια.

Βέβαια, η εργατική τάξη έχασε τελικά την πολιτική εξουσία, που άρπαξε μια γραφειοκρατική κάστα, κύρια εξ αιτίας, της αποτυχίας της παγκόσμιας επανάστασης και της στρατιωτικής επέμβασης 21 διαφορετικών κρατών, για να στηρίξουν τις δυνάμεις της αντεπανάστασης μέσα στη Ρωσία. Ο εμφύλιος πόλεμος, που συγκλόνισε την Ρωσία από το 1918 έως το 1921, είχε σαν αποτέλεσμα μια τρομακτική οικονομική και κοινωνική καταστροφή. Τέτοια ήταν η πείνα, η φτώχεια και η δυστυχία, ιδιαίτερα στις αγροτικές περιοχές, ώστε εμφανίστηκαν ακόμη και φαινόμενα κανιβαλισμού. Αυτός ο πόλεμος, σε συνδυασμό με την αποτυχία της εξάπλωσης της επανάστασης διεθνώς, εξάντλησε και εξόντωσε, ιδιαίτερα, τα πιο ενεργά και έμπειρα τμήματα της εργατικής τάξης. Έτσι, αναδείχτηκε μια προνομιούχα γραφειοκρατική κάστα που άρπαξε την πολιτική εξουσία. Το δικτατορικό αυτό γραφειοκρατικό καθεστώς κυβερνούσε την ΕΣΣΔ, στο όνομα του "σοσιαλισμού", μέχρι το 1989-1991.

Στην Κούβα, το νέο καθεστώς που ήρθε στην εξουσία το 1959, είχε τεράστια λαϊκή υποστήριξη ανάμεσα στο πληθυσμό, αλλά ο χαρακτήρας του κράτους που δημιουργήθηκε αντανακλούσε κύρια την αγροτική βάση της επανάστασης. Έτσι, δεν εγκαθιδρύθηκε ποτέ ένα καθεστώς πραγματικής εργατικής δημοκρατίας, όπως έγινε στη Ρωσία μετά το 1917. Παρά την μεγάλη δημοτικότητα του, το καθεστώς στην Κούβα είχε, από την αρχή, ένα χαρακτήρα που η C.W.Ι. χαρακτήρισε σαν "παραμορφωμένο εργατικό κράτος". Δηλαδή, ένα καθεστώς, όπου οι καπιταλιστές και οι γαιοκτήμονες είχαν ανατραπεί και αντικατασταθεί από μια προγραμματισμένη κρατική οικονομία, την οποία όμως διοικούσε μια γραφειοκρατική ελίτ. Γιατί δεν υπήρχε κανένα σύστημα εργατικών συμβουλίων, μέσα από το οποίο η εργατική τάξη να μπορούσε να ελέγχει και να διοικεί την κοινωνία.

Έτσι, η κυβέρνηση στην Κούβα διοικούσε την κοινωνία κύρια, μέσα από το Κομμουνιστικό Κόμμα και τις Επιτροπές Υπεράσπισης της Επανάστασης (CDRs), που το νέο καθεστώς δημιούργησε τον Σεπτέμβρη του 1960. Οι Επιτροπές αυτές ωστόσο, δεν ήταν εκλεγμένες και βασισμένες στους χώρους δουλειάς έτσι ώστε να μπορεί η εργατική τάξη να κάνει τις δικές της προτάσεις ή να αναθεωρεί και να αλλάζει τις προτάσεις που έκαναν τα διάφορα περιφερειακά και εθνικά όργανα. Αυτή η δημοκρατική λειτουργία, όμως, είναι απαραίτητη για να μπορέσει ν' αναπτυχθεί σωστά μια κεντρικά προγραμματισμένη οικονομία και να μπορεί να υπάρχει αποφασιστικός έλεγχος απέναντι στις γραφειοκρατικές τάσεις.

Κάθε δρόμος είχε την δική του Επιτροπή (CDR), στην οποία μπορούσε να μπει ο καθένας και έτσι στην αρχή έφτασαν να έχουν 3 εκατομμύρια μέλη. Οι Επιτροπές όμως αυτές, στην πραγματικότητα, λειτούργησαν μόνο για ενημέρωση και μεταφορά των αποφάσεων της κυβέρνησης προς τα κάτω, μέσα κύρια από τα μέλη του Κομμουνιστικού Κόμματος. Λειτούργησαν, στην ουσία σαν ένας μηχανισμός μέσα από τον οποίο η ηγεσία του Κόμματος έκανε κάτι σαν τοπικά δημοψηφίσματα για να εξασφαλίσει υποστήριξη στις αποφάσεις της. Δεν υπήρχε δηλαδή κανένας αποτελεσματικός τρόπος, μέσα από τον οποίο οι εργάτες και τα λαϊκά στρώματα γενικότερα, θα μπορούσαν να συζητήσουν και ν' αλλάξουν τις αποφάσεις, που έρχονταν από τα πάνω. Η μέθοδος αυτή λειτουργίας της εξουσίας χρησιμοποιήθηκε κατά κόρον από τον ίδιο τον Κάστρο. Καλούσαν δηλαδή μαζικές συγκεντρώσεις, στις οποίες ο Κάστρο παρουσίαζε τις αποφάσεις της κυβέρνησης και ζητούσε στη συνέχεια από τους συγκεντρωμένους να τις κρίνουνε με ένα "ναι" ή με ένα "όχι". Δεν υπήρχε κανένα περιθώριο συζήτησης, ελέγχου ή αλλαγής αυτών των αποφάσεων.

Μέσα στη φωτιά των πρώτων ημερών της επανάστασης, οι Επιτροπές αυτές εξασκούσαν στην αρχή κάποια στοιχεία περιορισμένου ελέγχου, κύρια σε τρέχοντα και τοπικά ζητήματα. Ακόμα και τότε όμως, δεν λειτούργησαν ποτέ σαν ο βασικός μηχανισμός μέσα από τον οποίο θα μπορούσε να εξασκηθεί ο δημοκρατικός προγραμματισμός κι ο έλεγχος της οικονομίας και της κοινωνίας από τους ίδιους τους εργαζόμενους και ειδικά από την εργατική τάξη. Έτσι, ενώ στην αρχή οι Επιτροπές αυτές ήταν πάρα πολύ δημοφιλείς ανάμεσα στους εργάτες, στη συνέχεια αδράνησαν κι άρχισαν να παίζουν κύρια το ρόλο του ελέγχου και της παρακολούθησης των δραστηριοτήτων του τοπικού πληθυσμού.

Τα συνδικάτα επίσης, μέσα από τη Συνομοσπονδία Κουβανών Εργατών (CTT), πολύ γρήγορα μετατράπηκαν σε Επιθεώρηση Εργασίας του ανάλογου κυβερνητικού υπουργείου. Υπήρχαν ακόμα περίπου 300 συμβούλια τοπικής αυτοδιοίκησης, τα οποία όμως είχαν πολύ λίγες εξουσίες. Οι υποψήφιοι σύμβουλοι έπρεπε να πληρούν όλα τα κριτήρια που καθόριζε το Κόμμα, το οποίο διόριζε και τους προέδρους των συμβουλίων.

Το Κουβανέζικο Κομμουνιστικό Κόμμα ήταν και συνεχίζει να είναι το κύριο εργαλείο μέσα από το οποίο η γραφειοκρατία εξασκεί την εξουσία της. Το ίδιο το Κόμμα λειτουργεί πάνω στη βάση διορισμών σε όλα τα επίπεδα από τα πάνω προς τα κάτω. Το τωρινό Κομμουνιστικό Κόμμα ιδρύθηκε ουσιαστικά το 1965, με ένα γραφειοκρατικό τρόπο, μετά την εκκαθάριση των "Ενωμένων Επαναστατικών Οργανώσεων" από όλα τα μέλη του PSP, που είχαν ψηφίσει στις νόθες εκλογές του Μπατίστα, το 1958. Το κόμμα αυτό έφτασε επίσημα να έχει 70.000 μέλη το 1969 και με αυτή την έννοια ήτανε, αναλογικά με τον πληθυσμό της χώρας, το μικρότερο από τα "κομμουνιστικά" κόμματα των λεγόμενων "κομμουνιστικών" χωρών. Όλα τα μέλη του επιλέγονταν προσεκτικά από επιτροπές που διόριζε η Κεντρική Επιτροπή και οι αντιπολιτευτικές τάσεις απαγορεύονταν. Έτσι, παρά το γεγονός ότι ιδρύθηκε το 1965, το Κομμουνιστικό Κόμμα της Κούβας έκανε το πρώτο του συνέδριο το 1975, δηλαδή, μία 10ετία αργότερα. Όλα τα άλλα πολιτικά κόμματα διαλύθηκαν.

Στη Ρωσία, αντίθετα, ακόμη και κατά τη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου, το Μπολσεβίκικο Κόμμα έκανε τακτικά το συνέδριο του κάθε χρόνο. Την εποχή του Λένιν και του Τρότσκι οι αντιπολιτευτικές ομάδες μέσα στο Κόμμα υπήρχαν και λειτουργούσαν ελεύθερα και απαγορεύτηκαν μόνο (κι αυτό σαν προσωρινό μέτρο) κατά την διάρκεια του εμφυλίου πολέμου και της επέμβασης των ιμπεριαλιστικών στρατών στη χώρα για ν' ανατρέψουν την επανάσταση. Τα άλλα κόμματα μπορούσαν να λειτουργούν ελεύθερα. Απαγορεύτηκαν μόνο αυτά που πήραν τα όπλα ενάντια στην επανάσταση ή συνεργάστηκαν με τους ιμπεριαλιστές.

Γραφειοκρατικός σχεδιασμός

Στην Κούβα, ο κεντρικός προγραμματισμός της οικονομίας ξεκίνησε να εφαρμόζεται πρώτα μέσα από το ΙΝRΑ και στη συνέχεια το JUCEPLAN, που ήταν απομιμήσεις των γραφειοκρατικών μηχανισμών σχεδίου που υπήρχανε στην ΕΣΣΔ. Ο Τσε έπαιξε ηγετικό ρόλο και στα δύο όργανα και ήταν και διοικητής της Κρατικής Εθνικής Τράπεζας της Κούβας. Ωστόσο, οι δεκάδες "σύμβουλοι" από τις "κομμουνιστικές" χώρες που έφταναν στην Κούβα, ανάλαβαν μεγάλες εξουσίες και επηρέασαν αποφασιστικά τον κεντρικό προγραμματισμό. Ήδη, το 1961, υπήρχαν μόνο στην Αβάνα πάνω από 100 Ανατολικοευρωπαίοι "σύμβουλοι". Οι μάζες δεν είχαν κανένα έλεγχο ούτε στον κεντρικό ούτε στον τοπικό προγραμματισμό της οικονομίας. Ενώ η οικονομία αντιμετώπιζε πραγματικές ελλείψεις και προβλήματα, οι γραφειοκράτες έκαναν συνεχή ζιγκ-ζαγκ και πρόβαλλαν πλασματικούς στόχους για να τα κρύψουν. Το 1960, για παράδειγμα, ο Κάστρο υποσχέθηκε ότι το βιοτικό επίπεδο της Κούβας θα έφτανε το επίπεδο της Σουηδίας μέχρι το 1965. Το 1961, ο Τσε ανακοίνωσε ότι η Κούβα θα γινόταν βιομηχανική χώρα μέσα σε 12 μήνες. Αντίθετα, τον ίδιο χρόνο αναγκάστηκαν να επιβάλουν δελτία στα τρόφιμα, που διατηρήθηκαν μέχρι την 10ετία του 1970.

Οι πλασματικοί στόχοι και τα ζιγκ-ζαγκ επιβλήθηκαν και στον κρίσιμο αγροτικό τομέα, αλλά και στην βιομηχανία. Σε χώρες όπως η Κούβα, για να μπορέσει ο αγροτικός τομέας να βγάλει την μεγαλύτερη δυνατή παραγωγή είναι αναγκαίο να υπάρχει υψηλή παραγωγή γεωργικών μηχανών και γενικώτερη εκβιομηχάνιση. Αυτό σημαίνει ότι πρέπει να υπάρχει μια πολύ λεπτή σχέση και ισορροπία ανάμεσα στην βιομηχανία και στη γεωργία. Αυτή όμως η λεπτή ισορροπία δεν μπορεί να εξασφαλιστεί χωρίς ένα σύστημα εργατικού ελέγχου και εργατικής δημοκρατίας, όταν η γραφειοκρατία καθορίζει τις αποφάσεις από την κορυφή. Ο Λέων Τρότσκι εξήγησε αυτή την αναγκαιότητα, όταν έκανε σκληρή κριτική στην καταστροφική αγροτική πολιτική του Στάλιν την 10ετία του 1930.

Ο Κάστρο λοιπόν στα τέλη της 10ετίας του 1960, καυχήθηκε, ότι η παραγωγή ζάχαρης στη Κούβα θα φτάσει το 1970 στους 10 εκατομμύρια τόνους. Για να γίνει όμως αυτό δυνατόν έπρεπε ν' αναπτυχθεί ανάλογα η βιομηχανία και να προχωρήσει με άλματα η εκβιομηχάνιση της αγροτικής παραγωγής. Τελικά το 1970, παράχθηκαν μόνο 8 εκ. τόνοι και το 1975 η παραγωγή έπεσε στους 5,4 εκ. Η κυβέρνηση, βλέποντας την αδυναμία της να πιάσει τον στόχο του 1970, κινητοποίησε 400.000 Κουβανούς από τις πόλεις για να μαζέψουνε την σοδειά. Η πολιτική όμως αυτή, της μαζικής εθελοντικής κινητοποίησης (αναγκαστικής σε ορισμένες περιπτώσεις), ήτανε μια σπασμωδική απόπειρα να καλυφθεί η μεγάλη έλλειψη θεριστικών μηχανών. Ωστόσο, αυτή η κινητοποίηση με την σειρά της είχε σαν αποτέλεσμα τον περιορισμό της παραγωγής στις πόλεις, πράγμα που επέτεινε τα προβλήματα στη βιομηχανία.

Ο Τσε και ο Κάστρο προσπάθησαν να πάρουν κάποια μέτρα για ν' αντιμετωπίσουν τα σοβαρά προβλήματα στην οικονομία, που δημιουργούσε η γραφειοκρατία, αλλά δεν μπορούσαν να βρούνε άκρη. Ήδη από το 1963, ο Τσε για παράδειγμα, σε μια κλειστή συνεδρίαση με τους οικονομικούς και πολιτικούς ηγέτες έβγαλε ένα λόγο με τον οποίο καταδίκαζε τους διευθυντές των επιχειρήσεων για την πολύ χαμηλή ποιότητα των προϊόντων τους. Για να ξεπεραστούν όμως πραγματικά τα γραφειοκρατικά προβλήματα έπρεπε να εφαρμοστεί ένα σύστημα εργατικής δημοκρατίας, που να επιτρέπει την συζήτηση, την κριτική των αποφάσεων των διευθυντών και τις αλλαγές στο πρόγραμμα. Αυτό όμως, δεν εφαρμόστηκε ποτέ στην Κούβα.

Βέβαια, σε μια μικρή χώρα όπως η Κούβα, σημαντικές δυσκολίες θα αντιμετώπιζε ακόμη κι ένα καθεστώς όπου είχε εφαρμοστεί η εργατική δημοκρατία. Για να μπορέσει η Κούβα να αποκτήσει τα απαραίτητα εφόδια και τα μέσα για την ανάπτυξη της ήταν απαραίτητη η εξάπλωση της σοσιαλιστικής επανάστασης διεθνώς και ιδιαίτερα στην Λ. Αμερική και ο σχεδιασμός των οικονομιών σ' ολόκληρη την Ήπειρο. Είναι γι' αυτό ακριβώς τον λόγο που ο αγώνας για μια Σοσιαλιστική Ομοσπονδία των κρατών της Λ. Αμερικής έχει τόσο αποφασιστική σημασία για την εργατική τάξη και τους καταπιεσμένους λαούς της Ηπείρου.

Ο Τσε αγωνίστηκε με όλη του τη δύναμη για τη νίκη της διεθνούς επανάστασης. Δυστυχώς, όμως, η στρατηγική του αντάρτικου που πρότεινε για την επιτυχία αυτής της επανάστασης δεν μπορούσε να εφαρμοστεί στις συνθήκες που υπήρχαν στις άλλες πιο αστικοποιημένες και εκβιομηχανισμένες χώρες της Λ. Αμερικής.

Σίγουρα, η γραφειοκρατική επιρροή της ΕΣΣΔ χειροτέρευε την κατάσταση στην Κούβα. Για παράδειγμα, προσπάθησε τότε να επιβάλει σε κεντρικό επίπεδο το δικό της σύστημα οικονομικού προϋπολογισμού. Αυτό σήμαινε ότι κάθε βιομηχανία θα έπρεπε να λειτουργεί οικονομικά ξεχωριστά, ανεξάρτητα από τον εθνικό προϋπολογισμό. Έτσι, μια βιομηχανία δεν θα μπορούσε να προσφέρει ενισχύσεις σε μια άλλη, ακόμη κι αν γενικά μιλώντας αυτό ήταν οικονομικά σωστό. Ο Τσε τελικά μπλόκαρε τις απόπειρες να εφαρμοστεί αυτό το σύστημα στην Κούβα.

'

Αλλες πτυχές της ρωσικής "βοήθειας" ήταν κωμικές, αν όχι τραγικές. Για παράδειγμα, χτίζανε σπίτια στην Κούβα που είχανε σχεδιαστεί για τις κλιματολογικές συνθήκες της Σιβηρίας. Ακόμα, το 1963, στάλθηκαν 1000 ρώσικα τρακτέρ για να μαζέψουν τη συγκομιδή της ζάχαρης. Όταν όμως τα ξεφόρτωσαν στην Κούβα ανακάλυψαν ότι δεν μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν γιατί δεν ήταν κατάλληλα γι' αυτή τη συγκομιδή.

Την ίδια ώρα, οι διαφορές ανάμεσα στους μισθούς στην Κούβα ήτανε πολύ μεγάλες από την αρχή ακόμη του νέου καθεστώτος . Ο Κ. Σ. Κάρολ, για παράδειγμα, στο βιβλίο του "Οι αντάρτες στην εξουσία" σημειώνει ότι το 1963 συνάντησε ένα μηχανικό σ' ένα εργοστάσιο, ο οποίος έπαιρνε 17 φορές μεγαλύτερο μισθό από τον απλό εργάτη. Η νέα γραφειοκρατική κάστα εξασφάλισε σημαντικά προνόμια για τον εαυτο της, παρά το γεγονός ότι, λόγω της καθυστέρησης της οικονομίας στην Κούβα, δεν έφτασαν ποτέ στην έκταση των προνομίων που απολάμβαναν οι γραφειοκράτες του Κρεμλίνου. Συγκριτικά, ωστόσο, με τον απλό λαό στην Κούβα ήτανε σημαντικά προνόμια. Για παράδειγμα, το συνέδριο του Κομμουνιστικού Κόμματος επέτρεψε μόνο το 1975 στους Κουβανούς πολίτες ν' αγοράζουν αυτοκίνητα. Μέχρι τότε, το προνόμιο αυτό το διατηρούσαν για τον εαυτό τους μόνο οι αξιωματούχοι του κόμματος και το κράτους. Επίσης, όταν επιβλήθηκε δελτίο στα τρόφιμα το 1961, αποφασίστηκε ότι οι αξιωματούχοι θα παίρνουν μεγαλύτερες ποσότητες από ότι οι εργάτες και οι αγρότες. Την ίδια ώρα, οι αξιωματούχοι αυτοί είχαν τη δυνατότητα να τρώνε και σε πολύ καλύτερης ποιότητας κι ακριβά εστιατόρια, όπως το "Τόρε" και το "1830". Οι εργάτες βέβαια δεν μπορούσαν να φάνε εκεί.

Οχι για τον Τσε

Αρκετά από αυτά τα προνόμια που εξασφάλισαν οι γραφειοκράτες για τον εαυτό τους ήταν παρόμοια με αυτά που απολάμβαναν οι πλούσιοι πριν εγκαταλείψουνε την Κούβα. Ο Τσε, όμως, δεν αποδέχτηκε ποτέ μια τέτοια προνομιακή μεταχείρηση και αγανακτούσε για τα γραφειοκρατικά αυτά χαρακτηριστικά, που μεγάλωναν ολοένα και περισσότερο στη νέα Κούβα.

Ο Ορλάντο Μπορέγκο, που δούλεψε μαζί με τον Τσε στο JUCEPLAN, θυμάται ένα τέτοιο επεισόδιο. Όταν ο Ορλάντο διορίστηκε στη διοίκηση μιας βιομηχανίας ζάχαρης, βρήκε εκεί και κατάσχεσε για τον εαυτό του ένα αυτοκίνητο Τζάγκουαρ, το οποίο οδηγούσε κανονικά για μια ολόκληρη βδομάδα. Μια μέρα, που τον είδε ο Τσε να το οδηγεί, έτρεξε αμέσως προς το μέρος του ουρλιάζοντας: "Είσαι ένας νταβαντζής, αυτό είναι αυτοκίνητο νταβαντζή. Κανένας εκπρόσωπος του λαού δεν μπορεί να οδηγεί κάτι τέτοιο. Ξεφορτώσου το αμέσως, σου δίνω δύο ώρες διορία". Και αναφέρει ο Μπορέγκο: "Ο Τσε ήταν πάρα πολύ αυστηρός...σαν τον Ιησού Χριστό".

Όταν ήταν διοικητής της Εθνικής Τράπεζας αρνήθηκε να πάρει τον υψηλό μισθό που δικαιούταν και επέμενε να ζει με το χαμηλό επίδομα, που έπαιρνε σαν "κομαντάντε". Όταν, το 1961, επιβλήθηκε το δελτίο στα τρόφιμα και ανακάλυψε κάποια στιγμή τυχαία ότι το μερίδιο που του δίνανε ήτανε αρκετά μεγαλύτερο από αυτό που έπαιρναν τα λαϊκά στρώματα, αμέσως έδωσε εντολή να παίρνει μόνο ότι ο απλός λαός. Όταν μια μέρα η γυναίκα του αρρώστησε αρνήθηκε να την πάει στο νοσοκομείο με το κρατικό αυτοκίνητο που 'χε και της είπε να πάει με το λεωφορείο, όπως όλοι. Όταν πάλι οι γονείς του από την Αργεντινή, θέλησαν κάποτε να τον επισκεφτούν στην Κούβα τους ζήτησε να πληρώσουν οι ίδιοι τα ναύλα τους. Η μεγάλη αφοσίωση του στην επανάσταση και ο απλός τρόπος ζωής του, του εξασφάλισαν δίκαια μια ιδιαίτερη θέση στις καρδιές του λαού της Κούβας και ολόκληρης της Λ. Αμερικής.

Όταν ο Τσε είδε από πρώτο χέρι τι συνέβαινε στη Σοβιετική Ένωση, αντέδρασε με έντονο τρόπο. Σ' ένα ταξίδι του εκεί κάποιος κυβερνητικός αξιωματούχος τον κάλεσε στο διαμέρισμα του για να του κάνει το τραπέζι. Όταν το δείπνο σερβιρίστηκε σε πιάτα από εισαγώμενη γαλλική πορσελάνη, ο Τσε δεν κρατήθηκε και κάποια στιγμή στράφηκε προς τον οικοδεσπότη και του είπε με ειρωνεία: "Έτσι λοιπόν, το προλεταριάτο εδώ τρώει σε γαλλικές προρσελάνες, ε;"

Όταν επέστρεψε στην Κούβα και άρχισε να ελέγχει την ποιότητα των βιομηχανικών εφοδίων που τους έστελνε η Μόσχα βγήκε κυριολεκτικά από τα ρούχα του. "Τι σκατά είναι αυτά" είπε. Κάποτε άλλοτε, ενώ, ήτανε στο σπίτι του και προσπαθούσε να αναρρώσει από μια σοβαρή κρίση του άσθματός του, τον επισκέφτηκε ο φίλος του Παντίγια που μόλις είχε γυρίσει από την ΕΣΣΔ. Όταν αγαναχτισμένος άρχισε να του λέει γι' αυτά που είδε εκεί, ο Τσε τον διέκοψε ξαφνικά: "Πρέπει να σου πω ότι δεν χρειάζεται ν' ακούσω όλα αυτά που μου λες τώρα, γιατί τα ξέρω ήδη. Πρόκειται για στάβλο, τα είδα με ίδια μου τα μάτια". Ωστόσο, αν και απεχθανόταν τρομερά αυτά που είδε στην ΕΣΣΔ και ήταν αγαναχτισμένος με τις γραφειοκρατικές μεθόδους που επιβάλλονταν στην Κούβα, ο Τσε δεν μπορούσε να βρει μια άλλη λύση. Η κεντρική αδυναμία στην κατανόηση του, δηλαδή η υποτίμηση του κρίσιμου ρόλου της εργατικής τάξης στην επανάσταση, στο συνειδητό σχεδιασμό και τη λειτουργία της κοινωνίας, τον εμπόδιζε τώρα να βρει μια βιώσιμη εναλλακτική πολιτική. Εδώ, σ' αυτό το σημείο, πρέπει επίσης να προσθέσουμε την αδυναμία του να εξηγήσει σωστά το χαρακτήρα των σταλινικών κρατών της ΕΣΣΔ και της Αν. Ευρώπης. Ήταν αυτές οι δύο σημαντικές αδυναμίες που τον εμπόδιζαν να ξεπεράσει τα προβλήματα που αντιμετώπιζε. Πολύ σωστά αναζήτησε τη διέξοδο στην κατεύθυνση της εξάπλωσης της επανάστασης στη Λ. Αμερική, αλλά δεν μπόρεσε να συλλάβει πως έπρεπε και μπορούσε να γίνει αυτό σωστά.

Διεθνιστική πολιτική

Έτσι, η έκκληση του προς τους λαούς της Λ. Αμερικής κατάληξε να ζητάει την επανάληψη της κουβανικής επανάστασης στις χώρες αυτές με τις μεθόδους του "αντάρτικου". Η έκκληση αυτή, βέβαια, εξ αιτίας του μεγάλου γοήτρου της κουβανικής επανάστασης, είχε σοβαρό αντίκτυπο ιδιαιτέρα στη νεολαία και στους διανοούμενους σ' όλη την Λ. Αμερική, αλλά ακόμη και στην Ευρώπη. Όμως, παρά τη μεγάλη συμπάθεια που υπήρχε για την κουβανική επανάσταση και ειδικά για τον Τσε, αυτή η μέθοδος πάλης δεν ήταν κατάλληλη για το ισχυρό εργατικό κίνημα που αναπτυσότανε στη Χιλή, στην Αργεντινή, στη Βραζιλία, στη Βολιβία και σ' άλλες χώρες. Ο Τσε δεν μπόρεσε δυστυχώς να κατανοήσει ότι έπρεπε να στραφεί κύρια σ' αυτή την ισχυρή και προοπτικά επαναστατική τάξη και να της προτείνει ένα εναλλακτικό επαναστατικό σοσιαλιστικό πρόγραμμα ενάντια στην πολιτική της ταξικής συνεργασίας, του ρεφορμισμού και των Λαϊκών Μετώπων, που πρόσφεραν τα σοσιαλιστικά και τα κομμουνιστικά κόμματα της περιοχής.

Οι διεθνιστικές ιδέες του Τσε, βρήκαν μεγάλη απήχηση μέσα στην Κούβα και γι' αυτό το νέο καθεστώς τις χρησιμοποιούσε στην αρχή σαν αντίβαρο στον εμπορικό αποκλεισμό που έκαναν στην Κούβα οι ιμπεριαλιστές. Έτσι, με πρωτοβουλία του Τσε, το καθεστώς στην Κούβα υποστήριξε και εξόπλισε διάφορες αντάρτικες οργανώσεις σε αρκετές χώρες.

Αυτή η πολιτική βέβαια έφερε συγκρούσεις και διαφωνίες ανάμεσα στην Αβάνα και στη Μόσχα και δημιούργησε προβλήματα στις σχέσεις της με τα τοπικά κομμουνιστικά κόμματα που ήταν αντίθετα σ' αυτές τις μεθόδους. Όμως το Κρεμλίνο ήτανε διαθετημένο ν' ανεχθεί για ένα διάστημα αυτή την κατάσταση, γιατί η οικονομική βοήθεια που η Μόσχα έδινε στην Κούβα είχε αυξήσει σημαντικά το διεθνές γόητρο της, ιδιαίτερα στον αποικιακό και πρώην αποικιακό κόσμο. Την ίδια ώρα, η προσωρινή αυτή ανοχή ήταν δυνατή επειδή η κουβανική κυβέρνηση δεν έκανε έκκληση στην παγκόσμια εργατική τάξη για να την στηρίξει και κύρια γιατί δεν αμφισβητούσε τα καθεστώτα στην Αν. Ευρώπη και την ΕΣΣΔ και μ' αυτή την έννοια δεν αποτελούσε ένα άμεσο κίνδυνο για την εξουσία τους. Στην πραγματικότητα, η αποφασιστική διαφορά με την οποία ο Χρουστσόφ αντιμετώπισε την επανάσταση στην Ουγγαρία, το 1956 και την επανάσταση στην Κούβα, ήταν αποτέλεσμα του διαφορετικού χαρακτήρα του καθεστώτος στην Αβάνα.

Η επανάσταση στην Ουγγαρία δημιούργησε Εργατικά Συμβούλια κι η εξουσία πέρασε στα χέρια της εργατικής τάξης και των μαζών, που απειλούσαν ν' ανατρέψουν τη γραφειοκρατία. Η νίκη της επανάστασης στην Ουγγαρία απειλούσε να εξαπλωθεί με επαναστατικά κινήματα σε ολόκληρη την Αν. Ευρώπη και την ίδια την ΕΣΣΔ. Γι' αυτό ακριβώς η ρώσικη γραφειοκρατία δεν μπορούσε ν' ανεχθεί μια τέτοια απειλή και γι' αυτό ο Χρουστσόφ έπνιξε στο αίμα την Ουγγρική Επανάσταση. Αντίθετα, έδωσε χέρι βοηθείας, εμπορικές συμφωνίες και μεγάλη οικονομική ενίσχυση στην Αβάνα, ακριβώς γιατί ο χαρακτήρας του καθεστώτος του Κάστρο δεν απειλούσε την εξουσία της γραφειοκρατίας στο Κρεμλίνο.

Η εξωτερική πολιτική ενός κράτους αντανακλά αναπόφευχτα την εσωτερική πολιτική του. Από το 1968, μετά το θάνατο του Τσε, η Αβάνα άρχισε να προσπαθεί να επανασυνδέσει τις σχέσεις της με τον αμερικάνικο ιμπεριαλισμό και τους υπηρέτες του στην Λ. Αμερική. Η πολιτική αυτή στροφή ήταν αποτέλεσμα της σταθεροποίησης της εξουσίας της γραφειοκρατίας μέσα στην Κούβα και μιας προσωρινής χαλάρωσης του εμπορικού αποκλεισμού από την πλευρά των ΗΠΑ. Έτσι, η υποστήριξη της Κούβα στα επαναστατικά κινήματα άρχισε να περιορίζεται, γιατί τα συμφέροντα του καθεστώτος έπαιρναν πια προτεραιότητα απέναντι στο διεθνές επαναστατικό κίνημα.

Η Μεξικάνικη κυβέρνηση ήταν η μόνη καπιταλιστική χώρα που διατήρησε, όλη αυτή την περίοδο, τις διπλωματικές της σχέσεις με την Αβάνα. Στην πραγματικότητα, έπαιζε και παίζει το ρόλο του μεσολαβητή ανάμεσα την Αβάνα και στην Ουάσιγκτον. Έτσι όταν τον Οκτώβρη του 1968, ο στρατός στο Μεξικό, κατάστειλε αιματηρά την φοιτητική εξέγερση και δολοφόνησε 1000 περίπου φοιτητές, η κυβέρνηση και το Κομμουνιστικό Κόμμα της Κούβας δεν έβγαλαν ούτε μιά φωνή διαμαρτυρίας.

Την ίδια ώρα, ενώ το καθεστώς του Κάστρο διατηρούσε ακόμα στα λόγια την υποστήριξη της στα αντάρτικα κινήματα, δεν έδινε καμμιά σημασία στα κινήματα της εργατικής τάξης. Όταν μέσα στη δεκαετία του 1960 ξέσπασαν παγκόσμια θυελλώδη εργατικά κινήματα, το καθεστώς στην Κούβα παράμεινε απαθές. Η Αβάνα δεν έβγαλε ούτε λέξη, όταν ο ευρωπαϊκός καπιταλισμός συγκλονίστηκε από τη Γενική Απεργία των δέκα εκατομμυρίων εργατών στην Γαλλία, τον Μάη του 1968 . Τον ίδιο χρόνο όμως, ο Κάστρο υποστήριξε ανοικτά την στρατιωτική επέμβαση της ΕΣΣΔ στην Τσεχοσλοβακία.

Ο διεθνισμός, όμως, του Τσε ήτανε πραγματικός και γι αυτό τον έσπρωξε να προσπαθήσει να κάνει πράξη την εξάπλωση της επανάστασης, πράγμα που τελικά του κόστισε τη ζωή του.

Από το Κονγκό στη Βολιβία


Το διεθνιστικό πνεύμα του Τσε είχε βρει μεγάλη απήχηση στους νεαρούς Κουβανούς. Αντιπροσωπείες νέων έφταναν συχνά για να τον συναντήσουν ή του έστελναν γράμματα, παρακαλώντας τον να τους επιτραπεί να πάνε να πολεμήσουν στη Νικαράγουα, τη Γουατεμάλα, τη Βενεζουέλα και σ' άλλες χώρες. Εκείνη την εποχή μάλιστα δημιουργήθηκε μια ειδική κυβερνητική υπηρεσία, που ονομάστηκε "Liberacion" (Απελευθέρωση), επιφορτισμένη ειδικά με την ευθύνη της διάδοσης της επανάστασης στην Λατινική Αμερική.

Επειδή όμως, η εξωτερική πολιτική είναι πάντα συνέχεια της εσωτερικής πολιτικής, έτσι, και τα διάφορα γραφεία της εξωτερικής πολιτικής της Κουβανικής κυβέρνησης είχαν δύο πλευρές. Καταρχήν, όσοι δούλευαν σ' αυτά είχαν την επιθυμία να εξαπλώσουν την ιδέα της επανάστασης και να προσφέρουν βοήθεια σε μαχητές από άλλες χώρες. Πρόσφεραν μάλιστα άσυλο σε όλους όσους πολιτικά διώκονταν σ' όλη τη Λατινική Αμερική και δεν είχαν που αλλού να πάνε.

Ωστόσο, η βοήθεια που πρόσφερε η "Liberacion" κατευθυνόταν σχεδόν αποκλειστικά σε αντάρτικες οργανώσεις και δεν είχε κανένα προσανατολισμό προς στην εργατική τάξη. Εκπαίδευαν, κύρια, αντάρτικες ομάδες και τους παρείχαν διάφορα εφόδια. Ο ίδιος ο Τσε ήταν υπεύθυνος για τις ομάδες της Γουατεμάλας, του Περού, της Βενεζουέλας και της Νικαράγουας. Πολλοί από τους ηγέτες του FSLN, όπως ο Toμας Μπορζ και ο Ροντόλφο Ρομέρο, που ήταν στην ηγεσία των Σαντινίστας όταν πήραν την εξουσία στη Νικαράγουα το 1979, πέρασαν από στρατιωτική εκπαίδευση στη Κούβα.

Αυτή η βοήθεια, που στην αρχή αντανακλούσε ακόμα τη δυναμική της επανάστασης μέσα στην Κούβα, έγινε αργότερα μέσο ελέγχου και επιβολής της κουβανικής πολιτικής, πάνω στα αντάρτικα και τις διάφορες αριστερές ομάδες και στη συνέχεια μέσο για να εξυπηρετηθούν τα συμφέροντα της γραφειοκρατίας της Μόσχας.

Αυτό έγινε φανερό αργότερα, όταν οι Σαντινίστας πήραν την εξουσία, με επαναστατικό αγώνα παρόμοιο με αυτόν της Κούβα. Στη Νικαράγουα ωστόσο, οι αντάρτες δεν προχώρησαν από την αρχή στην εθνικοποίηση των βασικών τομέων της οικονομίας και στην ανατροπή του καπιταλιστικού συστήματος.

Όμως το 1985, μπρος στην απειλή της αντεπανάστασης που στήριζαν οι ΗΠΑ, η ηγεσία των Σαντινίστας, φλέρταρε με την ιδέα μιας "νέας Κούβας". Τον Απρίλιο, ο Ντανιέλ Ορτέγκα επισκέφθηκε τη Μόσχα για να ζητήσει την υποστήριξη της Σοβιετικής γραφειοκρατίας. Μη θέλοντας να εμπλακούν σε ένα πόλεμο στη Κεντρική Αμερική, μια και η διεθνής κατάσταση και τα συμφέροντα τους, ήταν πολύ διαφορετικά από αυτά της περιόδου 1959-60, οι γραφειοκράτες αρνήθηκαν να δώσουν ουσιαστική βοήθεια.

Ο Κάστρο για να μην προκαλέσει τις ΗΠΑ, υπάκουσε τα αφεντικά του στη Μόσχα και άσκησε πίεση στους ηγέτες του FSLN να μην προχωρήσουν. Ένας μικρός αριθμός μάλιστα από σοβιετικά MIGs, προοριζόμενα για τη Νικαράγουα, κατασχέθηκε στην Αβάνα. Ο Κάστρο είχε ήδη επισκεφτεί την Μανάγκουα, τον Ιανουάριο του 1985, για να συμβουλέψει το FSLN να υποστηρίξει τη μικτή οικονομία. "Μπορείτε να συζήσετε με την καπιταλιστική οικονομία'' τους είπε και παίνεψε τον Ορτέγκα για την ''σοβαρή και υπεύθυνη στάση του''.

Ωστόσο, στις αρχές της δεκαετίας του '60, ο Τσε είχε τη πρόθεση να εξαπλώσει την επανάσταση σ' ολόκληρη τη Λ. Αμερική, εφαρμόζοντας τις μεθόδους του αντάρτικου . Έλπιζε ιδιαίτερα να μπορέσει να προκαλέσει το ξέσπασμα της επανάστασης στην Αργεντινή, τη χώρα της καταγωγής του. Ο Κάστρο όμως, ήθελε βασικά να ισχυροποιήσει το καθεστώς του και να κερδίσει την εύνοια του Χρουστσόφ. Έτσι μετά την επιστροφή του από τη Μόσχα, το 1963, όπου είχε εξασφαλίσει μια τεράστια οικονομική βοήθεια από την ΕΣΣΔ, το ενδιαφέρον του για την εξάπλωση της επανάστασης πέρα από τις ακτές της Κούβας μειώθηκε σημαντικά. Γι αυτό και δήλωσε ότι: "ήταν έτοιμος να κάνει οτιδήποτε χρειαστεί για να δημιουργηθούν καλές σχέσεις γειτονίας με τις ΗΠΑ, βασισμένες στις αρχές της ειρηνικής συνύπαρξης.''

Το 1962, συγκροτήθηκε στην Αργεντινή ένα αντάρτικο που ονομάστηκε "Λαϊκός Αντάρτικος Στρατός" (Ejercito Guerrillero del Pueblo). Η Αργεντινή, όμως με τη πολυάριθμη βιομηχανική εργατική τάξη, ήταν η πλέον ακατάλληλη χώρα για την εφαρμογή αντάρτικων μεθόδων. Η πρώτη επίθεση των ανταρτών, που προγραμματίστηκε να συμπέσει με τη δεύτερη επέτειο του στρατιωτικού πραξικοπήματος, απότυχε οικτρά. Η ομάδα σφαγιάστηκε, μαζί και δύο από τους πιο στενούς συνεργάτες του Τσε, ο Ερμής και ο Μασέτι. Η ήττα αυτή κυριολεκτικά συγκλόνισε τον Τσε. Όταν τον ρωτούσαν γιατί είναι τόσο θλιμένος απαντούσε: "Εγώ κάθομαι εδώ ασφαλής σ' αυτό το κωλογραφείο, ενώ οι άνθρωποι μου πεθαίνουν εκεί που εγώ τους έστειλα." Μία σειρά από ήττες διαφόρων αντάρτικων δυνάμεων διεθνώς, σε συνδυασμό με την απογοήτευση του για την αυξανόμενη γραφειοκρατικοποίηση του Κουβανικού καθεστώτος τον οδήγησαν τελικά να πάρει την απόφαση να επιστρέψει στο πεδίο της μάχης. Όταν όμως έφυγε από τη Κούβα, το 1965, προορισμός του δεν ήταν η Λ. Αμερική, αλλά η Αφρική, όπου πολέμησε στο Κονγκό. Μετά την ανατροπή της κυβέρνησης του Λουμούμπα και τη δολοφονία του, το Κονγκό είχε γίνει ένα πολύ σημαντικό πεδίο σύγκρουσης ενάντια στον ιμπεριαλισμό.

Η καταστροφή στο Κονγκό

Πριν φύγει όμως, ο Τσε άφησε ένα γράμμα στο Κάστρο, όπου επαινεί τις αρετές του σαν επαναστάτη και σαν ηγέτη και ξεκαθαρίζει ότι από και πέρα η Κούβα δεν είναι πια υπεύθυνη για τις πράξεις του. Έγραφε χαρακτηριστικά: "Δεν λυπάμαι καθόλου που δεν αφήνω τίποτα υλικό στη γυναίκα μου και τα παιδιά μου, το αντίθετο μάλιστα χαίρομαι που τα πράγματα είναι έτσι. Δεν ζήτω τίποτα γι' αυτούς, γιατί ξέρω ότι το κράτος θα τους προσφέρει ότι χρειάζονται για να ζήσουν και να μορφωθούν". Τελείωνε το γράμμα του με τη διάσημη πια φράση, που έμελλε να γίνει σύνθημα για τη νεολαία στη πάλη της ενάντια στις δικτατορίες, που δυνάστευαν όλη την ήπειρο τη δεκαετία του '70-'80 ''Hasta la victoria siempre" (Στον αγώνα πάντα μέχρι τη νίκη).

Παρ' όλ' αυτά, οι ελπίδες που είχε όταν έφυγε για το Κονγκό πολύ γρήγορα διαψεύστηκαν. Η αποστολή είχε πλήρη αποτυχία. Ήταν από την αρχή μια κακή πρωτοβουλία και απελπιστικά πρόχειρη. Επιπλέον, ήταν μια επιχείρηση που που επιβλήθηκε από τα έξω. Όπως ο ίδιος ο Τσε παραδέχτηκε αργότερα, οι Κονγκολέζοι δεν ήξεραν σχεδόν τίποτα μέχρι που έφτασε στη χώρα τους.

Όταν οι δυνάμεις του έφτασαν στο Νταρ-Ελ-Σαλάμ, στην Τανζανία, όπου οι ηγέτες των επαναστατών είχαν την βάση τους, δεν μπόρεσαν να βρουν κανένα. Είχαν φύγει για το Κάιρο. Ένας απ' αυτούς ήταν και ο Λωράν Καμπίλα, που μετά από τριάντα χρόνια έμελλε να καταλάβει την εξουσία στο Κογκό. Όταν οι κουβανέζικες δυνάμεις έφτασαν στις περιοχές των ανταρτών κυριολεχτικά τάχασαν. Γιατί οι αντάρτες όχι μόνο δεν είχαν ένα συγκεκριμένο πολιτικό προσανατολισμό, αλλά, σύμφωνα με τα ίδια τα λόγια του Τσε, ήταν ''ένας παρασιτικός στρατός'' που τρομοκρατούσε τους ντόπιους αγρότες, τους λήστευε και βίαζε τις γυναίκες τους.

Στις μάχες οι περισσότεροι αντάρτες συνήθως λιποτακτούσαν. Οι αξιωματικοί ήταν συχνά μεθυσμένοι και ξεκίναγαν ατελείωτους καυγάδες. Ο Καμπίλα πέρναγε συνήθως τον καιρό του στο Νταρ-Ελ-Σαλάμ, οδηγόντας μια Μερσεντές και δεν ήταν ποτέ παρών στη φωτιά της μάχης.

Τελικά, έπειτα από μια επίθεση των κυβερνητικών δυνάμεων ενάντια στους αντάρτες, αναγκάστηκαν να παραδεχτούν την ήττα τους και να αποχωρήσουν απογοητευμένοι. Ο Τσε βρήκε καταφύγιο στην κουβανέζικη πρεσβεία της Τανζανίας και τελικά επέστρεψε κρυφά στην Κούβα μέσω της Αν. Ευρώπης. Παρ' όλ' αυτά, επειδή είχε μάθει να μάχεται ως το τέλος, δεν μπορούσε να γυρίσει στην Αβάνα "με άδεια χέρια".

Η Βολιβία και ο θάνατος του

Ο τελικός στόχος του Τσε ήταν να επιστρέψει στην πατρίδα του την Αργεντινή και να συνεχίσει εκεί τον αγώνα του, αλλά αυτό αποδείχτηκε αδύνατο. Έτσι, το 1967 έφτασε στη Βολιβία με σκοπό να αρχίσει εκεί έναν αντάρτικο αγώνα, που να προκαλέσει ένα επαναστατικό κίνημα και μετά να ξαπλωθεί και στις γειτονικές χώρες. Ήταν βέβαια μια ηρωική πράξη, όπως τόσες άλλες στην πολιτική ιστορία του Τσε. Ωστόσο, όπως και στο Κονγκό η εκστρατεία αυτή εξελίχτηκε σε περιπέτεια, μόνο που αυτή τη φορά είχε μοιραίες συνέπειες γι' αυτόν. Ετσι, επιβεβαιώθηκε ξανά με τραγικό τρόπο ο ιστορικός νόμος ότι η επανάσταση δεν μπορεί να επιβληθεί τεχνητά από τα έξω.

Η Βολιβία αν και είχε αναλογικά μεγαλύτερο αγροτικό πληθυσμό από την Αργεντινή, διέθετε την ίδια ώρα μια ισχυρή εργατική τάξη, γαλουχημένη στις επαναστατικές παραδόσεις των εργατών στα ορυχεία κασσιτέρου. Ο Τσε αγνόησε δυστυχώς αυτές τις παραδόσεις παρά το γεγονός ότι γνώρισε από κοντά το επαναστατικό κίνημα στη Βολιβία το 1953. Ακόμα δεν πήρε υπόψη ότι χάρη σ' αυτή την επανάσταση επιβλήθηκε τότε ένα εκτεταμένο πρόγραμμα αγροτικής μεταρρύθμισης που έκανε την αγροτιά λιγότερο δεκτική στην προοπτική ενός ένοπλου αντάρτικου αγώνα.

Επιπλέον παρ' όλες τις προσπάθειες του, ο Τσε, δεν κατόρθωσε τελικά να κερδίσει την ενεργή υποστήριξη του Βολιβιανού Κομμουνιστικού Κόμματος, (PCB), αν και στην πρώτη φάση κράτησε ουδέτερη στάση και επέτρεψε σε μερικά μέλη του να βοηθήσουν στις προετοιμασίες της εκστρατείας του.

Ουσιαστικά, η ηγεσία του Κ.Κ. κράτησε στην αρχή αυτή τη στάση για να φανεί κάπως πιο "επαναστατική", επειδή φοβόταν μήπως ξεπεραστεί από τα αριστερά, κύρια από το Τροτσκιστικό Κόμμα (POR), που είχε σημαντικές παραδόσεις, και μεγάλη επιρροή ιδιαίτερα στους εργάτες των ορυχείων.

Στη πραγματικότητα το Κ.Κ. δεν έκανε τίποτα για να βοηθήσει τους αντάρτες γιατί δεν συμφωνούσε καθόλου μ' αυτές τις μεθόδους. Ο ηγέτης του Κ.Κ., ο Μόντζε, δεν ήθελε ούτε να ακούσει για αντάρτικη εκστρατεία στη χώρα του. Γιατί το κόμμα ήταν ακόμη εγκλωβισμένο στην πολιτική της συνεργασίας με τα "προοδευτικά" κομμάτια της εθνικής αστικής τάξης.

Παρόλα αυτά, ο Κάστρο, για να μην συγκρουστεί με τον Μόντζε και τους άλλους κομμουνιστές ηγέτες, τους υποσχέθηκε ότι το Κ.Κ. θα έχει το μονοπώλιο της πολιτικής και υλικής υποστήριξης των ανταρτών. Την ίδια ώρα η Μόσχα ήθελε να περιορίσει τα αντάρτικα κινήματα, που έντειναν την αποσταθεροποίηση στη περιοχή της Λ. Αμερικής. Το Κουβανικό καθεστώς φαινόταν να τα ενθαρρύνει και άρα έπρεπε να "ελεγχθεί". Το Κρεμλίνο θεωρούσε ότι ο Τσε ήταν ένας ανεύθυνος τυχοδιώκτης, και τον κατήγγειλε για "τροτσκιστή" και "μαοϊκό".

Στην Τριηπειρωτική Συνδιάσκεψη που έγινε στην Αβάνα τον Γενάρη του '66 και συμμετείχαν αντιπρόσωποι από την Αφρική, τη Λ. Αμερική, την Ασία, τη Κίνα και τη Ρωσία, αλλά και απο αντάρτικες οργανώσεις κυρίως από τη Λ. Αμερική, ο Κάστρο κατόρθωσε να περάσει μια απόφαση υποστήριξης των αντάρτικων κινημάτων, προς μεγάλη ενόχληση των Ρώσων ηγετών. Αμέσως κατόπιν ο Μόντζε πήγε για μια σύντομη επίσκεψη στη Μόσχα, όπου μετά από συζητήσεις με τους επίσημους του ΚΚΣΕ κατέληξαν ότι ο Τσε ήταν η κινητήριος δύναμη πίσω από αυτή τη πολιτική, παρόλο που ο ίδιος δεν ήταν παρών.

Σύμφωνα με τον ίδιο τον Μόντζε, οι γραφειοκράτες του ΚΚΣΕ, τον συμβούλεψαν να αντιταχθεί στις πιέσεις των Κουβανών και γι' αυτό δεν έκανε τίποτα για να στηρίξει τον Τσε. Παρόλο όμως, που η στάση των ηγετών του Κ.Κ. ήταν γνωστή στην Αβάνα, ο Κάστρο δέχτηκε να εγκαταλείψει τον Τσε στα χέρια τους.

Ο Τσε τελικά ξεκίνησε την εκστρατεία του, σε μια από τις πιο απομονωμένες περιοχές της Βολιβίας, στο νοτιοανατολικό μέρος της χώρας, 250 χλμ νότια της Σάντα Κρουζ. Ονόμασε τους αντάρτες του Λαϊκό Απελευθερωτικό Στρατό αν και οι δυνάμεις του δεν ξεπέρασαν ποτέ τους 29 Βολιβιανούς και 18 Κουβανούς μαχητές. H περιοχή που διάλεξε ήταν πολύ αραιοκατοικημένη και οι αγρότες εκεί δεν είχαν αγωνιστικές παραδόσεις.

Στην ουσία παρ' όλες τις προσπάθειες τους οι αντάρτες δεν κατάφεραν να κερδίσουν την υποστήριξη του ντόπιου πληθυσμού. Ετσι απομονώθηκαν, και δέχτηκαν την μία ήττα μετά την άλλη. Η υγεία του Τσε άρχισε να χειροτερεύει και ήταν αναγκασμένος να μετακινείται έφιππος, γιατί με το περπάτημα πάθαινε συνεχώς κρίσεις άσθματος. Η Αβάνα δεν έστελνε ενισχύσεις και τελικά η επικοινωνία τους διακόπηκε.

Είναι περισσότερο από βέβαιο ότι η γραφειοκρατία της Μόσχας ήθελε να ξεφορτωθεί τον Τσε μια και καλή. Ομως ούτε κι ο Κάστρο έκανε τίποτα μέσα σε αυτές τις κρίσιμες στιγμές που ένας από τους πιο σημαντικούς ηγέτες της Κουβανικής επανάστασης πέρναγε τις πιο δύσκολες μέρες της ζωής του. Ένας από τους τότε συντρόφους του Τσε, ο Ρετζίς Ντεμπρέ, ο οποίος βέβαια αργότερα στράφηκε προς τα δεξιά κι έγινε σύμβουλος του Μιττεράν, κατηγόρησε το 1996 τον Κάστρο ότι είχε εγκαταλείψει τον Τσε.

Την ίδια ώρα οι αντάρτες είχαν να αντιμετωπίσουν 1500 στρατιώτες του βολιβιανού στρατού, οι οποίοι σε συνεργασία με τη CIA, τους κυνηγούσαν με λύσσα. Τελικά, στις 8 Οκτωβρίου, ύστερα από μια τελευταία απελπισμένη σύγκρουση, πιάστηκαν αιχμάλωτοι στο χωριό Ιγκουέρα, νότια της Σούκρε. Ο Τσε ήταν πληγωμένος. Όταν τον ρώτησαν: "Είσαι Κουβανός ή Αργεντινός;" ο Τσε απάντησε: "Είμαι Κουβανός, Αργεντινός, Βολιβιανός, Περουβιανός, κ.λ.π. .... Καταλαβαίνετε";

Την επόμενη μέρα ο Φέλιξ Ροντρίγκες, κουβανικής καταγωγής πράκτορας της CIA, τον ρώτησε αν θέλει να στείλει κανένα μήνυμα στην οικογένεια του. Ο Τσε κατάλαβε αμέσως και είπε: "Πες στον Φιντέλ ότι σύντομα θα δεί την επανάσταση να θριαμβεύει στην Λ.Αμερική. Και πές στην γυναίκα μου να ξαπαντρευτεί και να είναι ευτυχισμένη". Στη συνέχεια ο Ροντρίγκες έδωσε εντολή σε ένα λοχία να τον σκοτώσει, όπως ήταν δεμένος στο πάτωμα. Μετά το θάνατο του, οι εκτελεστές του έκοψαν τα χέρια και τα έστειλαν στην Αβάνα για να αποδείξουν ότι ήταν πια νεκρός. Τον έθαψαν σε ένα κρυφό τάφο. Ηταν μόνο 39 ετών.

Πρόσφατα βρέθηκε ο τάφος του και το σώμα του επιστράφηκε στην Κούβα, όπου τάφηκε με μεγάλες τιμές. Σε ένα τοίχο κοντά στο τάφο του στη Βολιβία είναι τώρα γραμμένο ένα απλό σύνθημα: "Ο Τσε ζει, σε πείσμα όσων τον θέλουν νεκρό". Το πνεύμα της αυτοθυσίας και της ηρωικής αφοσίωσης του στον αγώνα ενάντια στη καταπίεση, παραμένει ζωντανό. Το παράδειγμα του εμπνέει σήμερα χιλιάδες νεολαίους που αναζητούν την επανάσταση και μια νέα σοσιαλιστική κοινωνία. Τρεις δεκαετίες μετά το θάνατο του οι Μαρξιστές χαιρετάνε τον Τσε σαν ένα ειλικρινή και ηρωικό επαναστάτη.

Η τραγωδία του Τσε ήταν ότι η πίστη και ο ηρωισμός του δεν ήταν συνδυασμένα με ένα ολοκληρωμένο μαρξιστικό πρόγραμμα και μια επαναστατική στρατηγική που θα μπορούσαν να πραγματοποιήσουν αυτό που τον έμπνευσε, τη διεθνή σοσιαλιστική επανάσταση. Οι σημερινοί επαναστάτες πρέπει να βγάλουν τα σωστά συμπεράσματα από τις επαναστατικές εμπειρίες του Τσε και να πάρουν παράδειγμα από την αυτοθυσία και τη τόλμη του για να πετύχουν.

Επίλογος


Τρεις δεκαετίες μετά τον θάνατο του Τσε η Κούβα βρίσκεται πάλι σε μια καμπή. Μέσα σε ένα αλλαγμένο διεθνές σκηνικό, η νίκη της αντεπανάστασης και της καπιταλιστικής παλινόρθωσης, γίνεται για πρώτη φορά δυνατή. Ο Αμερικάνικος ιμπεριαλισμός έχει σφίξει ξανά τον κλοιό γύρω από τη Κούβα, και επιχειρεί προκλητικά να ρίξει τον Κάστρο για να παραδώσει τη χώρα έρμαιο πάλι στα χέρια των μεγιστάνων του πλούτου.

Το '90-'91 μετά τη κατάρρευση των ευνοϊκών εμπορικών συμφωνιών με την πρώην ΕΣΣΔ, η Κούβα βυθίστηκε σε οικονομική κρίση. Το γεγονός αυτό σε συνδυασμό με τις προσπάθειες του Αμερικάνικου ιμπεριαλισμού να απομονώσει την Κούβα, με την επιβολή διεθνούς εμπορικού εμπάργκο, απειλεί να στραγγαλίσει την οικονομία της. Μέχρι σήμερα όλοι οι Αμερικανοί πρόεδροι, μετά την επανάσταση το 1959, προσπάθησαν ν' ανατρέψουν το καθεστώς του Κάστρο και να επιβάλουν τη καπιταλιστική παλινόρθωση. Ο Κάστρο, όμως κατόρθωσε να επιζήσει γιατί ο Κουβανικός λαός υποστήριζε ολόψυχα την επανάσταση, παρά την απουσία μια γνήσιας εργατικής δημοκρατίας και γιατί υπήρχε η στήριξη της ΕΣΣΔ.

Τώρα όμως οι παλιότερες κατακτήσεις της Κουβανικής επανάστασης κινδυνεύουν πραγματικά. Το καθεστώς μπροστά στην απώλεια της οικονομικής υποστήριξης από την πρώην ΕΣΣΔ και τον κίνδυνο διεθνούς απομόνωσης, αναγκάστηκε να υιοθετήσει μια άλλη οικονομική πολιτική. Αυτή η πολιτική που επέτρεψε τις ξένες επενδύσεις και την εξαγορά τομέων της οικονομίας από ιδιώτες και νομιμοποίησε τη κυκλοφορία του Αμερικάνικου δολαρίου, απειλεί την ίδια την ύπαρξη της σχεδιασμένης οικονομίας. Πριν το 1990-'91, οι εμπορικές συναλλαγές με τα καθεστώτα της Α. Ευρώπης και της ΕΣΣΔ αντιστοιχούσαν στο 85% των εξαγωγών της Κούβας. Από τότε οι εξαγωγές της ζάχαρης έπεσαν κατά 70%. Το ΑΕΠ της Κούβας έπεσε κατά 30% μόνον μέσα στο 1991. Παρά την ανακοπή της πτώσης και την σχετική άνοδο της παραγωγής τα τελευταία δύο χρόνια, η βουτιά της οικονομίας δεν μπόρεσε να αντιστραφεί. Το βιοτικό επίπεδο έπεσε δραματικά και καθιερώθηκε δελτίο στο ψωμί και στο ρύζι. Οι δραστικές περικοπές στο δημόσιο τομέα οδήγησαν στην απόλυση περίπου 500.000 εργαζομένων. Το καθεστώς έχει πάρει κάποια μέτρα για να προστατεύσει τις καταχτήσεις της δημόσιας υγείας και της εκπαίδευσης, αλλά δεν μπόρεσε να εμποδίσει την επιστροφή άθλιων φαινομένων της καπιταλιστικής κοινωνίας, όπως η πορνεία, που έχει επιστρέψει στους δρόμους της Αβάνας.

Ο Κάστρο, σε μια απελπισμένη προσπάθεια να αποφύγει την οικονομική κατάρρευση, πήρε μέτρα για να προσελκύσει ξένες επενδύσεις και ν' αποκτήσει η χώρα πρόσβαση στις ξένες αγορές. Έτσι νομιμοποίησε το δικαίωμα των ξένων ιδιωτών να κατέχουν μέχρι και το 100% σε ορισμένες επιχειρήσεις στην Κούβα.

Ιμπεριαλιστές διχασμένοι

Αυτή η αλλαγή, στη πολιτική του Κάστρο, έχει προκαλέσει διαμάχες ανάμεσα στις ιμπεριαλιστικές χώρες. Οι Ευρωπαίοι (ιδιαίτερα οι Ισπανοί), οι Καναδοί και οι Ιάπωνες, προσπαθούν να εκμεταλλευτούν την κατάσταση, ενισχύοντας τις επενδύσεις και το εμπόριο τους με την Κούβα. Ετσι ο Καναδάς είναι τώρα πρώτος στις επενδύσεις και το εμπόριο με την Κούβα, με δεύτερη την Ισπανία. Μέχρι και το 1996 υπολογίζεται ότι 650 ξένες εταιρίες είχαν επενδύσει στη Κούβα. Στο χορό των επενδύσεων μπήκαν αργότερα και χώρες της Λ. Αμερικής, όπως το Μεξικό και η Βραζιλία, που ανήκουν στις πιο ισχυρές οικονομικά χώρες της περιοχής, με στόχο, φυσικά να επεκτείνουν την οικονομική και πολιτική επιρροή τους.

Οι χώρες αυτές εκτός από τα οικονομικά οφέλη που προσδοκούν από το άνοιγμα της Κουβανικής οικονομίας, προσπαθούν την ίδια ώρα, να πιέσουν το καθεστώς να αποδεχθεί τον καπιταλισμό και να εγκαταλείψει τη σχεδιασμένη οικονομία. Επιδιώκουν να μετατρέψουν την γραφειοκρατία μαζί με τμήματα των εξόριστων Κουβανών καπιταλιστών, στη νέα άρχουσα τάξη της χώρας. Η κατάσταση όμως έχει περιπλεχτεί εξαιρετικά, εξαιτίας κύρια της στάσης του Αμερικάνικου ιμπεριαλισμού, που έχει υιοθετήσει μια επιθετική στρατηγική με στόχο να εξουθενώσει τον Κάστρο και να ανατρέψει το καθεστώς του, για να εγκαταστήσει στην εξουσία στην Κούβα τους έμπιστους και πλούσιους οπαδούς του, από το Μαϊάμι. Πρόκειται βέβαια για μια κοντόφθαλμη πολιτική, αλλά αντανακλά τις διαφορετικές πιέσεις κάτω από τις οποίες βρίσκεται ο Αμερικάνικος ιμπεριαλισμός. Τροφοδοτείται κατ' αρχήν από το αίσθημα εκδίκησης για το γόητρο του που πληγώθηκε καίρια το 1959. Καθορίζεται επίσης, από την ανάγκη όλων των Αμερικανικών κυβερνήσεων να κερδίσουν την υποστήριξη των 700.000 εξόριστων Κουβανών που ζούν στη Φλόριντα. Το Κουβανό-Αμερικανικό Εθνικό Ιδρυμα είναι ένα από τα πιο ισχυρά λόμπυ στην Ουάσιγκτον και έπαιξε αποφασιστικό ρόλο στην υπογραφή της συνθήκης Χέλμς-Μπάρτον, που σκλήρυνε τους όρους του εμπάργκο, τιμωρώντας τις ξένες εταιρίες που κάνουν επενδύσεις στην Κούβα. Άλλες αντιδραστικές μικρότερες ομάδες, όπως η Άλφα 66, έχουν ήδη επιχειρήσει ένοπλες τρομοκρατικές ενέργειες ενάντια στο καθεστώς του Κάστρο. Αυτές οι δυνάμεις δεν έχουν βέβαια καμία διάθεση να τα βρουν με τον Κάστρο, και θέλουν να πάρουν πίσω τα εργοστάσια και τις φυτείες που έχασαν μετά την επανάσταση. Αν επιστρέψουν στη Κούβα οι περισσότεροι από αυτούς θα το κάνουν κύρια για να πάρουν εκδίκηση.

Η στάση αυτή του Αμερικάνικου ιμπεριαλισμού και η απειλή των εξόριστων Κουβανών καπιταλιστών ανησυχεί σοβαρά το κομμάτι εκείνο της κουβανέζικης γραφειοκρατίας, που θα ήθελε να δεί τον εαυτό του σαν τη μελλοντική αστική τάξη στη Κούβα. Το γεγονός αυτό αποτελεί μια σοβαρή εμπλοκή στην προοπτική της παλινόρθωσης του καπιταλισμού στην Κούβα σε σύγκριση με τα καθεστώτα της πρώην Αν.Ευρώπης, όπου οι γραφειοκράτες πρόσβλεπαν άμεσα να αναλάβουν οι ίδιοι τα ηνία και τα οφέλη της καπιταλιστικής εξουσίας. (Με εξαίρεση τη Γερμανία, όπου παραμεριστηκαν εντελώς από τους Δυτικογερμανούς καπιταλιστές).

Ο λόγος που ο Κάστρο είναι ακόμα σε θέση να διατηρεί την εξουσία στη Κούβα,πάρα την οικονομική κατάρρευση, και την γραφειοκρατική διακυβέρνηση, είναι οι μεγάλες κατακτήσεις της επανάστασης και το τεράστιο μίσος για τον Αμερικάνικο ιμπεριαλισμό. Ετσι, η επιθετικότητα των ΗΠΑ ενισχύει μάλλον τη θέση του. Την ίδια στιγμή, βέβαια η κυβέρνηση της Κούβας, είναι υποχρεωμένη να παίρνει όλο και περισσότερα φιλοκαπιταλιστικά μέτρα για να προσελκύσει επενδύσεις από τις άλλες μεγάλες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις. Το 1993 και το 1994 επιτράπηκε σε ξένους να κατέχουν επιχειρήσεις στον Τουρισμό και σε άλλους τομείς.

Στην Γεωργία για παράδειγμα, το 1992, το 75% της καλλιεργήσιμης γης ήταν κάτω από τον έλεγχο κρατικών μονάδων, που έπαιρναν γενναίες επιχορηγήσεις. Μέχρι το 1995 το ποσοστό αυτό έπεσε στο 27%. Το υπόλοιπο 63% καλλιεργείται τώρα από ιδιωτικές εταιρίες, που νοικιάζουν τη γη από τη κυβέρνηση και είναι υποχρεωμένες να πουλάνε στο κράτος ένα περιορισμένο μόνο ποσοστό από την παραγωγή τους.

Παρόλο που αυτά τα μέτρα έδωσαν μια μικρή ώθηση στην οικονομία, την ίδια ώρα, έχουν εντείνει τις ανισότητες και τα κοινωνικά προβλήματα. Όσοι εργαζόμενοι δουλεύουν σε ιδιωτικές επιχειρήσεις παίρνουν μεγαλύτερους μισθούς, αφού πληρώνονται σε δολάρια, μια και η κυκλοφορία τους επιτράπηκε το 1993. Αυτό όμως είχε σαν αποτέλεσμα να δημιουργηθεί μαύρη αγορά.

Όταν ο Κάστρο πρωτοεφάρμοσε αυτά τα μέτρα, τα παρουσίασε σαν προσωρινά βήματα που επιβλήθηκαν από την αντικειμενική κατάσταση. Την ίδια στιγμή διακήρυξε τη διαρκή του πίστη στις σοσιαλιστικές ιδέες, λέγοντας χαρακτηριστικά ότι: "... δεν πρόκειται για μέτρα εμπνευσμένα από τον Νεοφιλελευθερισμό, ούτε για μέτρα μετάβασης στον καπιταλισμό. Είναι ένα άνοιγμα με σκοπό την υπεράσπιση του σοσιαλισμού και την παραπέρα ανάπτυξη του, και αυτό είναι κάτι που η κυβέρνηση δεν το κρύβει."

Αυτή η στάση του Κάστρο που φαίνεται να υπερασπίζει τον "σοσιαλισμό" ενάντια στην επιθεση των ΗΠΑ, έχει ευχαριστήσει πολλούς νέους και εργάτες διεθνώς, τα τελευταία λίγα χρόνια. Γιατί η Κούβα φαντάζει τώρα πια νάναι ο μοναδικός φάρος αντίστασης ενάντια στην καπιταλιστική παλινόρθωση.

Το παγκόσμιο εργατικό κίνημα έχει υποχρέωση να αντισταθεί και να αντιδράσει στην επιθετικότητα του ιμπεριαλισμού και στις προσπάθειες καπιταλιστικής παλινόρθωσης στη Κούβα. Την ίδια στιγμή όμως, πρέπει να δει τι πραγματικά βρίσκεται πίσω από τα λόγια του Κάστρο για υπεράσπιση του "σοσιαλισμού".

Ένα τμήμα της γραφειοκρατίας αντιστέκεται στην καπιταλιστική παλινόρθωση, γιατί δεν θέλει να εγκαταλείψει τις κατακτήσεις της επανάστασης και να διαχειρίζεται τη μιζέρια και το χάος που θα προκαλέσει η καπιταλιστική παλινόρθωση. Ο πιο βασικός λόγος όμως είναι, η επιθετική στάση των ΗΠΑ και η απειλή της επιστροφής των εξόριστων αστών, που θα απαιτήσουν να αρπάξουν όλα τα προνόμια που έχει τώρα η γραφειοκρατία.

Με αυτή την έννοια, οι γραφειοκράτες, είναι υποχρεωμένοι να υπερασπίζουν στα λόγια την επανάσταση για να διατηρήσουν την υποστήριξη των μαζών. Ταυτόχρονα όμως, είναι αποφασισμένοι να κρατήσουν το κυρίαρχο ρόλο που έχουν τώρα στη κοινωνία. Γι' αυτό άλλωστε και διατηρούν το μονοκομματικό σύστημα και το γραφειοκρατικό κομμουνιστικό κόμμα, που είναι το μέσο έλεγχου της κοινωνίας από την γραφειοκρατία.

Οι φίλοι του σοσιαλισμού

Η πολιτική του Κάστρο είναι διπρόσωπη, γιατί παρά την όποια σοσιαλιστική φρασεολογία, στην ουσία, θέλει με κάθε τρόπο να προσελκύσει επενδύσεις από ξένα κεφάλαια. Μαζί με τα κεφάλαια όμως έρχονται κι οι καπιταλιστικές ιδέες και οι πολιτικοί που τις εκφράζουν. Ένας από τους νέους οικονομικούς συμβούλους της Αβάνας, είναι και ο πρώην Ισπανός υπουργός Σολτσάγκα, γνωστός για τις Θατσερικές ιδέες του. Ο ίδιος ο Κάστρο δήλωσε ότι επιθυμεί πολύ να συναντήσει τη Θάτσερ, ενώ έχει ήδη συναντηθεί με τον Πάπα σε μια προσπάθεια προσέγγισης με τη Καθολική εκκλησία.

Ακόμα όπως και το 1968 (όταν ο στρατός δολοφόνησε εκατοντάδες φοιτητές στο Μεξικό), τόσο η Κουβανική κυβέρνηση όσο και το Κομμουνιστικό Κόμμα παράμειναν προκλητικά σιωπηλοί μπρος στην εξέγερση του Μεξικάνικου λαού στη Τσιάπας, ενώ δεν έδωσαν την παραμικρή συμπαράσταση στον ηρωικό αγώνα των Μεξικάνων εργατών στα λεωφορεία και στη πετρελαιοβιομηχανία, που πάλευαν ενάντια στις ιδιωτικοποιήσεις. Δεν είναι τυχαίο βέβαια ότι οι Μεξικανοί καπιταλιστές είναι από τους μεγαλύτερους επενδυτές στη Κούβα (με 1,5 δις δολάρια μόνο στις τηλεπικοινωνίες).

Ο Κάστρο και ένα μέρος της γραφειοκρατίας θα ήταν πολύ ευτυχείς αν μπορούσαν να κρατήσουν και τη πίτα ολόκληρη και το σκύλο χορτάτο. Να συντηρήσουν δηλαδή ένα μικτό καθεστώς που να συνδυάζει την ελεύθερη αγορά με την διατήρηση ενός μέρους της κρατικής ιδιοκτησίας και του σχεδιασμού, υπό τον όρο να αφήνει την κρατική μηχανή ανέπαφη. Ενα τέτοιο όμως μεταβατικό καθεστώς δεν μπορεί να διατηρηθεί για πολύ. Γι' αυτό τα κομμάτια της γραφειοκρατίας, που είναι υπέρ της καπιταλιστικής παλινόρθωσης, πιέζουν ήδη προς αυτή την κατεύθυνση και είναι βέβαιο ότι θα αποπειραθούν να πάρουν το πάνω χέρι, ίσως μετά το θάνατο του Κάστρο (του οποίου η υγεία δεν είναι πολύ καλή).

Μια αλλαγή στην ηγεσία της Κούβας μετά τον θάνατο του Κάστρο, θα αναγκάσει πιθανά τις ΗΠΑ να αλλάξουν πολιτική και να προσπαθήσουν να συμβιβάσουν την πιο νέα γενιά γραφειοκρατών με την εξόριστη αστική τάξη. Κάποια τμήματα της άρχουσας τάξης των ΗΠΑ είχαν αρχίσει ήδη να κινούνται προς αυτήν την κατεύθυνση και να κάνουν και κάποιες επενδύσεις στην Κούβα για να προετοιμάσουν αυτή την προοπτική.

Αυτή η διαδικασία ωστόσο, αντιστράφηκε πριν τις τελευταίες προεδρικές εκλογές στις ΗΠΑ, όταν ο Κλίντον σκλήρυνε τους όρους του εμπάργκο, εν μέρη για να κερδίσει τους ψήφους των Κουβανών στη Φλόριντα. Έτσι, η πορεία της Κούβας προς τον καπιταλισμό, δεν θα είναι μια εύκολη υπόθεση, με δεδομένα τα αντιμαχόμενα συμφέροντα που επικρατούν, αλλά και το μίσος του Κουβανικού λαού ενάντια στον Αμερικάνικο ιμπεριαλισμό και τους αντιδραστικούς Κουβανούς εξόριστους.

Πάλη για τον σοσιαλισμό

Η απουσία μιας εναλλακτικής σοσιαλιστικής πρότασης σε συνδυασμό με την απομόνωση της Κούβας, θα επιταχύνουν τη διαδικασία της καπιταλιστικής παλινόρθωσης. Ο μόνος τρόπος για να αποτραπεί αυτή η προοπτική είναι η εγκαθίδρυση μιας γνήσιας εργατικής δημοκρατίας στην Κούβα, με προσανατολισμό την εξάπλωση της επανάστασης σε ολόκληρη τη Λ. Αμερική και διεθνώς.

Αυτό σημαίνει γνήσια εργατικά συμβούλια, σε τοπικό και εθνικό επίπεδο, που θα αναλάβουν τον πλήρη έλεγχο της διαχείρισης της οικονομίας και της εξουσίας, και στα οποία όλοι οι αντιπρόσωποι θα είναι αιρετοί και ανακλητοί από αυτούς που εκπροσωπούν.

Πρέπει να μπει ένα τέλος στο μονοκομματικό καθεστώς, που δικαιολογεί την ύπαρξη του στη βάση της υπεράσπισης της επανάστασης από τους ιμπεριαλιστές και τις αντιδραστικές συμμορίες του Μαϊάμι. Αυτός ο κίνδυνος είναι υπαρκτός, αλλά δυστυχώς όπως αποδείχτηκε δεν αντιμετωπίζεται δίνοντας το δικαίωμα στο κόμμα της γραφειοκρατίας να μονοπωλεί το πολιτικό σκηνικό. Γι' αυτό πρέπει να επιτραπεί το δικαίωμα της οργάνωσης, της ελεύθερης προπαγάνδας και της συμμετοχής στις εκλογές σ' όλα τα κόμματα που αντιμάχονται τον ιμπεριαλισμό και υπερασπίζουν την σοσιαλιστική οικονομία. Πρέπει επίσης να δημιουργηθούν ανεξάρτητα συνδικάτα.

Με άλλα λόγια, ο μόνος τρόπος για να αντιμετωπιστεί η απειλή της καπιταλιστικής παλινόρθωσης και του ιμπεριαλισμού είναι να πάρει η εργατική τάξη την εξουσία στα χέρια της στην Κούβα και να παλέψει για τη νίκη της σοσιαλιστικής επανάστασης σε όλη τη Λ. Αμερική και διεθνώς. Αυτό σημαίνει ότι πρέπει να πειστεί πρώτα απ' όλα η ίδια η εργατική τάξη στην Λ. Αμερική να παλέψει για να χτίσει μια Σοσιαλιστική Ομοσπονδία σε ολόκληρη την ήπειρο. Αυτό το δρόμο έπρεπε να είχε ακολουθήσει απο την αρχή η Κουβανική επανάσταση.

Τριάντα χρόνια μετά το θάνατο του Τσε, αυτή η προοπτική είναι αναγκαία όσο ποτέ άλλοτε. Αν οι σημερινοί επαναστάτες κατανοήσουν τα διδάγματα που άφησε η κληρονομιά του Τσε και εμπνευστούν από την πίστη, την αυτοθυσία και τον ηρωισμό του, τότε ο στόχος αυτός θα γίνει πραγματικότητα

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου