Κυριακή 30 Δεκεμβρίου 2012

Τσε: Γκρεμίζει σύνορα και σήμερα


Τσε: Γκρεμίζει σύνορα και σήμερα

Το να θυμόμαστε και να τιμούμε τον Τσε Γκεβάρα έχει ιδιαίτερη αξία σήμερα: για τους δύσκολους αγώνες που καλούμαστε να δώσουμε, αλλά και για τις σχέσεις μέσα στην ίδια την αριστερά της χώρας μας, που έχουν υποστεί οδυνηρούς αυτοτραυματισμούς τον τελευταίο καιρό. Η βαθιά κρίση, που ζει όλος ο κόσμος, αναδεικνύει όσο ποτέ πριν την σημασία του διεθνισμού της αριστεράς, του οποίου ο Τσε αποτελεί το απόλυτο σύμβολο. Την ίδια ώρα χρειαζόμαστε τον Τσε ως ηθικό πρότυπο και πηγή έμπνευσης για ένα μεγάλο κίνημα αξιών, καθώς η κρίση είναι πολυδιάστατη και δεν αφορά μόνο τις «κορυφές» του καπιταλιστικού συστήματος αλλά λειτουργεί διαβρωτικά μέσα στις ίδιες τις κοινωνίες, παράγοντας ποικίλες βαρβαρότητες.

Του Πάνου Τριγάζη

 

Αν λέγαμε ότι ο «Τσε Γκεβάρα ζει», 43 χρόνια μετά τη δολοφονία του, θα ήταν κάτι κοινότυπο για τον «αιώνιο επαναστάτη», που η παγκοσμιότητα της παρουσίας του δεν έχει προηγούμενο. Ο Τσε γκρεμίζει σύνορα και σήμερα. Η μορφή του υπάρχει παντού όπου υπάρχει εξέγερση, σε κάθε διαδήλωση, στα πανεπιστήμια, στις μεγάλες ροκ συναυλίες, αλλά και σε άλλους χώρους όπου συγκεντρώνονται νέοι άνθρωποι. Ο Τσε έγινε ποίηση, τραγούδι, μυθιστόρημα, ήρωας πολλών ταινιών, «γκράφιτι» στους τοίχους στις γειτονιές όλου του κόσμου. Ακόμα και η καταναλωτική εκμετάλλευση του μύθου του, που προσβάλλει τη μνήμη του, δείχνει την τεράστια απήχηση του στην παγκόσμια νεολαία.

 

Ο Τσε δεν χωράει σε κανένα επαναστατικό «καλούπι». Δεν μπορεί κανένα ρεύμα της αριστεράς να τον οικειοποιηθεί. Αναφέρονται σ’ αυτόν όλες οι αντισυστημικές δυνάμεις, από τους κομμουνιστές και την νέα αριστερά, ως τους αντιεξουσιαστές, ακόμα και σοσιαλδημοκράτες. Η μνήμη του αποτελεί ένα είδος βάλσαμου για τον βαρύτατα πληγωμένο επαναστατικό ρομαντισμό μας από σοσιαλιστικά εγχειρήματα που οδηγήθηκαν στον εκφυλισμό. «Ίσως για μας καλύτερα που δεν γέρασες/ που έμεινες για πάντα νέος Ερνέστο/ όπως η Επανάσταση στη χαραυγή της», λέει χαρακτηριστικά σ’ ένα ποίημά του ο Τίτος Πατρίκιος.

 

«Ο Τσε έπεσε υπερασπιζόμενος την υπόθεση των φτωχών και των ταπεινών αυτής της γης», είπε ο Φιντέλ Κάστρο στον επικήδειο που εκφώνησε στην Πλατεία της Επανάστασης στην Αβάνα (18-10-1967), προσθέτοντας ότι «ξεχώρισε ως άνθρωπος ανυπέρβλητης δράσης, αλλά ήταν και άνθρωπος βαθυστόχαστος, με διορατική ευφυΐα και βαθιά μόρφωση». «Ο μαρξισμός μου έχει βαθιές ρίζες και έχει εξαγνιστεί», έγραφε στο τελευταίο γράμμα προς τους γονείς του, το 1965, αλλά άρχιζε το ίδιο γράμμα με τη φράση: «νοιώθω και πάλι κάτω από τις φτέρνες μου το ανεβοκατέβασμα των πλευρών του Ροσινάντε», δηλαδή έβλεπε τον εαυτό του σαν ένα είδος Δον Κιχώτη. Όμως, η παγκόσμια ακτινοβολία του Τσε δεν εξηγείται με στενά πολιτικούς και ιδεολογικούς όρους, με κριτήριο ότι εκπροσωπεί τη σωστή «συνταγή» για την επανάσταση, αλλά διότι συνεγείρει συνειδήσεις ως κορυφαίο ηθικό πρότυπο ενός ασυμβίβαστου αγωνιστή, που ενώνει την πολιτική και την ηθική.

 

Ο Τσε ήταν ένας μεγάλος διεθνιστής και αντιιμπεριαλιστής, στη θεωρία και στην πράξη. Αν κάναμε μια δημοσκόπηση, ρωτώντας ποια είναι η εθνικότητά, του δύσκολα θα παίρναμε σωστή απάντηση. Γεννήθηκε στην Αργεντινή, αλλά είναι ήρωας όλης της Λατινικής Αμερικής και σύμβολο της ενότητάς της. Υπήρξε από τους πρωτεργάτες της Κουβανικής Επανάστασης, δίπλα στον Φιντέλ Κάστρο, με τον οποίο συμπορεύτηκε από το 1955 ως το 1965, όταν εγκατέλειψε τη θέση του υπουργού που κατείχε στην Κούβα, για να πολεμήσει στο πλευρό εθνικοαπελευθερωτικών κινημάτων. Θεωρούσε ότι «το βασικό πεδίο εκμετάλλευσης του ιμπεριαλισμού περιλαμβάνει τις τρεις καθυστερημένες ηπείρους, Λατινική Αμερική, Ασία και Αφρική», και έβλεπε το μέλλον φωτεινό «αν δύο, τρία, πολλά Βιετνάμ, άνθιζαν στην επιφάνεια της γης». Με βάση αυτή την ανάλυση και όχι ως «απελπισμένη ανταρσία», επέλεξε να φύγει το 1965 για το Κογκό και να καταλήξει, το 1966, στη Βολιβία. Εκεί προσπάθησε να οργανώσει αντάρτικο κίνημα, αλλά βρήκε μεγάλες δυσκολίες και τελικά έπεσε σε ενέδρα μαζί με τους 17 συμμαχητές που του είχαν απομείνει. Αιχμαλωτίστηκε από τον βολιβιανό στρατό, με τη βοήθεια της CIA, στις 8 Οκτωβρίου 1967, και την επομένη ημέρα δολοφονήθηκε.

 

«Για τα παιδιά του κόσμου σκοτώθηκες/ Τσε Γκεβάρα», λέει σ’ ένα ποίημά του ο Τάσος Λειβαδίτης, που μελοποίησε ο Μίκης Θεοδωράκης (Λειτουργία Νο 2), ενώ με τον δικό του μοναδικό τρόπο θρήνησε τη δολοφονία του Τσε ο ποιητής Νίκος Καββαδίας:

 

Ποιος το ‘λεγε ποιος το ‘λπιζε και ποιος να το βαστάξει.

 

Αλάργα φεύγουν τα πουλιά και χάσαν τη λαλιά τους.

 

Θερίζουν του προσώπου σου το εβένινο μετάξι

 

νεράιδες, και το υφαίνουνε να δέσουν τα μαλλιά τους.

 

Το πώς δέχθηκαν οι Έλληνες αριστεροί την είδηση της δολοφονίας του Τσε μέσα στη μαύρη νύχτα της χούντας, αποδόθηκε από τον Μάνο Λοΐζο με ένα τραγούδι που λέει:

 

Μια φωτογραφία σου ήρθε και σε μένα/ μια φωτογραφία σου απ’ τα ξένα/ Απ’ αυτές που κρατάν οι φοιτητές/ απ’ αυτές που ξεσκίζει ο χαφιές/ απ’ αυτές που κρεμάν οι φοιτητές/ στην καρδιά τους.

 

Διανύοντας τον 21ο αιώνα, ο μύθος του Τσε όχι μόνο δεν έχει φθαρεί αλλά συνεχώς ενισχύεται και παγκοσμιοποιείται, ιδιαίτερα ανάμεσα στους νέους και τις νέες του πλανήτη μας. Κι αυτό συμβαίνει γιατί η κρίση του συστήματος είναι βαθειά και πολυδιάστατη και ο κόσμος πρέπει να αλλάξει ριζικά, να βγει από τις «συμπληγάδες» των ανισοτήτων, που συνθλίβουν τις κοινωνίες και ακινητοποιούν τις δημιουργικές ικανότητες των ανθρώπων. Γιατί η ίδια η ζωή στη γη απειλείται από την ραγδαία περιβαλλοντική υποβάθμιση, που οφείλεται στο κυρίαρχο μοντέλο ανάπτυξης.

 

Ο Τσε είναι πιο ζωντανός σήμερα. Ζει στις νίκες των συνασπισμένων αριστερών και προοδευτικών δυνάμεων στη Λ. Αμερική, στον αγώνα για την άρση του αμερικανικού εμπάργκο εις βάρος της Κούβας. Προτείνει την αριστερά ως στάση και τρόπο ζωής. Μιλάει στην καρδιά και στη συνείδησή μας με τα ίδια λόγια που μίλησε στα παιδιά του με το τελευταίο γράμμα του: «Πάνω απ΄ όλα να είστε πάντα ικανοί να νοιώθετε βαθιά μέσα σας οποιαδήποτε αδικία διαπράττεται ενάντια σε οποιονδήποτε, σε οποιαδήποτε γωνιά του κόσμου. Είναι η πιο όμορφη ιδιότητα ενός επαναστάτη».

 

Σημ: όλα τα αποσπάσματα σε εισαγωγικά είναι από το βιβλίο «Ερνέστο Τσε Γκεβάρα – κείμενα», Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 1988, με την εξαίρεση της αναφοράς σε «απελπισμένη ανταρσία» που είναι από το βιβλίο του Γερ. Λυκιαρδόπουλου «Η έσχατη στράτευση», εκδόσεις Ύψιλον 1985.

 

*Ο Πάνος Τριγάζης είναι μέλος της ΚΠΕ του Συνασπισμού. Το παρόν άρθρο δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «Η Αυγή», 17.10.2010.

Γιώργος Ρούσης: Ο αληθινός Τσε


Γιώργος Ρούσης: Ο αληθινός Τσε

Στο πλαίσιο μιας ευρύτερης προσπάθειας θεωρητικοποίησης και εκ των υστέρων αιτιολόγησης μιας ειλημμένης ήδη απόφασης -η οποία πάρθηκε για λόγους που οφείλω να διερευνήσω σε επόμενο σχόλιό μου- χρησιμοποιείται πολύ συχνά ένα κλασικό μεθοδολογικό τερτίπι. Αυτό συνίσταται στο να παρουσιάζονται στα μέτρα του επιδιωκόμενου στόχου προσωπικότητες οι οποίες έχουν σημαντική απήχηση σε όσους επιθυμούμε να πείσουμε. Η μέθοδος είναι κλασική. Οπως θα δούμε στη συνέχεια χρησιμοποιείται ήδη, και είναι βέβαιο ότι θα επικρατήσει ως μεθοδολογικό εργαλείο στην αναθεωρημένη κομματική ιστορία που μέλλει να δημοσιευτεί στο αμέσως επόμενο διάστημα. Και βεβαίως δεν θα αφορά μόνον πρόσωπα αλλά και γεγονότα.

Γιώργος Ρούσης

 

 

Ζαχαριάδης, ΕΑΜ, ΕΔΑ, ο ίδιος ο χαρακτήρας του ελληνικού καπιταλισμού… θα ραφτούν και θα κοφτούν στα μέτρα του σεχταρισμού και της αντιμετωπικής πολιτικής που ακολουθείται σήμερα.

 

Πρόκειται για μια μέθοδο που ακολούθησε ο Πλάτωνας όταν ήθελε να παρουσιάζεται ο κόσμος των θεών του Ολύμπου ως ένας κόσμος δίχως αντιθέσεις και συγκρούσεις, έτσι ώστε αυτός να λειτουργεί ως υπόδειγμα για την ιδανική κοινωνία την οποία πρότεινε. Τι κι αν με βάση τη μυθολογία οι θεοί αλληλοσπαράζονταν μεταξύ τους. Λίγη σημασία είχε για το μεγάλο αρχαίο στοχαστή.

 

Την ίδια χρησιμοποίηση είχε και ο Χριστός, ο οποίος όχι λίγες φορές πλάστηκε κατ’ εικόνα και ομοίωση μιας προσωπικότητας η οποία σε τίποτα δεν είχε να κάνει με τις αρχικές ιστορικές ή μυθολογικές περιγραφές του. Πιο πρόσφατα ο Νίτσε, του οποίου ο Ζαρατούστρα έσουρνε στο κράτος-παγερό τέρας- όσο λίγοι στοχαστές, εμφανιζόταν από τους χιτλερικούς, δηλαδή από τους εμπνευστές του πλέον κτηνώδους κράτους της ιστορίας, ως εμπνευστής τους…

 

Μήπως όμως και ο Μαρξ δεν παρουσιάστηκε το πιο συχνά να υποστηρίζει ακριβώς τα αντίθετα από εκείνα που πραγματικά υποστήριζε, μόνον και μόνον διότι αυτό εξυπηρετούσε εκείνους που τον αναθεωρούσαν στην πράξη ή στη θεωρία ;

 

Αλλά ας έλθουμε στον θέμα μας, που δεν είναι άλλο από τον Τσε.

 

Εδώ και λίγα χρόνια νυν κυβερνητικός, λογοτεχνίζων βουλευτής επεδίωκε να πείσει ότι αν ζούσε στην εποχή μας ο Τσε θα ήταν γιάπης!

 

Και έρχεται το γνωστό μας Ανθρωπάκι[i] λίγες Κυριακές πιο πριν, με ένα εισαγωγικό σημείωμα σε ένα κείμενό του στον «Ριζοσπάστη»[ii] το οποίο ακολουθούσε το διθύραμβο του σταλινισμού, να μας τον εμφανίσει κουτοπόνηρα ως δήθεν σύμφωνο με τις αναλύσεις του κομματικού ιερατείου περί καπιταλιστικής παλινόρθωσης. Επειδή λοιπόν και πάλι η μισή αλήθεια είναι ένα μεγάλο ψέμα, ας δούμε όσο μας επιτρέπει ο χώρος ποια είναι η πραγματικότητα.

 

Δεν είναι ψέμα ότι ο Τσε ήταν αντίθετος στο «σοσιαλισμό της αγοράς» και στην αυτονομία των επιχειρήσεων με βάση την κερδοφορία τους, και ότι ήταν υπέρ της κεντρικής σχεδιοποίησης. Μάλιστα ο Τσε φτάνει να κατηγορήσει και τον Λένιν για τη ΝΕΠ, θεωρώντας όμως ταυτόχρονα με μια δόση χιούμορ, ότι αν ο Λένιν «δεν είχε κάνει το λάθος να πεθάνει» θα μπορούσε να διορθώσει τις πιο οπισθοδρομικές πτυχές αυτής του της μεταρρύθμισης. Βέβαια είναι ιδιαίτερα σημαντικό να υπογραμμιστεί ότι δίχως και πάλι ο Τσε να έχει επ’ αυτού μια ολοκληρωμένη αντίληψη, τοποθετείται σαφώς υπέρ της σοσιαλιστικής δημοκρατικής σχεδιοποίησης, με την ευρύτερη δυνατή συμμετοχή των ίδιων των εργατών σε αυτήν. Και όπως άλλωστε ο Λένιν, καταγγέλλει και προειδοποιεί για τους κινδύνους απόσπασης των όποιων διαχειριστών, στο βαθμό που παραβιάζεται αυτή η δημοκρατία.

 

Σε ένα γενικότερο επίπεδο ο Τσε ασκεί κριτική στην Κούβα η οποία διακρινόταν από έναν «ιδεολογικό μιμητισμό», πιο ειδικά απέναντι στα σοβιετικά εγχειρίδια -αυτά δα που και το δικό μας κόμμα τα θεωρούσε σαν βαγγέλια – «τα οποία είχαν το μειονέκτημα να μην σε αφήνουν να σκέφτεσαι: το Κόμμα το έχει ήδη πράξει για λογαριασμό σου και εσύ πρέπει απλώς να το χωνέψεις»[iii].

 

Από την άλλη όμως ο Τσε αν και δεν πρόλαβε να αποκτήσει μια ολοκληρωμένη άποψη περί Στάλιν, είχε μια σαφή αντίληψη για την ουσία της στάσης του. Να τι γράφει σε μια από τις «κριτικές υποσημειώσεις» του: «Το μεγάλο ιστορικό έγκλημα του Στάλιν (ήταν) ότι περιφρονούσε την κομμουνιστική διαπαιδαγώγηση και καθιέρωσε την απεριόριστη λατρεία της εξουσίας».

 

Οπως ορθά επισημαίνει ο Michael Lowy, «αν αυτό δεν αποτελεί ακόμη μια ανάλυση του σταλινικού φαινομένου, αποτελεί όμως ήδη μια κατηγορηματική απόρριψή του», και στην κάθε περίπτωση καταδεικνύει ότι ο Τσε κάθε άλλο παρά συμφωνούσε με τον Στάλιν.

 

Επίσης ο Τσε ήταν κάθετα αντίθετος με τη δυνατότητα κατάκτησης του κομμουνισμού σε μια μόνο χώρα[iv].Γράφει σχετικά : «Μπορούμε να οικοδομήσουμε τον κομμουνισμό σε μια μόνον χώρα» ; Ο Λένιν «ξεκάθαρα διατύπωσε τη θέση για τον παγκόσμιο χαρακτήρα της επανάστασης, κάτι το οποίο στη συνέχεια απορρίφθηκε»[v].

 

[i] Υπόσχομαι, σε επόμενο σχόλιό μου να αναφερθώ σε όλα τα χαρακτηριστικά από το «Ανθρωπάκι» όπως τα παραθέτει ο Τσίρκας στην Τριλογία του.

 

[ii] 13/2/20011.

 

[iii] Αυτή η επιστολή που έμεινε για μεγάλο χρονικό διάστημα ανέκδοτη περιέχεται στο Nestor Kohan, Ernesto Che Guevara. Otro mundo es posible, Nuestra America, Buenos Aires, 2003, p. 156-158.

 

[iv] Μια θέση που υποστηρίχτηκε το 1924 από τον Στάλιν και υιοθετήθηκε στο XIV Συνέδριο του ΚΚΣΕ, το Δεκέμβρη του 1925.

 

[v] Βλέπε Michael Lowy, «Le socialisme selon Che Guevara», «Le monde diplomatique», Οκτώβριος 2007.

 

Ο Γιώργος Ρούσης είναι καθηγητής πολιτικής θεωρίας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο. Το παρόν άρθρο δημοσιεύθηκε στην Κυριακάτικη «Ελευθεροτυπία», 13 Μαρτίου 2011.

Προσεγγίζοντας τον Τσε Γκεβάρα – Βιβλιοκριτική


Προσεγγίζοντας τον Τσε Γκεβάρα – Βιβλιοκριτική

Κριτική στο βιβλίο: Che Guevara. His Revolutionary Legacy, των Olivier Besancenot και Michael Lowy. Monthly Review Press, 2009. Το ότι η μορφή του Τσε Γκεβάρα βρίσκεται σε τοίχους και t-shirts σε όλον τον κόσμο δεν αποτελεί νέο. Στη Λατινική Αμερική, τις δεκαετίες του 1970 και ’80, ένας ταξιδιώτης μπορούσε να δει το πρόσωπο του Τσε ζωγραφισμένο με σπρέι σε τοίχους εργατικών συνοικιών. Στην επαναστατική Νικαράγουα το γκραφίτι με τη μορφή του Τσε απαγορεύτηκε επισήμως, όπως συνέβη με το τεράστιο κύμα «της τέχνης των τοίχων» υπέρ των Σαντινίστας και κατά των Κοντρας. Ως μάρτυρας ο Τσε συμβολίζει την προσήλωση και την ελπίδα για αντι-ιμπεριαλιστικές ομάδες ανταρτών σε όλην την Αμερική.

Της Κιτ Άνταμ Γουάινερ.

 

Τι είναι καινούργιο σήμερα στην εμπορικότητα της εικόνας του Τσε. Ο Τσε είναι υπερεκτεθιμένος σε ρουχισμό, μπιχλιμπίδια, ρολόγια. Εμφανίζεται σε γυμνάσια, κολλέγια και στους δρόμους του lower Μανχάταν. Για κάποιους η ατίθαση γενιάδα και ο μαύρος μπερές έχουν αναμφίβολα μια αισθητική αξία. Συμβολίζει ο Τσε την αντίσταση, την αντι-εξουσιαστική διάθεση ή κάποια προσωπική στάση που μόνο οι θαυμαστές του αντιλαμβάνονται;

Το βιβλίο των Ολιβιέρ Μπεσανσενό και Μάικλ Λεβί ‘Che Guevara: A Revolutionary Legacy’ αποτελεί μια ευπρόσδεκτη προσπάθεια να προχωρήσει ένα βήμα παραπέρα από τη «μόδα του Τσε» και να επανακαθορίσει το παρελθόν – μια επαναστατική σοσιαλιστική κληρονομιά βασισμένη στη ζωή και στις ιδέες του Τσε Γκεβάρα. Οι συγγραφείς είναι, αντίστοιχα, ένας γάλλος συνδικαλιστής και προεδρικός υποψήφιος της επαναστατικής αριστεράς (Μπεσανσενό) και ένας κορυφαίος θεωρητικός του μαρξισμού, συγγραφέας πάνω σε επαναστατικές παραδόσεις της Ευρώπης και της Λατινικής Αμερικής (Λεβί).

Για τους συγγραφείς «κλειδί» για την κατανόηση της κληρονομιάς του Τσε είναι η εκτίμηση του αντι-Σταλινισμού του. Ο Μπεσανσενό και ο Λεβί ανιχνεύουν τα χρόνια της πολιτικής συνειδητοποίησης του Τσε στη Γουατεμάλα του ρεφορμιστή Γιακόμπο Άρμπενς. Ο Τσε έγινε αυτόπτης μάρτυρας της αδυναμίας του ρεφορμιστικού προγράμματος να αντιμετωπίσει το ιμπεριαλιστικό πραξικόπημα του 1954 και, ως εκ τούτου, μετακινήθηκε ριζοσπαστικά προς την αριστερά. Αποσχίστηκε από τη «διεπίπεδη» ορθοδοξία των κομμουνιστικών κομμάτων – ένα σχήμα που υποστήριζε ένα μεταβατικό στάδιο «μπουζουαρζικής δημοκρατικής» ανάπτυξης ως προάγγελο της σοσιαλιστικής φάσης. Οι θεωρητικοί του κομμουνισμού προέτρεπαν το «ποίμνιο» τους να συγκρατούν τις επαναστατικές τους ορμές κατά το «δημοκρατικό στάδιο», να περιορίζουν την δραστηριότητα της εργατικής τάξης στον Τρίτο Κόσμο χάρην συμμαχιών με «εθνικές αστικές τάξεις» για τη δημιουργία δημοκρατικών, αντι-ιμπεριαλιστικών μπλοκ. Οι συνέπειες ήταν τραγικές. Η δημοκρατική κυβέρνηση της Γουατεμάλα θα ανατρέπονταν από ένα, στηριζόμενο από τις ΗΠΑ, πραξικόπημα το 1954. Παρομοίως, ένα στρατιωτικό πραξικόπημα θα διέλυε τη σοσιαλιστική κυβέρνηση του Σαλβαδόρ Αλιέντε στη Χιλή, στις 11 Σεπτέμβρη του 1973. Και στις δύο περιπτώσεις οι κομμουνιστές θα φυλακίζονταν η θα δολοφονούνταν εν ψυχρώ.

Παρ’ όλα αυτά υπήρχε μια λογική στη στρατηγική αυτή. Η συγκράτηση (απραξία) των κομμουνιστών «έδενε» με την σοβιετική εξωτερική πολιτική η οποία νοιάζοταν λιγότερο γιά την προώθηση επαναστάσεων στον κόσμο και περισσότερο με τη δημιουργία συμμαχιών στο πλαίσιο του Ψυχρού Πολέμου. Πρώτα και πάνω απ’ όλα, η Μόσχα επιθυμούσε τη διατήρηση ενός status quo ισορροπίας μεταξύ των αντίπαλων στρατοπέδων, ώστε να μην επιχειρούσαν επίθεση κατά της Σοβιετικής Ένωσης οι ιμπεριαλιστικές χώρες. Σε αυτό το πλαίσιο, η δημιουργία συμμαχιών με εθνικές καπιταλιστικές τάξεις που αποζητούσαν μια κάποια αυτονομία από την Ουάσινγκτον φαίνονταν λογική για την πολιτική των μεγάλων δυνάμεων. Παρ’ όλα αυτά, δεν είχε ουδεμία σχέση με την επανάσταση. Και σύμφωνα με τους Μπεσανσενό και Λεβί, ο Τσε το αντιλήφθηκε αυτό τη δεκαετία του 1950.

Συνοψίζοντας τα μαθήματα από την εμπειρία της Γουατεμάλα, ο Τσε κατέληξε σε μια άποψη παρόμοια με αυτήν που ο Λένιν είχε αναπτύξει στις «Θέσεις του Απρίλη» το 1917. Για τους Μπεσανσενό και Λεβί, με την απόρριψη της αντίληψης περί «επιπέδων» της δημοκρατικής μεταβατικής περιόδου ο Τσε αποσυνδέονταν από το όλο Σοβιετικό μοντέλο και αυτοτοποθετούνταν ολοκληρωτικά στο στρατόπεδο της αντι-σταλινικής επαναστατικής αριστεράς. Εξυπακούεται ότι ο επανακαθορισμός και η επανασύσταση της πραγματικής (πολιτικής) κληρονομιάς του Τσε ενδέχεται να έχει μεγάλο αντίκτυπο στην επαναθεμελίωση μιάς επαναστατικής αριστεράς στη Λατινική Αμερική. Όπως αναφέρουν, μάλλον ποιητικά, οι συγγραφείς, «πολλοί ισχυρίζονται ότι η φλόγα της ελπίδας μας έσβησε με την κατάρρευση της τραγικής και αιματηρής εμπειρίας γνωστής ως ‘υπαρκτός σοσιαλισμός’. Απαντούμε: ένα καντήλι ακόμη καίει – ο κομμουνισμός του Τσε Γκεβάρα».

Τα πολλαπλά πρόσωπα του Σταλινισμού

Ο Μπεσανσενό και ο Λεβί προσεγγίζουν το θέμα τους με μεγάλη φιλολογική ικανότητα και μια μοναδική αφοσίωση στην επανεκίνηση του επαναστατικού κινήματος στην Αμερική και διεθνώς. Είναι αποφασισμένοι να χρησιμοποιήσουν τα καλύτερα στοιχεία της κληρονομιάς του Τσε προκειμένου να πετύχουν αυτόν τον στόχο. Αυτή τους η αφοσίωση, παρ’ όλα αυτά, τους οδηγεί στην υποτίμηση της απόρριψης, εκ μέρους του Τσε, της δημοκρατίας ως αντίδοτο του «γραφειοκρατικού μαρξισμού» και στην αγνόηση αποδεικτικών στοιχείων που έρχονται σε αντίθεση με τον χαρακτηρισμό του Τσε ως αντιπάλου του Σταλινισμού. Η προσήλωση του Τσε στις ιδέες και τις πολιτικές του Στάλιν, αλλά και η τιμή προς το ίδιο το πρόσωπο του σοβιετικού ηγέτη, αποδεικνύεται ευρέως στο γραπτό έργο του Σαμ Φαρμπερ. Μια απόσχιση από το σοβιετικό μοντέλο της «σοσιαλιστικής» μετάβασης και ανάπτυξης δεν ισοδυναμεί με αντι-σταλινισμό. Αντιθέτως, αυτό που απέρριψε ο Τσε ήταν η περίοδος του «λαϊκού μετώπου» του σταλινισμού – το απέρριψε όμως χάρην ενός είδους υπερεθελοντισμού που είχε απομείνει από την «Τρίτη περίοδο» (1928-1934) του σταλινισμού, με τις ακραίες και καταστροφικές πολιτικές συλλογικοποίησης και τις ψεύτικες υποσχέσεις της επερχόμενης παγκόσμιας επανάστασης. Στην πραγματικότητα, τη δεκαετία του 1960 όταν η (ιδεολογική) απόσχιση του Τσε από τη Μόσχα δημοσιοποιήθηκε, ο σταλινικού τύπου κομμουνισμός δεν ήταν πλέον μονολιθικός. Μεταξύ των ηγετών του ήταν υπερασπιστές του επαναστατικού αγώνα, του δημοκρατικού ρεφορμισμού, αποσχισμένες φατρίες της Μόσχας και ακόμη η απόρροψη της κληρονομιάς του ίδιου του Στάλιν. Ο Μάο Τσε Τούνγκ και ο Χο Τσι Μινχ, για παράδειγμα, ηγήθηκαν αμφότεροι επαναστατικών κινημάτων τα οποία ανέτρεψαν φιλοιμπεριαλιστικά καθεστώτα και διέκοψαν τα σοβιετικά σχέδια για μεταπολεμική σταθερότητα. Η απόσχιση του Μάο από την ΕΣΣΔ πήρε δημόσιες διαστάσεις το 1960, οδηγώντας σε διαιρέσεις μεταξύ των κομμουνιστικών κομμάτων ανα τον κόσμο. Ο Μάο απέρριψε τον μη-επαναστατικό δρόμο της Μόσχας προς το σοσιαλισμό και, κατά την πολιτιστική επανάσταση, κύρηξε πόλεμο στον «γραφειοκρατισμό». Παρ’ όλα αυτά, ο Μάο ήταν ένας καθαρός σταλινιστής, οι ακρατικές καμπάνιες είχαν πτωτική πορεία και ποτέ δεν βασίστηκαν στην αυτό-οργάνωση των κινέζων εργατών. Και οι εξωτερικές του πολιτικές απεδείχθησαν όχι λιγότερο τυχοδιωκτικές από αυτές της Μόσχας. Το σχίσμα του 1948 μεταξύ των Τίτο και Στάλιν οδήγησε στην επιβίωση ενός κομμουνιστικού κράτους (σ.σ. Γιουγκοσλαβία) που απέρριπτε ανοιχτά την σταλινική κληρονομιά και τον ίδιο τον Στάλιν προσωπικά. Κατά ειρωνεία, τα μέσα που το κομμουνιστικό κόμμα της Γιουγκοσλαβίας χρησιμοποίησε προκειμένου να καταπιέσει τους γιουγκοσλάβους σταλινιστές των αρχών του ’50 περιελάμβαναν μυστική αστυνομία και δίκες αμφιβόλου αμεροληψίας.

Μεταξυ των γιουγκοσλάβων κομμουνιστών ηγετών ήταν διανοούμενοι οι οποίοι έκαναν φιλότιμες προσπάθειες να μελετήσουν τα προβλήματα της γραφειοκρατείας, την ανάγκη αποκεντροποίησης και την παραγωγή ποιοτικών καταναλωτικών αγαθών. Στα 1950 και 1960 αυτοί οι κομμουνιστές προέβαλαν το ζήτημα του ελέγχου των εργατών στο πλαίσιο του σοσιαλισμού και σχεδίασαν ένα σύστημα αυτό-οργάνωσης των ίδιων των εργατών. Παρ’ όλα αυτά, η αυτό-οργάνωση των εργατών ήταν γενικά ουτοπική. Οι εργάτες ποτέ δεν ήλεγχαν τον κεντρικό σχεδιασμό και δεν ήταν ποτέ σε θέση να αποφασίσουν πως θα έπρεπε να ρυθμιστεί ο γιουγκοσλαβικός σοσιαλισμός σε μακρο-οικονομικό επίπεδο. Την στιγμή που η Γιουγκοσλαβία παρέμεινε λιγότερο καταπιεστική σε σχέση με τις άλλες ανατολικοευρωπαϊκές χώρες, το ΚΚ της Γιουγκοσλαβίας δεν απεμπόλησε ποτέ το κεντρικό δόγμα του μονοκομματικού κράτους στο οποίο η εξουσία και τα προνόμοια της ηγεσίας του βασίζονταν στην αστυνομική δύναμη. Στην ίδια τη Συμφωνία της Βαρσοβίας αναδείχθησαν αρκετοί κομμουνιστές ηγέτες που αμφισβήτησαν την σταλινική ορθοδοξία. Στο πλαίσιο της «Αποσταλινοποίησης» του Νικίτα Χρουτσώφ και ωθούμενοι από κινήματα, εργάτες και διανοουμένους, οι Βλάντισλαβ Γκομούλκα (Πολωνία 1956), Ιμρέ Ναγί (Ουγγαρία 1956) και Αλεξάντερ Ντουμπτσεκ (Τσεχοσλοβακία 1968) αναδείχθηκαν μέσα από διαδικασίες σταλινικών κομμουνιστικών κομμάτων και αποκύρηξαν τον Σταλινισμό. Την στιγμή που ο αντι-σταλινισμός του Γκομούλκα ήταν πάντοτε σχεδιασμένος ώστε να διατηρεί το μονοκομματικό καθεστώς την ώρα που ευαγγελίζονταν μια ριζοσπαστικοποιημένη εργατική τάξη, οι Ναγί και Ντουμπτσεκ έδειχναν να πιστεύουν πως μπορούσαν να χτίσουν έναν πιο ανθρώπινο σοσιαλισμό στο πλαίσιο της κυριαρχίας του κομμουνιστικού κόμματος. Παρ’ όλα αυτά, κανένας τους δεν ήταν διατεθειμένος να αποσχιστεί από τα κομμουνιστικά κόμματα τους η να προσπαθήσει να δημιουργήσει αντιπολιτευόμενα εργατικά κόμματα. Και κανείς δεν ανέπτυξε σχεδιασμούς ικανούς να αντισταθούν στην σοβιετική ισχύ.

Είναι άξιο θαυμασμού ότι οι Μπεσανσενό και Λεβί επιχειρούν να χρησιμοποιήσουν τις πλέον επαναστατικές ιδέες του Τσε προκειμένου να «παρέμβουν» στη διαδικασία δημιουργίας μιας νέας αριστεράς στη Λατινική Αμερική. Ακόμη, η πρόσφατη αναβίωση αυτής της αριστεράς έρχεται σε μια περίοδο όπου τα ζητήματα της γραφειοκρατίας και του εργατικού ελέγχου συνεχίζουν να είναι πιεστικά και η κυρίαρχη άποψη μιας σοσιαλιστικής μετάβασης κινείται γύρω από ισχυρούς ηγέτες. Και το κομμουνιστικό κόμμα του Τσε συνεχίζει να κυβερνά την Κούβα. Ως εκ τούτου μια πιο κριτική ματιά στον αντι-σταλινισμό του Τσε είναι αναγκαία, λαμβάνοντας υπ’ όψη το ότι η πολιτική του κληρονομιά υιοθετείται από ποικιλλία συλλογικοτήτων όπως το κουβανικό κομμουνιστικό κόμμα, το ενωμένο σοσιαλιστικό κόμμα του Ούγκο Τσάβες και το EZLN των Ζαπατίστας στο νότιο Μεξικό. Η διαφορά μεταξύ του επαναστάτη Τσε και του φιλο-σταλινικού Τσε εμφανίζεται στο πρώτο κεφάλαιο, «Ένας μαρξιστικός ανθρωπισμός». Ο Μπεσανσενό και ο Λόουι κάνουν έκκληση για έναν σοσιαλισμό βασισμένο σε ανθρωπιστικές αρχές, θέτοντας ως προτεραιότητα το μετασχηματισμό των ανθρώπων σε ηθικά όντα απελευθερωμένα από το (καπιταλιστικό) νόμο της αξίας. Παραπέμπουν σε πολλά από τα γραπτά του Τσε προκειμένου να προβάλλουν την άποψη του ότι η επαναστατική διαδικασία μεταβάλλει τον ατομικιστή άνθρωπο σε «κολλεκτιβιστική» μονάδα ταγμένη στην σοσιαλιστική αλληλεγγύη. Θα έπρεπε όμως να αντιμετωπίσουμε τα όρια που έθεσε ο Τσε: Τι εννοούμε όταν μιλάμε για ανθρωπισμό σε μια μετα-επαναστατική κοινωνία; Πιο συγκεκριμένα – τι είναι ο ανθρωπισμός χωρίς δημοκρατία;

Όπως αναφέρει ο Σαμ Φαρμπερ, το αντίδοτο του Τσε στον ατομισμό και την απομόνωση της εργατικής τάξης ήταν ένας καθολικός εθελοντισμός μέσα από τον οποίο οι εργάτες καλούνταν να θυσιαστούν για το ευρύτερο σοσιαλιστικό καλό, όχι για τον εργατικό έλεγχο. Ήρθε αντιμέτωπος με προσπάθειες κουβανών εργατών να διατηρήσουν ανεξάρτητες ενώσεις και έπαιξε σημαίνοντα ρόλο στο «χτίσιμο» του μονοκομματικού κράτους.
Ο Μπεσανσενό και ο Λεβί ασκούν κριτική στον Τσε για την άρνηση του να αναγνωρίσει την εργατική δημοκρατία ως αντίδοτο στην γραφειοκρατία (54-57) όσο και για την υποστήριξη που παρείχε στη θανατική ποινή. Ασκούν κριτική όμως περιληπτικά και σύντομα χωρίς να εξετάζουν τις αντιφάσεις μεταξύ του ουμανισμού του Τσε και του ρόλου του στη δημιουργία μιάς κοινωνίας στην οποία οι εργάτες έχουν μικρό ρόλο στον καθορισμό του τι παράγουν, πόσο παράγουν και στην οποία παραμένουν απομονωμένοι.
Βρισκόμαστε ακόμη στην πρώϊμη φάση της επανασυγκρότησης μιάς αριστεράς που είναι και επαναστατικά σοσιαλιστική και δημοκρατική. Είναι αναπόφευκτο ότι οι επαναστάτες θα ανακαλύψουν ξανά παλαιούς στοχαστές και πρόσωπα χωρίς αναγκαστικά να υιοθετήσουν το σύνολο των απόψεων τους. Είναι όμως ουσιαστικό μαθαίνοντας από το παρελθόν να είμαστε, εν τέλει, τόσο κριτικοί όσο και θαυμαστές. Ο Τσε Γκεβάρα είχε θαυμαστές αρετές αλλά η υποστήριξη του προς έναν σοσιαλισμό που δεν περιελάμβανε την εργατική δημοκρατία συνέβαλε στις αποτυχίες της παλιάς αριστεράς και είναι ένας απ’ τους λόγους που η προσπάθεια που κάνουμε τώρα είναι αυτή της Επαναθεμελίωσης (της αριστεράς).
ATC 143, Νοέμβριος – Δεκέμβριος 2009.
(Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην ιστοσελίδα της αμερικανικής σοσιαλιστικής ένωσης Solidarity”).

Ένας επαναστάτης της επιστήμης και της συνείδησης


Ένας επαναστάτης της επιστήμης και της συνείδησης

 

Tο παρακάτω κείμενο του Αρμάντο Χαρτ Ντάβαλος δημοσιεύθηκε ως Προλογικό Σημείωμα στο βιβλίο “Ο Τσε Γκεβάρα μιλάει στους νέους” (Che Guevara talks to young people), εκδόσεις Διεθνές Βήμα, 2004.

 
Του Αρμάντο Χαρτ*.

Για μένα είναι τιμή και ταυτόχρονα αποτελεί μια πραγματική πρόκληση η συγγραφή ενός προλόγου στο βιβλίο “Ο Τσε Γκεβάρα μιλάει στους νέους” – ένα βιβλίο που ως επίλογο έχει την ομιλία του Φιντέλ μπροστά στο μνημείο το οποίο χτίστηκε στο κέντρο του νησιού για να στεγάσει τα ιερά οστά του ήρωα, μαζί με εκείνα των αξέχαστων συντρόφων του. Θα προσπαθήσω να μοιραστώ με το νέο σε ηλικία αναγνώστη – στον οποίο, κατά κύριο λόγο, απευθύνεται το βιβλίο αυτό – κάποιες, σύντομες αναγκαστικά, σκέψεις γι’ αυτή την εξαιρετική φυσιογνωμία της αμερικανικής ηπείρου και της συγχρονης παγκόσμιας ιστορίας.

Είναι αλήθεια ότι ο Τσε θα μιλούσε διαφορετικά σήμερα στους νέους ανθρώπους – οι οποίοι βιώνουν πολύ διαφορετικές συνθήκες – απ’ ότι μιλούσε τρείς και πλέον δεκαετίες νωρίτερα. Ξαναδιαβάζοντας, ωστόσο, αυτές τις ομιλίες, εκπλήσσεται κανείς από το πόσο εξαιρετικά επίκαιρες είναι. Οι ομιλίες αυτές επιβεβαιώνουν ότι πράγματι ο Τσε είναι ένας άνθρωπος του παρόντος.

Στις αρχές της δεκαετίας του 1990 λεγόταν ότι όλα τα μοντέλα αλλαγής του κόσμου είχαν πλέον εκλείψει, και μαζί τους κάθε πιθανότητα να βρεθούν νεα. Η εικόνα, όμως, του Ηρωικού Αντάρτη προβάλλει σαν ένα φάντασμα που πλανάται σε όλον τον δυτικό κόσμο. Το φάντασμα αυτό μεγαλώνει και θα συνεχίσει να γιγαντώνεται, θα δυναμώνει και θα μεγαλώνει ο πλούτος των ιδεών του στον βαθμό που αγγίζει τους νέους ανθρώπους και εκείνοι κάνουν κτήμα τους την ουσία των πράξεων και των οραμάτων του Τσε. Ο Χοσέ Κάρλος Μαριάτεγκι, ένας από τους πιο σημαντικούς επαναστάτες στοχαστές της Λατινικής Αμερικής, μελέτησε και κατέδειξε την αναγκαιότητα των μύθων. Επισήμανε ότι οι λαοί που κατάφεραν πολλά, χρειάστηκε να δημιουργήσουν μύθους μεταξύ των μαζών. Εάν θέλουμε να είμαστε επαναστάτες με την αυστηρή έννοια του όρου, πρέπει να μελετήσουμε τα αίτια και τους παράγοντες που κάνουν τον Τσε να ζει στις καρδιές της αμερικανικής ηπείρου και να εκφράζει με χίλιους δυο τρόπους τους πόθους και τα οράματα της πιο ριζοσπαστικής νεολαίας κάθε ηπείρου. Τριάντα και πλέον χρόνια από τότε που πέρασε στην αθανασία στη χαράδρα του Γιούρο, η μορφή του αντηχεί στις πλατείες και στους δρόμους, ξαναζωντανεύοντας την κραυγή “Πάντα μπροσά ως τη νίκη!” (Hasta la victoria siempre!). Ο καλύτερος τρόπος να είμαστε συνεπείς προς τις ιδέες του σοσιαλισμού και προς τις δυνατότητες μιας επαναστατικής αλλαγής της κοινωνίας και να εντοπίσουμε τους λόγους που βρίσκονται πίσω από αυτό το γεγονός.

Τα διδάγματα και το παράδειγμα της θυσίας του Τσε στις ζούγκλες της Βολιβίας έχουν χαράξει για πάντα στο μυαλό των νέων γενιών μια αίσθηση ηρωισμού και ηθικών αξιών στην πολιτική και στην ιστορία. Και αφού ο ηθικός παράγοντας είναι αυτό που λείπει από την πολιτική, και η έλλειψη αυτή έχει οδηγήσει ακόμα και σε επαναστάσεις, υπάρχει μια πεποίθηση του Τσε που έχει με δραματικό τρόπο επιβεβαιωθεί: δεν μπορεί να υπάρξει επανάσταση χωρίς τον ηθικό παράγοντα. Ο Τσε μίλησε επίσης με ευγλωττία, βάθος και σφρίγος για την ανάγκη ενός νέου τύπου ανθρώπου στον εικοστό πρώτο αιώνα. Η ίδια η ζωή έχει υποχρεώσει έναν τέτοιο άνθρωπο να διαμορφωθεί στον εικοστό αιώνα. Η αναγνώριση του τεράστιου ρόλου της κουλτούρας και των ηθικών αξιών στην ιστορία των πολιτισμών και τα πρακτικά συμπεράσματα που βγαίνουν από την αναγνώριση αυτή είναι το σημαντικότερο μήνυμα του Comandante Ερνέστο Τσε Γκεβάρα προς τους νέους ανθρώπους. Το ζήτημα αυτό έχει μια προϊστορία. Ο πολιτισμός δεν ανέλυσε ποτέ με το απαιτούμενο βάθος και απο επιστημονική σκοπιά το ρόλο των ηθικών και πνευματικών αξιών στο πέρασμα της Ιστορίας. Αυτή είναι η πιο σημαντική πνευματική πρόκληση που έχει κληροδοτήσει στη νεολαία ο εικοστός αιώνας.

Η δυτική και χριστιανική κουλτούρα στην Ευρώπη εξελίσσεται από το έτος 1000 και νωρίτερα, για να καταφέρει – με το Μαρξ και τον Ένγκελς – να φτάνει στο υψηλότερο επίπεδο της φιλοσοφικής γνώσης, στους τομείς των κοινωνικών και οικονομικών επιστημών. Στη Λατινική Αμερική και την Καραϊβική, στο μεταξυ, αποκρυσταλλωνόνταν ένας τρόπος σκέψης – με σύμβολα τον Μπολιβάρ και τον Μαρτί – ο οποίος, σε επιστημονική βάση, τόνιζε τη δύναμη του ανθρώπου και τον ρόλο της εκπαίδευσης, του πολιτισμού και της πολιτικής. Η πρωτοτυπία του Ερνέστο Τσε Γκεβάρα – όπως και της κουβανικής επανάστασης – συνίσταται στο εξής: εμπνευσμένος από την πνευματική κληρονομιά της Δικής μας Αμερικής και με αφετηρία την αφοσίωση του στις ηθικές αξίες, υιοθέτησε τις ιδέες του Μαρξ και του Ένγκελς και υποστήριξε τη χρήση των λεγόμενων υποκειμενικών παραγόντων στην κινητοποιήση και την καθοδήγηση της επαναστατικής δράσης των μαζών και της κοινωνίας συνολικά.

Αυτό που είναι πολύτιμο και ενδιαφέρον από τη σκοπιά του μαρξισμού είναι ότι, από την άποψη που μόλις ανέφερα, ο Τσε βρέθηκε κατά βάθος πιο κοντά στον Μαρξ, απ’ ότι άλλες ερμηνείες των ιδεών του συγγραφέα του Κεφαλαίου, οι οποίες κυριάρχησαν κατά τη διάρκεια του δεύτερου μισού του εικοστού αιώνα. Η τριτοκοσμική προοπτική των διεθνιστών ανταρτών που έπεσαν στη Βολιβία ήταν ένα σιωπηρό κάλεσμα προς τους σοσιαλιστές, να προσανατολίσουν αποφασιστικά τις ενέργειες τους προς τον Τρίτο Κόσμο. Η σοφία μιας τέτοιας ηθικής και πολιτικής προοπτικής δεν έγινε κατανοητή και δεν υποστηρίχθηκε στον καιρό της, από εκείνους που μπορούσαν και όφειλαν να το κάνουν. Γι’ αυτόν το λόγο, ο κόσμος άλλαξε κατά τρόπο που να ευνοεί την πιο αντιδραστική δεξιά, καταλήγοντας σε ένα μεταμοντέρνο χάος.

Σε μια ομιλία του Τσε στο Αλγέρι, στις 24 Φλεβάρη του 1964, αυτό το κάλεσμα προσέλαβε δραματικές διαστάσεις και χαρακτήρα έντονης αντιπαράθεσης. Κατά τραγικό τρόπο, η ιστορία θα απεδείκνυε πως είχε δίκαιο. Το πιο θλιβερό πράγμα για τους επαναστάτες είναι ότι η θέση του Τσε σχετικά με το ρόλο των χωρών που παλαιότερα ήταν αποικίες ή νεο-αποικίες βρισκόταν πολύ κοντά στα όσα είχε προβλέψει αρκετές δεκαετίες νωρίτερα ο Λένιν, εφιστώντας την προσοχή στη σημασία των απελευθερωτικών κινημάτων τα οποία ξεπρόβαλλαν τότε στην Ανατολή. Υπάρχουν πολλά πολύτιμα βιβλία γραμμένα από τον άνθρωπο που σφυρηλάτησε την Οκτωβριανή Επανάσταση, τα οποία θα έπρεπε να μελετήσουμε ξανά σήμερα.

Η ανεπάρκεια των κοινωνικών επιστημών στο κυρίαρχο σύστημα απορρέει από το γεγονός ότι αρνούνται να αντικρίσουν μια αποφασιστικής σημασιας πραγματικότητας: τη φτώχεια που εξαπλώνεται σήμερα και η οποία αποτελεί, μαζί με την καταστροφή της φύσης, τη ρίζα των δεινών και της αγωνίας του σύγχρονου ανθρώπου. Η σπουδαιότερη πρόκληση για τον άνθρωπο, καθώς χαράζει ο εικοστός αιώνας, είναι να ξεπεράσει την κατάσταση αυτή. Από επιστημονική σκοπία, το να θέτει κανείς ένα τέτοιο ζήτημα – αντί να υποκρίνεται ότι δεν υπάρχει – είναι ο ακρογωνιαίος λίθος ενός ηθικού συστήματος το οποίο φιλοδοξεί να θέσει γερά θεμέλια για το μέλλον. Η περιφρόνηση του ανθρώπινου πόνου είναι το μεγαλύτερο έγκλημα των κοινωνικών συστημάτων που υπάρχουν στις μέρες μας. Να είμαστε ρεαλιστές, αλλά να βλέπουμε την πραγματικότητα του ανθρώπου συνολικά και σφαιρικά, όχι αποσπασματικά, με μικροπρέπεια, όπως την αντιλαμβάνονται τα σημερινά κυρίαρχα συμφέροντα.

Ο Τσε έβλεπε και αποτιμούσε την πραγματικότητα από μια ηθική σκοπιά – με σκοπό να τη βελτιώσει. Εδώ εντοπίζεται η δύναμη του μύθου που μας άφησε. Οι ιδέες του συνδυάζουν την πιο εξελιγμένη εκδοχή της ευρωπαϊκής φιλοσοφικής σκέψης – τον Μαρξ και τον Ένγκελς – με το ουτοπικό όραμα της Δικής μας Αμερικής – του Μπολιβάρ και τον Μαρτί. Το σφάλμα όσων αποκηρύσσουν την ουτοπία είναι ότι δεν λαμβάνουν υπόψη τους τις πραγματικές ανάγκες όπως προκύπτουν από τα γεγονότα που βρίσκονται κάτω από την επιφάνεια. Γι’ αυτόν τον λόγο, δεν είναι ικανοί να συλλάβουν τις αλήθειες του αύριο.

Η πεμπτουσία του λατινοαμερικανικού πολιτισμού που βρίσκεται στην επαναστατική συνείδηση του Τσε συνίσταται στο εξής: έβλεπε την πραγματικότητα και την πράξη ως απαραίτητα στοιχεία για την κατανόηση της αλήθειας και για τον μετασχηματισμό του κόσμου ώστε να υπερισχύσει η δικαιοσύνη, ενώ την ίδια στιγμή έπαιρνε την αίσθηση της ουτοπίας που έχει ο Νέος Κόσμος και τη μετέτρεπε σε κίνητρο για τη διαμόρφωση της πραγματικότητας του αύριο. Ο Τσε δεν αποκήρυξε, λοιπόν, ούτε την πραγματικότητα, ούτε την ελπίδα. Ήταν ένας επαναστάτης της επιστήμης και της συνείδησης, απαραίτητα στοιχεία και τα δύο για να ανταποκριθεί στην πρόκληση του επόμενου αιώνα η αμερικανική ήπειρος, αλλά και ο κόσμος.

* Ο Αρμάντο Χαρτ Ντάβαλος (γεν.1930) είναι διαπρεπής κουβανός πολιτικός και μέλος του Κομμουνιστικού Κόμματος Κούβας.  Υπήρξε ιδρυτικό μέλος του Κινήματος της 26ης Ιουλίου και δραστήριο οργανωτικό μέλος της Επανάστασης.  Είναι ο πατέρας της αδικοχαμένης τροτσκίστριας συγγραφέως Σέλια Χαρτ (1963-2008).

Σάββατο 29 Δεκεμβρίου 2012

Ομιλία του Τσε σε φοιτητές της Ιατρικής Σχολής


Ομιλία του Τσε σε φοιτητές της Ιατρικής Σχολής

 

Η παρακάτω ιστορική ομιλία εκφωνήθηκε από τον Τσε σε κουβανούς φοιτητές της Ιατρικής, στις 20 Αυγούστου 1960.

 
Όλοι σχεδόν ξέρετε ότι ξεκίνησα τη σταδιοδρομία μου ως γιατρός πριν από αρκετά χρόνια. Όταν ξεκίνησα, όταν άρχισα να σπουδάζω ιατρική, οι περισσότερες από τις ιδέες που έχω σήμερα ως επαναστάτης απουσίαζαν από το οπλοστάσιο των ιδανικών μου. Ήθελα να πετύχω, όπως θέλουν όλοι. Το όνειρο μου ήταν να γίνω διάσημος ερευνητής. Το όνειρο μου ήταν να δουλεύω ακούραστα για να πετύχω κάτι που θα μπορούσε πραγματικά να τεθεί στην υπηρεσία της ανθρωπότητας, αλλά, την ίδια στιγμή, θα αποτελούσε κι έναν προσωπικό θρίαμβο. Ήμουν, όπως όλοι μας, ένα παιδί του περιβάλλοντος μου. Μέσα από κάποιες ειδικές περιστάσεις, ίσως και εξαιτίας του χαρακτήρα μου επίσης, αφού πήρα το  πτυχίο μου, άρχισα να ταξιδεύω στη Λατινική Αμερική και τη γνώρισα πολύ καλά. Με εξαίρεση την Αϊτή και τη Δομινικανή Δημοκρατία, επισκέφτηκα -με τον έναν ή τον άλλο τρόπο- όλες τις άλλες χώρες της Λατινικής Αμερικής. Έτσι όπως ταξίδευα, πρώτα ως φοιτητής και ύστερα ως γιατρός, άρχισα να έρχομαι σε στενή επαφή με τη φτώχεια, την πείνα, τις αρρώστιες, την αδυναμία να θεραπευτεί ένα παιδί από έλλειψη μέσων, με το μούδιασμα που προκαλούν η πείνα και οι τιμωρίες, ώσπου φτάνουμε σ’ ένα σημείο που φαντάζει ασήμαντο γεγονός να χάνει ένας γονιός το παιδί του, όπως συχνά συμβαίνει στις σκληρά δοκιμαζόμενες κοινωνικές τάξεις στην πατρίδα μας, τη Λατινική Αμερική. Κι άρχισα να βλέπω ότι υπήρχε κάτι που μου φαινόταν τότε σχεδόν εξίσου σημαντικό με την καριέρα μου ή με τη συμβολή μου στην ιατρική επιστήμη, και αυτό ήταν να βοηθήσω εκείνουςτους ανθρώπους.

 

Εξακολούθησα όμως να είμαι, όπως όλοι μας εξακολουθούμε να είμαστε, ένα παιδί τουπεριβάλλοντος μου και ήθελα να βοηθήσω εκείνους τους ανθρώπους με τις προσωπικές μου προσπάθειες. Είχα ήδη ταξιδέψει πολύ – βρισκόμουν τότε στη Γουατεμάλα, στη Γουατεμάλα του [δημοκρατικά εκλεγμένου Γιάκομπο] Άρμπενς – και είχα αρχίσει να κρατάω κάποιες σημειώσεις γιατη συμπεριφορά ενός επαναστάτη γιατρού. Άρχισα να εξετάζω τι χρειαζόμουν για να γίνω έναςεπαναστάτης γιατρός. Η επίθεση εξαπολύθηκε, ωστόσο: το πραξικόπημα [του 1954] οργανώθηκε από τη Γιουνάιτεντ Φρουιτ Κόμπανι, το Υπουργείο Εξωτερικών των ΗΠΑ, τον [διευθυντή της CIA] Φόστερ Ντάλες-στην πραγματικότητα, ήταν όλοι τους ένα και το αυτό – και το ανδρείκελο Καστίγιο Άρμας [με τον οποίο αντικατέστησαν τον Άρμπενς]. Η επίθεση ήταν πετυχημένη, δεδομένου ότι ο λαός δεν είχεφτάσει ακόμα στο επίπεδο ωριμότητας που έχει σήμερα ο λαός της Κούβας. Και μια ωραία μέρα εγώ,όπως πολλοί άλλοι, πήρα το δρόμο της εξορίας, ή πάντως το δρόμο της φυγής από τη Γουατεμάλα, αφού δεν ήταν αυτή η πατρίδα μου. Τότε συνειδητοποίησα κάτι βασικό: για να γίνω επαναστάτης γιατρός ή απλώς επαναστάτης, έπρεπε πρώτα να υπάρξει επανάσταση. Η μεμονωμένη προσπάθεια, η προσωπική προσπάθεια, η καθαρότητατων ιδανικών, η επιθυμία για θυσία μιας ολόκληρης ζωής στο πιο ευγενικό ιδανικό δε σημαίνουν τίποτα αν αυτή η προσπάθεια γίνεται μεμονωμένα, απόμερα, σε μια γωνιά της Λατινικής Αμερικής, απέναντι σε εχθρικές κυβερνήσεις και κοινωνικές συνθήκες που δεν επιτρέπουν την πρόοδο. Η επανάσταση έχει ανάγκη αυτό που γίνεται στην Κούβα: την κινητοποίηση ενός ολόκληρου λαού, που έχει μάθει να χρησιμοποιεί τα όπλα και να είναι ενωμένος στη μάχη, που ξέρει τι αξία έχει ένα όπλο και τι αξία έχει η ενότητα του λαού. Ερχόμαστε λοιπόν στην καρδιά του προβλήματος που έχουμε σήμερα μπροστά μας. Έχουμε ήδη το δικαίωμα και την υποχρέωση ακόμα να είμαστε, πρώτα απ’ όλα, επαναστάτες γιατροί, δηλαδή άτομα που θέτουν τις τεχνικές γνώσεις του επαγγέλματος τους στην υπηρεσία της επανάστασης και του λαού.

 

Επιστρέφουμε τώρα στα αρχικά ερωτήματα: Πώς δουλεύει κανείς αποτελεσματικά για την κοινωνική ευημερία; Πώς συμβιβάζει κανείς την ατομική προσπάθεια με τις ανάγκες της κοινωνίας; Πρέπει να ξαναφέρουμε στο νου μας πώς ήταν η ζωή του καθενός από εμάς, τι έκανε και τι πίστευε καθένας από εμάς, ως γιατρός ή λειτουργός της δημόσιας υγείας από άλλη θέση, πριν από την επανάσταση. Πρέπει να το κάνουμε με βαθύ κριτικό ενθουσιασμό. Θα συμπεράνουμε τότε ότι σχεδόν όλα όσα πιστεύαμε και νιώθαμε εκείνη την παλιά εποχή πρέπει να παραμεριστούν και ότι ένας νέοςτύπος ανθρώπου πρέπει να δημιουργηθεί. Αν ο καθένας από εμάς γίνει ο αρχιτέκτονας αυτού του νέου τύπου ανθρώπου για τον εαυτό του, τότε η δημιουργία αυτού του νέου τύπου ανθρώπου που θα αντιπροσωπεύει τη νέα Κούβα θα είναι πολύ ευκολότερη.

 

Είναι καλό για σας – τους παρόντες, τους κατοίκους της Αβάνας – να βάλετε καλά στο μυαλό σας αυτήν την ιδέα: ότι στην Κούβα γεννιέται ένας νέος τύπος ανθρώπου, που δεν μπορεί να εκτιμηθεί πλήρως στην πρωτεύουσα, αλλά μπορεί κανείς να τον δει σε κάθε άλλη γωνιά της χώρας. Όσοι από εσάς πήγατε στη Σιέρρα Μαέστρα στις 26 Ιουλίου θα είδατε κάτι πολύ σημαντικό… Θα είδατε παιδιά που από το ανάστημα τους φαίνονται οχτώ ή εννιά χρονών, αλλά παρ’ όλα αυτά είναι σχεδόν όλα δεκατριών ή δεκατεσσάρων. Είναι τα γνήσια τέκνα της Σιέρρα Μαέστρα, τα γνήσια παιδιά της πείνας και της φτώχειας σε όλες τις μορφές της. Είναι τα πλάσματα του υποσιτισμού. Στη μικρή μας Κούβα, με τα τέσσερα ή πέντε τηλεοπτικά κανάλια, με τους εκατοντάδες ραδιοφωνικούς σταθμούς, με την πρόοδο της σύγχρονης επιστήμης, όταν ένα βράδυ εκείνα τα παιδιά έφτασαν στο σχολείο και είδαν για πρώτη φορά ηλεκτρικό φως, αναφώνησαν ότι τα αστέρια ήταν πολύ χαμηλά εκείνη τη νύχτα. Εκείνα τα παιδιά, τα οποία κάποιοι από εσάς θα είδατε, σπουδάζουν τώρα στα σχολεία, από τις πρώτες τάξεις μέχρι την επαγγελματική κατάρτιση, μέχρι την πολύδύσκολη επιστήμη της επανάστασης. Αυτό είναι το νέο είδος ανθρώπων που γεννιέται στην Κούβα. Γεννιούνται σε απομονωμένους τόπους, σε απόμερες περιοχές της Σιέρα Μαέστρα και επίσης στις κολεκτίβες και στους χώρους εργασίας. Όλα αυτά συνδέονται στενά με το θέμα της σημερινής μας συζήτησης: την ενσωμάτωση στοεπαναστατικό κίνημα των γιατρών και των άλλων εργαζομένων στον τομέα της υγείας. Γιατί το καθήκον της επανάστασης – το καθήκον της μόρφωσης και διατροφής των παιδιών, το καθήκον της εκπαίδευσης του στρατού, το καθήκον της διανομής της γης των παλιών απόντων γαιοκτημόνων σ’εκείνους που έχυναν τον ιδρώτα τους κάθε μέρα στην ίδια γη χωρίς να δρέπουν τους καρπούς της- είναι το σπουδαιότερο έργο κοινωνικής ιατρικής που έχει γίνει στην Κούβα.

 

Η μάχη κατά της αρρώστιας πρέπει να βασίζεται στην αρχή της δημιουργίας ενός γέρου σώματος, όχι μέσω της περίτεχνης εργασίας ενός γιατρού πάνω σ’ έναν αδύναμο οργανισμό, αλλά δημιουργώντας ένα γερό σώμα μέσω της δουλειάς ολόκληρου του συνόλου, ιδιαίτερα ολόκληρου του κοινωνικούσυνόλου.Μια μέρα η ιατρική θα πρέπει να γίνει μια επιστήμη που θα προλαμβάνει τις ασθένειες, που θα προσανατολίζει το κοινό προς τις ιατρικές υποχρεώσεις του και η οποία θα χρειάζεται να παρεμβαίνει μόνο σε περιπτώσεις εξαιρετικά επείγουσες για να πραγματοποιήσει μια χειρουργική επέμβαση ή να αντιμετωπίσει κάτι εξαιρετικά ασυνήθιστο στη νέα κοινωνία που δημιουργούμε… Εκείνο που απαιτείται γι’ αυτό το οργανωτικό έργο, όπως και για όλα τα επαναστατικά έργα, είναι το άτομο. Η επανάσταση δεν τυποποιεί, όπως ισχυρίζονται κάποιοι, τη συλλογική βούληση, τη συλλογική πρωτοβουλία. Το αντίθετο, απελευθερώνει τις ατομικές ικανότητες των ανθρώπων. Αυτό που πράγματι κάνει η επανάσταση είναι να κατευθύνει αυτή την ικανότητα. Αποστολή μας σήμερα είναι να προσανατολίσουμε το δημιουργικό ταλέντο όλων των επαγγελματιών του τομέα της υγείας προς το έργο της κοινωνικής ιατρικής. Βρισκόμαστε στο τέλος μιας εποχής, και όχι μόνο εδώ στην Κούβα. Αντίθετα με όσα λέγονται καιπαρά τις ελπίδες κάποιων ανθρώπων, οι μορφές του καπιταλισμού που γνωρίσαμε, κάτω από τιςοποίες μεγαλώσαμε και υποφέραμε, νικιούνται σ’ ολόκληρο τον κόσμο. Τα μονοπώλια νικιούνται. Η σοσιαλιστική επιστήμη σημειώνει κάθε μέρα νέους, σημαντικούς θριάμβους. Έχουμε την περηφάνια και το καθήκον να βρισκόμαστε στην πρωτοπορία ενός κινήματος απελευθέρωσης στη Λατινική Αμερική, το οποίο ξεκίνησε πριν από καιρό στις άλλες υποδουλωμένες ηπείρους της Αφρικής και της Ασίας. Αυτή η βαθιά κοινωνική αλλαγή απαιτεί επίσης πολύ βαθιές αλλαγές στη νοοτροπία των ανθρώπων.

 

Ο ατομικισμός ως τέτοιος, ως η μεμονωμένη δράση ενός προσώπου στο κοινωνικό περιβάλλον, πρέπει να εκλείψει στην Κούβα. Αύριο ο ατομικισμός θα πρέπει να είναι η σωστή χρησιμοποίηση όλων των ατόμων προς όφελος της κοινότητας. Αλλά, αν και όλα αυτά, όλα όσα λέω, γίνονται κατανοητά σήμερα, αν και όλοι είναι πρόθυμοι να σκεφτούν λίγο το παρόν, το παρελθόν και το πώς θα πρέπει να είναι το μέλλον, η αλλαγή του τρόπου σκέψης απαιτεί βαθιές εσωτερικές αλλαγές και συμβολή στην πραγματοποίηση βαθιών εξωτερικών αλλαγών, κυρίως κοινωνικών. Αυτές οι εξωτερικές αλλαγές πραγματοποιούνται στην Κούβα καθημερινά. Ένας τρόπος να μάθετε γι’αυτή την επανάσταση, να γνωρίζετε τις δυνάμεις που κρύβουν μέσα τους οι άνθρωποι, δυνάμεις που ήταν λανθάνουσες για τόσο καιρό, είναι να επισκεφτείτε όλη την Κούβα, να επισκεφτείτε τις κολεκτίβες και όλους τους χώρους δουλειάς που δημιουργούνται. Κι ένας τρόπος για να φτάσετεστην καρδιά του ιατρικού ζητήματος είναι όχι μόνο να γνωρίσετε, όχι μόνο να επισκεφτείτε αυτά ταμέρη, αλλά να γνωρίσετε και τους ανθρώπους που συνθέτουν αυτές τις κολεκτίβες και τα κέντρα εργασίας. Πηγαίνετε εκεί και μάθετε τι αρρώστιες έχουν, από τι πάσχουν, από πόση φτώχεια υπέφεραν σ’ όλη τους τη ζωή, φτώχεια που κληρονόμησαν από αιώνες καταπίεσης και απόλυτης υποταγής. Ο γιατρός, ο νοσοκόμος, θα φτάσουν τότε στην καρδιά της νέας δουλειάς τους, δηλαδή ως άτομα μέσα στις μάζες, άτομα μέσα στην κοινότητα. Ό,τι κι αν συμβαίνει στον κόσμο, μένοντας πάντα κοντά στον άρρωστο, γνωρίζοντας καλά την ψυχολογία του, εκπροσωπώντας εκείνους που έρχονται κοντά στον πόνο και τον ανακουφίζουν, ο γιατρός έχει πάντα πολύ σημαντικό έργο, ένα έργο μεγάλης ευθύνης στην κοινωνική ζωή. Πριν από λίγο καιρό, λίγους μήνες, συνέβη εδώ στην Αβάνα μια ομάδα φοιτητών που μόλις είχανπάρει το πτυχίο της ιατρικής να μη θέλουν να πάνε στην ύπαιθρο και ζητούσαν επιπλέον πληρωμή για να το κάνουν. Από την οπτική γωνία του παρελθόντος είναι περισσότερο από λογικό να συμβαίνειαυτό- έτσι τουλάχιστον μου φαίνεται και το καταλαβαίνω. Θυμάμαι πως έτσι ήταν τα πράγματα, έτσι σκέφτονταν οι άνθρωποι πριν από μερικά χρόνια. Για ακόμα μια φορά είναι ο μονομάχος στην επανάσταση, ο μοναχικός πολεμιστης αυτός που θέλει να εξασφαλίσει ένα καλύτερο μέλλον, καλύτερες συνθήκες, και να κερδίσει την αναγνώριση για αυτό που κάνει. Τι θα συνέβαινε όμως αν δεν ήταν αυτά τα άτομα – οι οικογένειες των οποίων στην πλειονότητα τους μπορούσαν να πληρώσουν για τις σπουδές τους – εκείνα που ολοκλήρωσαν τα μαθήματα τους και αρχίζουν τώρα να ασκούν το επάγγελμα τους; Τι θα συνέβαινε αν στη θέση τους ήταν διακόσιοι, τριακόσιοι χωρικοί αυτοί που θα ξεπρόβαλλαν – σαν από θαύμα, ας πούμε – από τις αίθουσες διαλέξεων του πανεπιστημίου; Αυτό που απλώς θα συνέβαινε είναι ότι αυτοί οι χωρικοί θα έτρεχαν αμέσως και με μεγάλο ενθουσιασμό να φροντίσουν τα αδέρφια τους. Θα ζητούσαν τις θέσεις με τη μεγαλύτερη ευθύνη και την περισσότερη δουλειά, για να δείξουν ότι τα χρόνια σπουδών δε σπαταλήθηκαν άσκοπα. Αυτό θα συμβεί σε έξι εφτά χρόνια, όταν οι νέοι φοιτητές, παιδιά της εργατικής τάξης και της αγροτιάς, θα πάρουν τα πτυχία τους. Δεν πρέπει όμως να βλέπουμε το μέλλον μοιρολατρικά και να χωρίζουμε τους ανθρώπους σε παιδιά της εργατικής τάξης ή της αγροτιάς και σε αντεπαναστάτες. Αυτό είναι απλουστευτικό, δεν είναι αλήθεια, και τίποτα δε διαπαιδαγωγεί περισσότερο έναν έντιμο άνθρωπο από το να βιώσει τηνεπανάσταση.Κανένας από εμάς, απ’ όσους φτάσαμε πρώτοι με το Granma, εγκατασταθήκαμε στη Σιέρα Μαέστρα και μάθαμε να σεβόμαστε τον αγρότη και τον εργάτη, ζώντας μαζί τους, κανένας από εμάς δεν ήτανεργάτης ή αγρότης στο παρελθόν. Φυσικά, υπήρχαν εκείνοι που είχε χρειαστεί να δουλέψουν, πουείχαν γνωρίσει ορισμένες ανάγκες σαν παιδιά.

 

Την πείνα όμως, την αληθινή πείνα, κανείς μας δεν τηνείχε γνωρίσει και αρχίσαμε να μαθαίνουμε τι θα πει πείνα, προσωρινά, τα δύο χρόνια πάνω στη Σιέρρα Μαέστρα. Και τότε πολλά πράγματα έγιναν ξεκάθαρα… Μάθαμε ότι η ζωή ενός ανθρώπου αξίζει εκατομμύρια φορές περισσότερο απ’ όλη την περιουσία του πλουσιότερου ανθρώπου στη γη. Τομάθαμε εκεί εμείς, που δεν ήμαστε παιδιά της εργατικής τάξης ή της αγροτιάς. Γιατί λοιπόν ναδιαλαλήσουμε τώρα ότι είμαστε οι προνομιούχοι και ότι ο υπόλοιπος λαός της Κούβας δεν μπορεί κιαυτός να μάθει; Ναι, μπορούν, να μάθουν. Σήμερα μάλιστα η επανάσταση απαιτεί να μάθουν, απαιτεί να καταλάβουν καλά ότι η περηφάνια που πηγάζει από την εξυπηρέτηση του συνανθρώπου μας είναιπολύ σημαντικότερη από ένα καλό εισόδημα· ότι η ευγνωμοσύνη των ανθρώπων είναι μονιμότερη, διαρκεί πολύ περισσότερο απ’ όσο χρυσάφι μπορεί να συσσωρεύσει κάποιος. Κάθε γιατρός, στη σφαίρα της δραστηριότητας του, μπορεί και πρέπει να συγκεντρώσει αυτό τον πολύτιμο θησαυρό, την ευγνωμοσύνη των ανθρώπων. Πρέπει τότε να αρχίσουμε να διαγράφουμε τις παλιές αντιλήψεις μας και να ερχόμαστε όλο και πιοκοντά στο λαό με κριτικό πνεύμα. Όχι με τον τρόπο που τον πλησιάζαμε πριν, γιατί όλοι θα πείτε: «Όχι, εγώ είμαι φίλος του λαού. Μου αρέσει να μιλάω με εργάτες και αγρότες και τις Κυριακές πηγαίνω στο τάδε μέρος για να δω τοτάδε πράγμα». Όλοι το έκαναν αυτό. Αλλά το έκαναν υπό τύπον ελεημοσύνης και αυτό που πρέπει να προωθήσουμε σήμερα είναι η αλληλεγγύη. Δεν πρέπει να πλησιάζουμε το λαό για να λέμε: «Να’ μαστε. Ερχόμαστε να σας ελεήσουμε με την παρουσία μας, να σας διδάξουμε την επιστήμη μας, να καταδείξουμε τα λάθη σας, την έλλειψη λεπτότητας και στοιχειώδους γνώσης που σας διακρίνει».

 

Πρέπει να τον πλησιάζουμε με ερευνητικό ζήλο και ταπεινό πνεύμα, για να μαθαίνουμε από αυτή τη μεγάλη πηγή σοφίας που είναι ο λαός. Συχνά συνειδητοποιούμε πόσο λανθασμένες ήταν κάποιες αντιλήψεις μας, οι οποίες είχαν γίνει κομμάτι του εαυτού μας και, αυτόματα, της συνείδησης μας. Κάθε τόσο έπρεπε να αλλάζουμε όλεςτις αντιλήψεις μας, όχι μόνο τις γενικές, κοινωνικές ή φιλοσοφικές αντιλήψεις, αλλά πότε πότε και τιςαντιλήψεις μας για την ιατρική. Θα δούμε ότι οι ασθένειες δε θεραπεύονται πάντα όπως θεραπεύεται μια αρρώστια στο νοσοκομείο μιας μεγάλης πόλης. Θα δούμε ότι ο γιατρός πρέπει να είναι και αγρότης, ότι πρέπει να μάθει να καλλιεργεί νέα τρόφιμα και, με το παράδειγμα του, να καλλιεργεί τηνεπιθυμία για κατανάλωση νέων τροφίμων, για διαφοροποίηση της διατροφικής δομής στην Κούβα -τόσο μικρής και τόσο φτωχής σε μια αγροτική χώρα που είναι εν δυνάμει η πλουσιότερη στη γη. Θα δούμε τότε ότι κάτω από αυτές τις περιστάσεις θα πρέπει να είμαστε και παιδαγωγοί, ότι θα πρέπει επίσης να είμαστε και πολιτικοί – ότι το πρώτο που θα πρέπει να κάνουμε δεν είναι να προσφέρουμε τη σοφία μας, αλλά να δείξουμε άτι είμαστε έτοιμοι να μάθουμε με το λαό, να φέρουμε σε πέρας αυτή τη σπουδαία και όμορφη κοινή εμπειρία – να χτίσουμε μια νέα Κούβα.

 

Έχουμε ήδη κάνει πολλά βήματα και η απόσταση από την 1η Ιανουαρίου 1959 μέχρι σήμερα δεν μπορεί να μετρηθεί με συμβατικό τρόπο. Πριν από καιρό οι άνθρωποι καταλάβαιναν ότι εδώ είχε καταρρεύσει όχι μόνο ένας δικτάτορας, αλλά κι ένα σύστημα. Τώρα ο λαός πρέπει να μάθει ότι πάνω στα ερείπια ενός γκρεμισμένου συστήματος πρέπει να οικοδομήσουμε ένα νέο, το οποίο θα οδηγεί στην απόλυτη ευτυχία του λαού….Πειστήκαμε οριστικά ότι υπάρχει ένας κοινός εχθρός. Ξέρουμε ότι όλοι κοιτάζουν πίσω τους για να δουν μήπως τους ακούει κανείς, μήπως κρυφακούει κανείς από κάποια πρεσβεία και μεταδώσει όσα ακούει, πριν πουν ξεκάθαρα τη γνώμη τους κατά των μονοπωλίων, πριν πουν ξεκάθαρα: «Εχθρός μας και εχθρός ολόκληρης της Λατινικής Αμερικής είναι η κυβέρνηση των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής, που στηρίζει τα μονοπώλια». Αν όλοι ξέρουν ήδη ότι αυτός είναι ο εχθρός και αν έχουμε ως αφετηρία μας τη γνώση ότι όποιος παλεύει εναντίον αυτού του εχθρού έχει κάτι κοινό με εμάς, τότε προχωρούμε παρακάτω. Ποιοι είναι οι στόχοι μας εδώ στην Κούβα; Τι θέλουμε; Θέλουμε την ευτυχία του λαού ή όχι; Παλεύουμε για την απόλυτη οικονομική απελευθέρωση της Κούβας ή όχι; Δεν παλεύουμε για να είμαστε μια ελεύθερη χώρα ανάμεσα σε ελεύθερες χώρες, χωρίς να ανήκουμε σε κανένα στρατιωτικό συνασπισμό, χωρίς να πρέπει να συμβουλευόμαστε την πρεσβεία οποιασδήποτε μεγάλης δύναμης για κάθε απόφαση που παίρνουμε για εσωτερικά και διεθνή θέματα; Δε σκεφτόμαστε να ανακατανείμουμε τον πλούτο εκείνων πουέχουν πάρα πολλά για να δώσουμε σ’ εκείνους που δεν έχουν τίποτα; Δε σκεφτόμαστε εδώ να προσφέρουμε δημιουργικό έργο, μια δυναμική καθημερινή πηγή ευτυχίας; Αν ναι, τότε έχουμε ήδη τους στόχους στους οποίους αναφερθήκαμε… Σε καιρούς μεγάλου κίνδυνου, σε καιρούς μεγάλης έντασης και μεγάλης δημιουργίας, αυτό που έχει σημασία είναι ο μεγάλος εχθρός και οι μεγάλοι στόχοι. Αν συμφωνούμε, αν όλοι μας ξέρουμε ήδη πού πηγαίνουμε, τότε, ό,τι κι αν συμβεί, πρέπει να αρχίσουμε τη δουλειά μας. Σας έλεγα ότι για να είναι κανείς επαναστάτης πρέπει να υπάρχει επανάσταση. Την έχουμε ήδη. Κι ένας επαναστάτης πρέπει επίσης να γνωρίζει τους ανθρώπους με τους οποίους πρόκειται να δουλέψει .Πιστεύω ότι δε γνωρίζουμε ακόμα καλά ο ένας τον άλλο. Πιστεύω ότι έχουμε ακόμα πολύ δρόμο μπροστά μας… [Ωστόσο] αν γνωρίζουμε τους στόχους, αν γνωρίζουμε τον εχθρό και αν γνωρίζουμε προς ποια κατεύθυνση πρέπει να κινηθούμε, τότε το μόνο που μας απομένει είναι να μάθουμε πόση απόσταση πρέπει να διανύουμε κάθε μέρα και να το κάνουμε. Κανένας δεν μπορεί να πει πόση είναι αυτή η απόσταση· η απόσταση αυτή είναι η προσωπική πορεία κάθε ανθρώπου – είναι αυτό που θακάνει κάθε μέρα, αυτό που θα κερδίζει από την προσωπική του εμπειρία και αυτό που θα δίνει απότον εαυτό του ασκώντας το επάγγελμα του, αφοσιωμένος στην ευημερία του λαού. Αν διαθέτουμε ήδη όλα τα στοιχεία για να βαδίσουμε προς το μέλλον, ας θυμηθούμε τη φράση του Χοσέ Μαρτί, την οποία πρέπει να εφαρμόζουμε διαρκώς: «Ο καλύτερος τρόπος να πεις κάτι είναι νατο κάνεις».


Ας βαδίσουμε λοιπόν προς το μέλλον της Κούβας.


Πηγή: Ημερολόγια Μοτοσικλέτας, Latinoamericana, Εκδόσεις Α.Α. Λιβάνη, 2004. Το πλήρες κείμενο αυτής της ομιλίας περιλαμβάνεται στη νέα έκδοση του Che Guevara Reader, που εκδόθηκε από την Ocean Press το 2003.

Γράμμα στα παιδιά μου


Γράμμα στα παιδιά μου

 

Γράμμα στα παιδιά, 1965.


Αγαπητοί Χιλντίτα, Αλεδίτα, Καμίλο, Σέλια και Ερνέστο:

 
Εάν διαβάζετε αυτό το γράμμα είναι επειδή δεν είμαι πλέον μαζί σας.



Κανονικά δεν θα με θυμάστε και οι μικρότεροι (από σας) δεν θα με γνωρίζετε καθόλου. Ο πατέρας σας ήταν ένας άνθρωπος που έδρασε με βάση τα πιστεύω του και ήταν σίγουρα πιστός στις αντιλήψεις του.


Μεγαλώστε ως καλοί επαναστάτες. Μελετήστε σκληρά ώστε να εντρυφύσετε στην τεχνολογία, η οποία μας επιτρέπει να δαμάσουμε τη φύση. Να θυμάστε ότι η επανάσταση είναι το σημαντικό – και ο καθένας από εμάς μόνος δεν αξίζει τίποτα.

 
Πάνω απ’ όλα, να είστε πάντα σε θέση να νιώσετε βαθιά οποιαδήποτε αδικία συμβαίνει εναντίον οποιουδήποτε, οπουδήποτε στον κόσμο. Αυτό είναι το πιο σπουδαίο γνώρισμα σε έναν επαναστάτη.

 
Γιά πάντα παιδιά μου. Ακόμη ελπίζω να σας ξαναδώ. Ένα μεγάλο φιλί και μιά μεγάλη αγκαλιά από το μπαμπά.

Γράμμα σε 10χρονο μαθητή


             Γράμμα σε 10χρονο μαθητή

 

Το παρακάτω γράμμα εστάλη από τον Τσε σε ένα 10χρονο παιδί στο χωριό Αγκουακάτε, επαρχία Αβάνας. Ο μικρός μαθητής είχε στείλει στον Τσε ένα νόμισμα των 50 σεντάβος ως συμβολή στο Ταμείο γιά την αναστήλωση της Κουβανικής οικονομίας. Την πρώτη φορά το ταχυδρομείο είχε επιστρέψει στο μαθητή το φάκελο με το νόμισμα κι’ ετσι ο μικρός έγραψε και πάλι στον Τσε, αυτή τη φορά με μιά επιταγή της ίδιας αξίας. Θυμίζεται ότι την συγκεκριμένη περίοδο ο Τσε ήταν Πρόεδρος της Εθνικής Τράπεζας.



Αβάνα, 19 Μαίου 1960


Αγαπητέ φίλε,


πολλές ευχαριστίες γιά το ευγενικό σου γράμμα στις 30 Μαρτίου, το οποίο μου έστειλες μέσω της σχολικής Ημέρας Αλληλογραφίας, και πολλά ευχαριστώ γιά την προσφορά σου των 50 σεντάβος που επιθυμείς να καταθέσεις στο ταμείο γιά την αναστήλωση της οικονομίας μας. Σου αποστέλλω απόδειξη με αριθμό 9186 ως απόδειξη της πατριωτικής σου πράξης.


Είμαι βαθιά συγκινημένος από την επιθυμία σου να συνεχίσεις της σπουδές σου και σε συμβουλεύω να συνεχίσεις να είσαι ένα άτομο χρήσιμο γιά τη χώρα σου και γιά σένα. Αυτή είναι η καλύτερη βοήθεια που μπορούν τα παιδιά να δώσουν στην επαναστατική κυβέρνηση.


Λυπάμαι που το ταχυδρομείο σου επέστρεψε το γράμμα με το νόμισμα και πίστεψες ότι δεν επιθυμώ να σου απαντήσω. Σε διαβεβαιώνω ότι το γράμμα σου μου έδωσε μεγάλη χαρά.


Παρακαλώ δέξου τους χαιρετισμούς μου.

 
Με Σεβασμό,


Στρατηγός Ερνέστο Τσε Γκεβάρα

«Τι μάθαμε και τι διδάξαμε»: Οι πρώτες σκέψεις για την Κουβανική Επανάσταση


«Τι μάθαμε και τι διδάξαμε»: Οι πρώτες σκέψεις για την Κουβανική Επανάσταση

 

Το Δεκέμβρη του 1958, κατά τις τελευταίες εβδομάδες πριν την θριαμβευτική νίκη της Επανάστασης, ο Τσε έγραψε ένα άρθρο με τίτλο «Τι μάθαμε και τι διδάξαμε» το οποίο δημοσιεύθηκε τον Ιανουάριο του 1959 στην εφημερίδα Patria που ήταν το επίσημο όργανο του Επαναστατικού Στρατού στην επαρχία Λας Βίγιας. Ακολουθούν τα κυριότερα σημεία του κειμένου.

 

“O δρόμος ήταν γεμάτος δυσκολίες και αντιφάσεις. Στο διάβα κάθε επαναστατικής διαδικασίας που ηγείται με ειλικρίνεια – και δεν παρακωλυέται από αυτούς που βρίσκονται σε θέσεις ευθύνης – υπάρχει μια σειρά αμοιβαίων αλληλεπιδράσεων μεταξύ των ηγετών και των επαναστατικών μαζών …

 

… Πράγματι, η επαφή μας με τις μάζες των χωρικών μας δίδαξε τη μεγάλη αδικία που το παρόν σύστημα της αγροτικής ιδιοκτησίας συνεπάγεται. Οι χωρικοί μας έπεισαν για την ανάγκη μιας δίκαιης, εκ βάθρων αλλαγής αυτού του συστήματος ιδιοκτησίας. Με την καθημερινή δουλειά τους μας διαφώτησαν για τη δυνατότητα αυτοθυσίας του κουβανού χωρικού (αγρότη) καθώς και για την άνευ ορίων ευγένεια και αφοσίωση του.

 

Όμως επίσης διδάξαμε. Διδάξαμε την έλλειψη φόβου για τον εχθρό και την καταδυνάστευση. Διδάξαμε ότι τα όπλα στα χέρια του λαού αποτελούν ανώτερη δύναμη από μισθοφορικούς στρατούς. Διδάξαμε, εν συντομία, το διάσημο ρητό που πάντα πρέπει να επαναλαμβάνεται: Η Ισχύς εν τη ενώσει…

 

Σε αυτήν τη δεύτερη επέτειο (από το ξεκίνημα του ένοπλου αγώνα ενάντια στο καθεστώς του Μπατίστα) αλλάζουμε τον όρκο που είχαμε δώσει: Δεν θα είμαστε πλέον “ελεύθεροι ή μάρτυρες”. Θα ΕΙΜΑΣΤΕ ελεύθεροι – ελεύθεροι με τη δράση όλου του λαού της Κούβας, ο οποίος σπάζει τη μια αλυσίδα μετά την άλλη με το αίμα και την αυτοθυσία των καλύτερων τέκνων του. “

 

Πηγή: http://www.companeroche.com , Μετάφραση: Guevaristas.

Γράμμα στους γονείς (31 Δεκεμβρίου 1958)


Γράμμα στους γονείς (31 Δεκεμβρίου 1958)

 

 

Στις 31 Δεκεμβρίου 1958, λίγες ώρες πριν την πτώση της δικτατορίας του Μπατίστα, στο σπίτι της οικογένειας Γκεβάρα-Σέρνα, στο Μπουένος Άιρες, εορτάζεται ο ερχομός του νέου έτους. Στις 11 το βράδυ χτυπά η πόρτα. Απ’ έξω θα βρεθεί ένα γράμμα χωρίς κανείς ποτέ να μάθει ποιός ήταν ο μεταφορέας. Το γράμμα είχε σταλεί από την Κούβα.

“Αγαπητοί γονείς.

Είμαι εξαιρετικά υγιής. Συνεχίζω να εργάζομαι. Τα νέα είναι δυσεύρετα και έτσι θα είναι από ‘δω και πέρα. Αλλά ας ελπίσουμε ότι ο Θεός ήταν Αργεντίνος. Τους πιό θερμούς εναγκαλισμούς μου σε όλους σας.

Τέτε.”

Δέκα λεπτά αφότου παρελήφθη το γράμμα, στην πόρτα του σπιτιού φτάνει ένας φάκελος που περιέχει μέσα μιά κάρτα με ζωγραφισμένο ένα κόκκινο τριαντάφυλλο και τις εξής λέξεις:

“Καλά Χριστούγεννα και ευτυχισμένος ο καινούργιος χρόνος” Ο Τέτε αισθάνεται υπέροχα”.

Άρθρο-διακήρυξη στην εφημερίδα El Cubano Libre


Άρθρο-διακήρυξη στην εφημερίδα El Cubano Libre

 

 

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει το παρακάτω άρθρο – στην ουσία διακύρηξη – του Τσε που δημοσιεύθηκε το 1958 στο πρώτο τεύχος της επαναστατικής εφημερίδας El Cubano Libre (Ο Ελεύθερος Κουβανός). Στο κείμενο του ο Τσε συνδέει το αντάρτικο στην Κούβα με απελευθερωτικούς, αντι-ιμπεριαλιστικούς αγώνες σε άλλα μέρη του κόσμου.

 

“Νεα για γεγονότα σε μακρυνές χώρες φτάνουν στις κορυφές της δικιάς μας Σιέρρα Μαέστρα μέσω των εφημερίδων και ραδιοφώνων που μεταφέρουν με ειλικρίνεια τι συμβαίνει εκεί μιάς και δε μπορούν να πουν γιά τα εγκλήματα που καθημερινά συμβαίνουν εδώ.

 

Έτσι διαβάζουμε και ακούμε γιά φασαρίες και δολοφονίες που λαμβάνουν χώρα στην Κύπρο, την Αλγερία, στο Ιφνί (σ.σ. Μαρόκο) και τη Μαλαισία. Όλα αυτά έχουν κοινά χαρακτηριστικά:

 

α. Οι αρχές “έχουν προκαλέσει μεγάλες απώλειες στους εξεγερμένους”.

 

β. Δεν υπάρχουν φυλακισμένοι.

 

γ. Η κυβέρνηση δε σχεδιάζει να αλλάξει τις πολιτικές της.

 

δ. όλοι οι επαναστάτες, ασχέτως της χώρας η της περιοχής στην οποία δραστηριοποιούνται, λαμβάνουν μυστική “βοήθεια” απ’ τους κομμουνιστές.

 

Πόσο όλος ο κόσμος θυμίζει την Κούβα! Παντού λαμβάνουν χώρα τα ίδια γεγονότα. Μια ομάδα πατριωτών, οπλισμένων η μη, σε εξέγερση η μη, σκοτώνονται και η δύναμη της τιμωρίας είναι και πάλι “νικητές μετά από παρατεταμένους πυροβολισμούς”. Όλοι οι μάρτυρες σκοτώθηκαν και επομένως δεν υπάρχουν φυλακισμένοι.

 

Οι κυβερνητικές δυνάμεις ποτέ δεν έχουν απώλειες, κάτι που συνάδει με την αλήθεια, μιάς και δεν ειναι πολύ επικίνδυνο να σκοτώνεις άοπλους ανθρώπους. Αλλά συχνά η απουσία απωλειών είναι απλά παραμύθια. Εμείς προσφέρουμε τη Σιέρρα Μαέστρα ως αδιάψευστη απόδειξη των απωλειών τους. Τελικώς, κάτι γιά τον παλαιά, ισχνή κατηγορία περί “κομμουνισμού”.

 

Κομμουνιστές, φαίνεται, είναι όλοι όσοι παίρνουν τα όπλα, διότι εχουν απηυδησει με τη φτώχεια και δεν εχει σημασία γιά ποιά χώρα μιλάμε. Αυτοί που σκοτώνουν κοινούς ανθρώπους , άνδρες, γυναίκες και παιδιά, αυτοαποκαλούνται δημοκράτες. Πόσο όλος ο κόσμος θυμίζει την Κούβα!

 

Αλλά στην Κούβα και οπουδήποτε αλλού ο λαός θα έχει τον τελευταίο λόγο ενάντια στην αδικία και το κακό, και ο λαός θα νικήσει.

Ένας χρόνος μάχης – El Cubano Libre 1958


Ένας χρόνος μάχης – El Cubano Libre 1958

 

 

Άρθρο του Τσε Γκεβάρα που δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα “El Cubano Libre” (Ο Ελεύθερος Κουβανός), τεύχος 3, Ιανουάριος 1958.

 

Ο πρώτος χρόνος του αγώνα μας στην Σιέρα Μαέστρα έχει πλέον ολοκληρωθεί. Ο δρόμος ήταν μακρύς και δύσκολος. Την τρίτη ημέρα μετά την άφιξη μας στην Κούβα στις 2 Δεκεμβρίου 1956, το στράτευμα μας των 82 ανταρτών ήταν διάσπαρτο και σχεδόν εξαφανισμένο σε ένα μέρος που είναι γνωστό ως “Alegria” (χαρά). [1]

 

Πικρές ημέρες διασκορπισμού (των αντάρτικων δυνάμεων) ακολούθησαν. Οι ηττημένοι αντάρτες – πεινασμένοι, διψασμένοι, αποθαρρυμένοι, σε μικρές ομάδες – περιπλανιόταν άσκοπα στο δάσος. Κάποιοι έχασαν την πίστη τους και παράτησαν τα όπλα τους. Στη συνέχεια ήρθε ο θάνατος στα χέρια των δολοφόνων του στρατού, όσο ο Λορέν και άλλα τσακάλια ικανοποιούσαν τη δίψα τους για αίμα, και σπουδαίοι σύντροφοι έπεσαν θύματα. Οι Αντόνιο Λόπες, Χουάν Μιγκέλ Μάρκες, Χοσέ Σμιθ και Κανδίδο Γκονζάλες ήταν μεταξύ των δολοφονηθέντων.

 

Οι μέρες πέρασαν και τελικά οι διάσπαρτοι μαχητές ξανάσμιξαν: δεκαπέντε καλά οπλισμένοι άνδρες με ακόμη λιγότερα πυρομαχικά. Αυτό που τους κράταγε όρθιους ήταν ένα κοινό ιδεώδες: η Κούβα. Και κινητήριος δύναμη τους η πίστη που μπορούσε να κινήσει βουνά: αυτή του Φιντέλ. Λίγες φορές μπορεί να ειπωθεί με ειλικρίνεια ότι ένας άνθρωπος ήταν ο δημιουργός μιας επανάστασης. Ο Μαρτί [2] διακήρυξε ότι όσοι προπορεύονται στην ηγεσία έχουν την υποχρέωση να βλέπουν μακρύτερα. Ο Φιντέλ ηγήθηκε στην κεφαλή μιας μικρής μονάδας ανταρτών, και είδε αυτό που κανείς δεν τόλμησε να δει – κατά τη διάρκεια αυτών των ημερών από την ήττα είδε τη νίκη, και υπέροχη πίστη του στη δύναμη των ανθρώπων που ένωσε και ενέπνευσε όλους.

 

Αργότερα ήρθαν οι νίκες στο La Plata και Πάλμα Μόκα. Στη συνέχεια ένας προδότης που μας σύστησε ο Κασίγιας μας έφερε στα σαγόνια του τσακαλιού τρεις φορές. Η χειρότερη περίοδος τελικά πέρασε, και εξαλείψαμε τον εσωτερικό μας εχθρό. Αργότερα, όταν ο κόσμος μας είχε για νεκρούς, η συνέντευξη με τονΜάθιους έθεσε τέλος στο ερώτημα της εξαφάνισης μας [3]. Έτσι μπορούμε να πούμε ότι η συνεσταλμένη φάση της επανάστασης έφτασε εις πέρας.

 

Μέχρι τότε βλέπαμε σε κάθε αγρότη έναν πιθανό πληροφοριοδότη. Βλέπαμε σε κάθε αγροτική καλύβα μια πιθανή απειλή για την ασφάλειά μας. Φάγαμε βραστά ή Malanga Yucca, συχνά χωρίς αλάτι ή λαρδί. Δεν είχαμε καταλάβει ακόμη την τεράστια δυνατότητα του αγώνα της κουβανικής αγροτιάς. Σε απάντηση στις απειλές, την κακομεταχείριση, στο κάψιμο των σπιτιών τους, και τις δολοφονίες, απάντησαν με την υποστήριξη του σε μας, με μεγαλύτερο ενθουσιασμό, δίνοντας μας τα παιδιά τους ως πολεμιστές και οδηγούς, και μας επέτρεψαν να χρησιμοποιήσουμε τα σπίτια τους, όλα ως συμβολή στον σκοπό (της επανάστασης).

 

Κατόπιν ήρθε η μάχη της Uvero, όπου πετύχαμε μια μεγάλη, αν και επώδυνη, νίκη που μας κόστισε επτά ζωές συντρόφων μας. Η επακόλουθη αναγκαστική εκκένωση των αγροτικών περιοχών από την κυβέρνηση ήταν η αφορμή για χιλιάδες εγκλήματα, ληστείες, και καταχρήσεις εναντίον τους. Και πάλι οι αγρότες ανταποκρίθηκαν με ανανεωμένη στήριξη προς το Κίνημα της 26ης Ιουλίου και τους στόχους του.

 

Η δίκαιη συμπεριφορά μας απέναντι στην αγροτιά – σεβόμενοι την περιουσία τους, πληρώνοντας για ό,τι καταναλώναμε, φροντίζοντας τους αρρώστους, βοηθώντας εκείνους που έχουν μεγαλύτερη ανάγκη – ήταν στο αντίθετο άκρο της κτηνώδους πολιτικής της κυβέρνησης. Σε αυτό το σημείο ο συσχετισμός δυνάμεων στη Σιέρα Μαέστρα άρχισε να μετατοπίζεται σε μεγάλο βαθμό υπέρ μας. Διαμορφώθηκαν τέσσερις πολύ καλές ταξιαρχίες, οι Εστράδα Πάλμα και Bueycito δέχτηκαν επίθεση και ο εχθρός αναγκάστηκε να παραμείνει σε αμυντική στάση και ο στρατός τους αποδεκατίστηκε όταν προσπάθησε να διασχίσει τα βουνά.

 

Τώρα το Κίνημα πρότεινε να εμποδιστεί η συγκομιδή ζάχαρης όσο ο Μπατίστα είναι στην εξουσία. Σκοπεύουμε να τον ανατρέψουμε: μέσω της οικονομικής πίεσης που προκαλείται από την απώλεια της συγκομιδής ζάχαρης, κύρια πηγή του εισοδήματος της κυβέρνησης του. Με την επαναστατική γενική απεργία η οποία θα γίνει την κατάλληλη στιγμή και μέσω της πίεσης των ταξιαρχιών μας, που θα αποκρούσουν κάθε προσπάθεια του εχθρού να εισέλθει στα βουνά, ενώ ετοιμαζόμαστε να μεταφέρουμε το κέντρο της μάχης κάτω στον κάμπο, μια για πάντα. Τώρα που ο θρίαμβος μας είναι ξεκάθαρος, οι παλαιοί πολιτικοί, ζώντας άνετα στην εξορία, προσπάθησαν να κάνει μια συμφωνία στην οποία περιελάμβαναν το όνομά μας. [4] Όχι μόνο δεν μας συμβουλεύτηκαν, αλλά μας μποϊκοτάρησαν σε μια σαφή προσπάθεια να επιστρέψουν στον (πολιτικό) βάλτο που υπήρχε πριν από το Μάρτιο του 1952.

 

Αλλά το αίμα των ανθρώπων δεν έχει χυθεί μάταια. Κάθε ένας και κάθε μία των νεκρών μας, σε αυτά τα πέντε χρόνια της δικτατορίας αποτελεί επίσημη δέσμευση μας να προωιήσουμε την επανάσταση μαςαπό την απλή αποπομπή του Μπατίστα – όσο είναι αναγκαίο ώστε να διασφαλιστεί ότι δεν θα υπάρξει πισωγύρισμα στο παλιό status quo. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο αγωνιζόμαστε. Και τα τελευταία εγκλήματα που σύρουν τον στρατό στο χαμηλότερο σκαλί της βαρβαρότητας, ούτε η προδοσία των ψευδοαντιπολιτευτευόμενων πολιτικών ομάδων, θα μας κάνει να αλλάξουμε τη στάση μας.

 

Σημειώσεις:

 

[1] Στις 2 Δεκεμβρίου 1956, 82 αντάρτες έφτασαν στην ακτή Λας Κολοράδας στην επαρχία Οριέντε, αποβιβαζόμενοι απ’ το “Γκράνμα”. Τρείς ημέρες αργότερα οι αντάρτες μαχητές του Φιντέλ δέχθηκαν αιφνιδιαστική επίθεση απ’ το στρατό του Μπατίστα στο Αλέγκρια δελ Πίο και διασκορπίστηκαν. Οι μισοί εξ αυτών δολοφονήθηκαν ή πιάστηκαν αιχμάλωτοι.

 

[2] Ο εθνικός ήρωας της Κούβας, ο Χοσέ Μαρτί (1853-1895) ήταν αξιοσημείωτος ποιητής, συγγραφέας και δημοσιογράφος. Ίδρυσε το 1892 το Κουβανικό Επαναστατικό Κόμμα (Cuban Revolutionary Party) προκειμένου να πολεμήσει την ισπανική αποικιοκρατία και να αντιπαλέψει τα αμερικανικά σχέδια στην Κούβα.

 

[3] Ο δημοσιογράφος-ανταποκριτής των New York Times, Χέρμπερτ Μάθιους (1900-1977) ήταν ο πρώτος δημοσιογράφος που πήρε συνέντευξη και φωτογραφήθηκε με τον Φιντέλ Κάστρο στα βουνά της Σιέρρα Μαέστρα, στις 17 Φεβρουαρίου 1957.

 

[4] Ο Τσε αναφέρεται στη λεγόμενη “Συμφωνία του Μαϊάμι”. Ανακοινώθηκε την 1 Νοεμβρίου 1957, από πολιτικές δυνάμεις μεταξύ των οποίων οι ηγέτες του “Αυθεντικού κόμματος”, του “Ορθόδοξου Κόμματος”, του “Επαναστατικού Διευθυντηρίου” και άλλων που λανθασμένα ισχυρίστηκαν ότι το έγγραφο είχε υπογραφεί από απεσταλμένους του Κινήματος της 26ης Ιουλίου. Ο ίδιος ο Φιντέλ με γράμμα του αποκύρηξε την συγκεκριμένη πλαστογραφία και συνωμοσία.

 

Πηγή: The Militant, Ιανουάριος 1996 & Pathfinder Press. Μετάφραση: Ν. Μόττας.