Παρασκευή 28 Δεκεμβρίου 2012

ΤΣΕ ΓΚΕΒΑΡΑ: O ΑΝΤΑΡΤΟΠΟΛΕΜΟΣ ΚΑΙ ΤΟ ΑΝΑΠΟΦΕΥΚΤΟ ΤΟΥ ΕΝΟΠΛΟΥ ΑΓΩΝΑ


ΤΣΕ ΓΚΕΒΑΡΑ: O ΑΝΤΑΡΤΟΠΟΛΕΜΟΣ ΚΑΙ ΤΟ ΑΝΑΠΟΦΕΥΚΤΟ ΤΟΥ ΕΝΟΠΛΟΥ ΑΓΩΝΑ

ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ ΥΛΗΣ: ΒΗΧΟΣ ΠΑΝΑΓΙΩΤHΣ

1. Το αναπόφευκτο του ένοπλου αγώνα

"Αυτός που προκαλεί σε μια χώρα έναν αναπόφευκτο πόλεμο, είναι εγκληματίας, αλλά εξίσου εγκληματίας είναι και εκείνος που δεν προκαλεί ένα πόλεμο αναπόφευκτο". Αυτό το απόφθεγμα του Μαρτί, που το αναφέρει ο Τσέ, στο δοκίμιό του, Ανταρτοπόλεμος, μία μέθοδος, εκφράζει με δύναμη τη βαθειά και ακλόνητη πεποίθησή του ότι ο δρόμος των όπλων είναι ο μόνος που θα μπορέσει να οδηγήσει στη χειραφέτηση των καταπιεσμένων λαών της Λατινικής Αμερικής (και ολόκληρου του κόσμου).

Γιατί; Δεν πρόκειται καθόλου με τον Γκουεβάρα για μιά ρωμαντική λατρεία των όπλων, ή για μια νοσταλγία της εποχής της Σιέρρα Μαέστρα. Η αρχή του αναπόφευκτου κατ΄ αυτόν του ένοπλου αγώνα απορρέει ακριβώς, από την κοινωνιολογία του της επανάστασης: Με το να είναι η επανάσταση σοσιαλιστική, δεν μπορεί να θριαμβεύσει παρά μόνο με τον επαναστατικό πόλεμο: "Στην Αμερική, ο δρόμος προς την απελευθέρωση των λαών, που θα είναι ο δρόμος του σοσιαλισμού, θα γίνει με τα όπλα σ΄ όλες σχεδόν τις χώρες". (σσ. Συνέντευξη εν συνεχεία, C.B.S., 13-12-1964 στο Γκαμπίνι, Ο Τσέ Γκουεβάρα, σελ. 426). Πράγματι αν η επανάσταση στη Λατινική Αμερική δεν ήταν παρά "εθνικο-δημοκρατική", θα μπορούσε να κάνει τους λογαριασμούς της με την υποστήριξη των αστικών στρωμάτων, με τομείς του κρατικού μηχανισμού, μιας μερίδας του στρατού, θα μπορούσε λοιπόν να πραγματοποιηθεί με εκλογές ή με στρατιωτικό πραξικόπημα. Θα ήτανε λοιπόν απόλυτα λογικό και κατανοητό από την πλευρά των παραδοσιακών κομμάτων της αριστεράς που δεν απέβλεπαν παρά σε μια αστικο-δημοκρατική επανάσταση, να αντιμετωπίζουν τις εκλογικές συμμαχίες ή τις στρατιωτικές συνωμοσίες σαν τη στρατηγική την πλέον ρεαλιστική, στις προοπτικές τους το ξέσπασμα από την επαναστατική πρωτοπορεία της ένοπλης πάλης, δεν μπορεί πραγματικά να εμφανίζεται παρά σαν απερίσκεπτος "τυχοδιωκτισμός".

Εξ αντιθέτου, ο καθορισμός του σοσιαλιστικού χαρακτήρα της επανάστασης, επιβάλλει εντελώς άλλη προβληματική, λενινιστική προβληματική της καταστροφής του στρατιωτικο-γραφειοκρατικού οργάνου του αστικού κράτους, το ζήτημα "πώς να συντριβεί το όργανο καταπίεσης του ολιγαρχικού κράτους" κατευθύνει όλη την πολιτικο-στρατιωτική αρχή του Τσέ: με το να αποβλέπει σε σοσιαλιστική επανάσταση ξέρει πολύ σωστά ότι η ήττα και η πλήρης διάλυση του στρατού, η "εξάρθρωσή" του, "ο διαμελισμός" του, η "εκμηδένισή" του και η "καταστροφή του ηθικού" του είναι όρος αναγκαίος και απαραίτητος γι΄ αυτή την επανάσταση. (σσ Πολιτικά Κείμενα: Τόμος Α΄, σελ. 99-100-125, Επίσης Στρατιωτικά Κείμενα: σελ. 159, Εκδ. Καρανάση, Αθήνα 1972).

Ο ειρωνικός σκεπτικισμός του Τσέ προς τους "ειρηνικούς δρόμους" δεν απορρέει από κανένα δόγμα, αλλά από μια αντικειμενική και ρεαλιστική διαπίστωση: ακόμα και αν ένα γνήσιο λαϊκό κίνημα (δηλαδή σοσιαλιστικό) μπορούσε να κερδίσει την εξουσία με διαδικασία εκλογική, δυνατότητα πολύ προβληματική δοθέντος του κίβδηλου χαρακτήρα αυτής της διαδικασίας - θα ανατρεπόταν γρήγορα με στρατιωτικό πραξικόπημα το πολύ πιθανό αιματηρό, εφόσον ο στρατός από ανέκαθεν είναι ο έσχατος και αποφασιστικός εγγυητής του καπιταλιστικού καθεστώτος. Ο Τσέ φτάνει έτσι με μια ανάλυση της πρόσφατης ιστορίας της Λατινικής Αμερικής στο ίδιο συμπέρασμα του Μάρξ και Λένιν ύστερα από την εμπειρία της Κομμούνας του Παρισιού και της Ρούσσικης Επανάστασης: η επανάσταση των εργαζομένων οφείλει να συντρίψει την πολιτικο-στρατιωτική μηχανή της αστικής τάξης. Την αρχή αυτή, ο Τσέ δεν την διδάχτηκε μόνο με την ανάγνωση των κλασσικών του μαρξισμού, αλλά και από την πικρή προσωπική του πείρα στη Γουατεμάλα, που προδόθηκε το 1954 από το στρατό του, που τον παράδωσε στους μισθοφόρους της "Εταιρίας Φρούτων" και εξ αντιθέτου από τη θριαμβική πείρα του στην Κούβα, όπου νίκησε η επανάσταση και διάλυσε εξ ολοκλήρου τον αντιδραστικό στρατό του Μπατίστα. (σσ Πολιτικά Κείμενα: Τόμ. Α΄, σελ. 110 κ.ε., Εκδ. Καρανάση, Αθήνα 1970).

Το πρόβλημα του στρατού είναι πολιτικό πρόβλημα - κλειδί στη Λατινική Αμερική, ήπειρο όπου το στρατιωτικό πραξικόπημα λυμαίνεται τις χώρες σαν αρρώστια ενδημική. Ο Τσέ χαρακτήριζε χωρίς τσιριμόνιες το λατινο-αμερικάνικο στρατό σαν κάστα παρασιτική και προνομιούχα, "το ορατό κεφάλι των παντός είδους εκμεταλλευτών" και έδειχνε απαλλαγμένος από κάθε αυταπάτη ως προς τις "προοδευτικές" του αρετές, "κατά κύριο λόγο επισύρουμε την προσοχή στο στρατιωτικό πραξικόπημα". Τι μπορούν να προσφέρουν οι στρατιωτικοί σαν αληθινή δημοκρατία; Τι είδους νομιμότητα μπορεί κανείς να περιμένει από κείνους που υπήρξαν πάντα τα όργανα της κυριαρχίας των αντιδραστικών τάξεων και των ιμπεριαλιστικών μονοπωλίων, μιας κάστας που υφίσταται μόνο χάρη στα όπλα που κατέχει και που δε σκέπτεται παρά να διατηρήσει τα προνόμιά της;". (σσ Στρατιωτικά Κείμενα: "Να υποχρεωθεί η δικτατορία να πετάξει τη μάσκα", Σελ. 215, Εκδ. Καρανάση, Αθήνα 1972). Τούτο δεν σημαίνει, εννοείται, ότι για τον Τσέ οι λαϊκές δυνάμεις δεν μπορούν να ενσωματώνουν στρατιωτικούς σαν ατομικούς μαχητές, αποσπασμένους, από το κοινωνικό περιβάλλον τους.

Κατά συνέπειαν το ζήτημα του στρατού τίθεται από αυτόν ξηρά με τους ακόλουθους όρους: "Αν δεχτούμε ότι ο εχθρός θα πολεμήσει για να μείνει στην εξουσία, πρέπει να αντιμετωπισθεί η καταστροφή του στρατού της καταπίεσης". Λοιπόν, για την καταστροφή, χρειάζεται να μπορούμε να του αντιπαραθέσουμε ένα λαϊκό στρατό. (σσ Πολιτικά Κείμενα: "Η τακτική και στρατιωτική της Λατινο-Αμερικάνικης Επανάστασης", τόμ. Α΄, σελ. 122, Εκδ. Καρανάση, 1970). Ας προστεθεί ότι ύστερα από το 1965 με την αμερικανική επέμβαση στη Δομινικανή Δημοκρατία, ο παρατεταμένος λαϊκός πόλεμος του φαίνεται με απαστράπτουσα προδηλότητα, σαν ο μοναδικός δυνατός δρόμος για να συντριβεί όχι μόνο η στρατιωτική μηχανή της τοπικής ολιγαρχίας, αλλά ακόμη για να αντιμετωπισθεί η ένοπλη επέμβαση του ιμπεριαλισμού. Μ΄ αυτό το διαφωτιστικό κείμενο οφείλουμε να κατανοήσουμε το ρόλο του ανταρτοπόλεμου για τον Τσέ, σαν μεθόδου δοκιμασμένης και δυναμικής για τον σχηματισμό του λαϊκού επαναστατικού στρατού. Θα επιχειρήσουμε στα επόμενα άρθρα που ακολουθούν να συναγάγουμε μερικές από τις πολιτικές αντιρρήσεις της γκουεβαρικής θεωρίας του ανταρτοπόλεμου, θεωρίας που είναι κατά βάθος "κλαουζεβιτσανή" διότι βλέπει τον ανταρτοπόλεμο σαν συνέχιση διά των όπλων, της επαναστατικής πολιτικής.

Το αντάρτικο και ο λαός

 

Η θεωρία του Τσέ για το αντάρτικο καταδικάστηκε από τους ψευτο-ορθόδοξους σαν μπλανκιστική αίρεση, μπακουνική, τυχοδιωκτική, στηριγμένη στην αυταπάτη ότι μια μικρή ομάδα ανθρώπων ηρωικών κι αποφασισμένων μπορούσε να κάμει την επανάσταση, να καταλάβει την αρχή και να απελευθερώσει το λαό, και που θα θέλει να υποκαταστήσει τους λαϊκούς αγώνες με τα αξιοθαύμαστα κατορθώματα μιας ομάδας παληκαράδων τύπου τριών σιδερόφρακτων σωματοφυλάκων. Λοιπόν, αυτό δεν ήτανε καθόλου η γνώμη του Τσέ, που δεν δεχότανε στο "εγχειρίδιό (του) για το αντάρτικο" την ετυμολογική σημασία της ισπανικής λέξης (γκουερίλα=μικρός πόλεμος) υπογραμμίζοντας ότι ο ανταρτοπόλεμος δεν ήταν μικροσκοπικός πόλεμος, ο πόλεμος μιας ομάδας μειονότητας εναντίον του ισχυρού στρατού, αλλά αντίθετα μάλιστα ο πόλεμος ολοκλήρου του λαού εναντίον της καταπιεστικής κυριαρχίας. Στο άρθρο του Ανταρτοπόλεμος μια μέθοδος, είναι ακόμα πιό ξεκάθαρος: "Αυτοί που θέλουν να κάνουν αντάρτικο ξεχνώντας την πάλη των μαζών, ως εάν επρόκειτο για δύο αντίπαλες πάλες, είναι άξιοι επικρίσεως. Είμαστε αντίθετοι σ΄ αυτή τη θέση. Το αντάρτικο είναι πόλεμος του λαού, δηλαδή μαζική πάλη. Το να ισχυρισθεί κανείς πώς θα κάνει ανταρτοπόλεμο χωρίς την υποστήριξη του πληθυσμού, είναι σα να πηγαίνει σε αναπόφευκτη πανωλεθρία. Το αντάρτικο είναι η μαχόμενη πρωτοπορεία του λαού {...} στηριζομένη στην πάλη των μαζών των χωρικών και των εργατών της περιοχής και όλου του χώρου στον οποίο βρίσκεται. Χωρίς αυτές τις προϋποθέσεις δεν είναι παραδεκτός ανταρτοπόλεμος". Αυτό είναι το δίδαγμα όχι μόνο της κουβανέζικης επανάστασης μα όλων των λαϊκών πολέμων, και ιδιαιτέρως, του επαναστατικού στρατού του βιετναμέζικου λαού, που ήταν στα μάτια του Τσέ, το παράδειγμα το πιό ολοκληρωμένο "οργανικού" δεσμού μεταξύ της ένοπλης πρωτοπορείας και του λαού, και όπου "ο ανταρτοπόλεμος" δεν είναι παρά η έκφραση της πάλης των μαζών". (σσ Ο Ανταρτοπόλεμος. Σελ. 183,203,-204, Εκδ. Καρανάση. Πρόλογος στο "Guerra del Pueblo, Ejercito del Pueblo", του Γκιάπ, στο Pensamiento Critico, αριθ. 33 Οκτώβρης 1969, σελ. 250).

Είναι επίσης, εννοείται, και το δίδαγμα της κινέζικης επανάστασης: σε μια συνέντευξη του Απριλίου 1959 σε δημοσιογράφο της Λαϊκής Κίνας, ο Τσέ υπογραμμίζει ότι κατά το αντάρτικο της Κούβας είχε μελετήσει "προσεκτικά" τα στρατιωτικά κείμενα του Μάο και από κεί "πολλά έμαθε" - γεγονός που πιθανώς αναφέρεται όχι μόνο στις στρατιωτικές απόψεις των κειμένων του, αλλά επίσης και στην πολιτική τους βαρύτητα: την ανάλυση των δεσμών μεταξύ του αντάρτικου και των αγροτικών μαζών. (σσ Εκλεκτά Εργα: σελ. 368, (Αμερικάνικη έκδοση). Εν πρώτοις, ο λαός (δηλαδή, στην εξοχή, οι χωρικοί) δίνει τους καλύτερους μαχητές του αντάρτικου, που ξέρουν τον τόπο, τους κατοίκους και τα ήθη της περιοχής, και που είναι συνηθισμένοι στη σκληραγωγία της βουνήσιας ζωής. Και για να γενικεύσουμε, ο λαός είναι "η καρδιά του αντάρτικου" που βρίσκεται πίσω από κάθε ενέργεια, είναι ο αόρατος συνεργάτης που παρακολουθεί τον εχθρό, μεταφέρει ειδήσεις, εξασφαλίζει τον εφοδιασμό, παρέχει στους μαχητές την αποτελεσματική του υποστήριξη τη συμμετοχή του, τη γενναιόδωρη προστασία του. (σσ Ο Ανταρτοπόλεμος, Σελ. 186-187, 194, βλ. επίσης "Η Επανάσταση στην Κούβα", σελ. 203. Εκδ. Καρανάση 1970).

Οι αγροτικές μάζες δεν παίζουν αυτό τον αποφασιστικό ρόλο στο βαθμό που το αντάρτικο εμφανίζεται σαν έκφραση της πάλης τους της ταξικής. Για το λόγο λοιπόν αυτό πρέπει η ένοπλη δράση του αντάρτικου να είναι η απήχηση της κοινωνικής προστασίας του λαού κατά των καταπιεστών του και των βλέψεων της μεγάλης αγροτικής μάζας που θέλει να αλλάξει το καθεστώς ιδιοκτησίας της γής. Με άλλα λόγια, πρέπει να καταλάβει την πολιτική σημασία του αντάρτικου και να την κάνει δική του.

Γι΄ αυτό ο Τσέ, χωρίς καθόλου να αμελεί την καθαυτό στρατιωτική βαρύτητα, επέμενε στη σπουδαιότητα της πολιτικής δουλειάς που πρέπει να εκτελέσει η πρωτοπορεία και χαρακτήριζε τον επαναστατικό πόλεμο σαν "μεγάλη πολιτικο-στρατιωτική ενέργεια της οποίας τμήμα μόνο είναι το αντάρτικο". Η πρωτοπορεία οφείλει παράλληλα με την ένοπλη δράση να προωθεί μια εντατική μαζική εργασία, εξηγώντας τα αίτια και τους σκοπούς της επανάστασης, τις νίκες του αντάρτικου, τους λόγους για κάθε ενέργεια, και καλώντας σε μαζικούς αποτελεσματικούς αγώνες τους εργάτες και τους χωρικούς: "Οι άκριτες δολοφονίες και τρομοκρατίες δεν πρέπει να χρησιμοποιούνται. Είναι προτιμότερο να γίνεται μαζική εργασία, να μεταδίδεται το επαναστατικό ιδανικό, να γίνεται προσπάθεια να ωριμάζει, έτσι, που στην πρέπουσα στιγμή οι μάζες αυτές υποστηριζόμενες από τον επαναστατικό στρατό, να μπορούν να κινητοποιηθούν και να κάνουν να γείρει ο ζυγός στην πλευρά της Επανάστασης. Για το σκοπό αυτό, δεν πρέπει να αμελούμε τις λαϊκές εργατικές και αγροτικές οργανώσεις, που διαδίδουν στις γραμμές τους το επαναστατικό ιδανικό, δίνοντας να διαβάζουν και εξηγώντας τα δημοσιεύματα της επανάστασης". (σσ Ο Ανταρτοπόλεμος. Σελ. 222, 223-42, Εκδ. Καρανάση 1972. Είναι εξάλλου γνωστό, ότι κατά την εισβολή του σώματός του στην επαρχία Καμαγκουέη, το καλοκαίρι του 1958, ο Τσέ έφερε σε επαφή τα συνδικάτα εργατών και αγροτών της περιοχής, και μάλιστα ίδρυσε και τοπικούς συνεταιρισμούς εργατών γής. Επιστολή του Τσέ στον Φιντέλ, 13 Σεπτεμβρίου 1958, στο Αντάρτικο, αριθ. 1, Μιλάνο, 1969, σελ. 53).

Βλέπει λοιπόν κανένας πόσο ψεύτικη είναι η εικόνα του Επινάλ, ενός Τσέ ρωμαντικού τυχοδιώκτη, είδους κόκκινου Αρτανιάν, που θα εννοούσε το αντάρτικο σαν κονταρομαχία σωματοφυλάκων εναντίον της βασιλικής φρουράς... Αν και αποδίδει αυστηρή και σχολαστική σημασία, στα καθαρώς στρατιωτικά και στρατηγικά ζητήματα της πάλης, ο Τσέ Γκεβάρα είχε σαφώς συλλάβει το συνολικό χαρακτήρα, πολιτικο-στρατιωτικό του λαϊκού πολέμου, και την κεφαλαιώδη σπουδαιότητα της κινητοποίησης, της προπαγάνδας και της οργάνωσης των μαζών για τον επαναστατικό αγώνα.

Εξάλλου, η πολιτική δραστηριότητα του αντάρτικου, δεν περιορίζεται καθόλου στην "κλασσική" προπαγάνδα: διεξάγει την "προπαγάνδα διά των γεγονότων", από το ένα μέρος με τις ίδιες τις ένοπλες δραστηριότητες, που δείχνουν το τρωτό του στρατού της καταπίεσης, από το άλλο μέρος, με την εφαρμογή, στις περιοχές υπό τον έλεγχό του, μέτρων επαναστατικού χαρακτήρα: απαλλοτρίωση, κατοχή και διανομή των γαιών στους χωρικούς, οργάνωση συνεταιρισμών, εγκαθίδρυση δικαστηρίου και διοίκησης, έκδοση επαναστατικών νόμων, κλπ. Το αντάρτικο παρουσιάζεται έτσι βαθμηδόν σαν εξουσία κατ΄ εναλλαγή αντίθετη στην εγκατεστημένη εξουσία, σαν νέα νομιμότης που αντικαθιστά το νόμο του κράτους: εξουσία και νομοθεσία επαναστατικές που εξυπηρετούν τα συμφέροντα και τις κοινωνικές βλέψεις των λαϊκών μαζών και που εξουδετερώνουν το όργανο καταπίεσης των κυριαρχουσών τάξεων.

Υστερα από αυτά η σχέση μεταξύ αγροτιάς και αντάρτικου δεν είναι καθόλου σχέση μονόπλευρη, μηχανιστική, με μιά και μόνη κατεύθυνση "εκ των άνω προς τα κάτω". Με την επαφή με τη ζωή, με τα προβλήματα, τους αγώνες των αγροτών, "μια επανάσταση διενεργείται μέσα στα μυαλά μας", παρατηρεί ο Τσέ, υπογραμμίζοντας το ρόλο της εμπειρίας αυτής για τη διαμόρφωση της ιδεολογίας του αντάρτικου. Στην πορεία του ανταρτοπόλεμου μπαίνει σε ενέργεια ένα προτσές διαλεκτικής αμοιβαιότητος μεταξύ της πρωτοπορείας και των μαζών: "δημιουργείται τότε {...} μια αληθινή ενδοενέργεια μεταξύ αυτών των αρχηγών που διδάσκουν στο λαό, με τα γεγονότα, τη θεμελιακή σπουδαιότητα της ένοπλης πάλης και τον ίδιο το λαό, που μεγαλώνει μέσα στην πάλη και δείχνει με τη σειρά του στους αρχηγούς τις πρακτικές ανάγκες. Από αυτή την ενδοενέργεια μεταξύ του αντάρτη και του λαού του ξεπηδάει έτσι ένας προοδευτικός ριζοσπαστισμός που επιτείνει βαθμιαία τα επαναστατικά χαρακτηριστικά του κινήματος και του δίνει εθνική διάσταση". (σσ Ο Ανταρτοπόλεμος. "Ο Γκουεριλλέρο κοινωνικός αναμορφωτής", σελ. 76-77, Εκδ. Καρανάση 1972). Πράγματι η στενή συνοχή μεταξύ ανταρτών και χωρικών δεν γίνεται μονομιάς δημιουργείται προοδευτικά στην πολιτικο-στρατιωτική πράξη στο διάστημα της οποίας το αντάρτικο γίνεται λαϊκό και ο λαός επαναστατικός, τα δυό να συγχωνεύουνται βαθμιαία, σε ένα "σώμα" σχετικά ομογενές. Απ΄ αυτή τη στιγμή κι έπειτα το αντάρτικο γίνεται ακατανίκητο στην πράξη και μπορεί προοδευτικά να χτυπήσει γερά, να αποθαρρύνει και να νικήσει το στρατό του αστικού κράτους.

Αν είναι αληθινό ότι ο πυρήνας του αντάρτικου δεν μπορεί ευθύς από την αρχή να είναι "μαζικό κίνημα", δεν θα χρειάζεται ωστόσο κάποια πολιτική δουλειά στους κόλπους των λαϊκών μαζών των πόλεων και της υπαίθρου για να ετοιμάσει το ξέσπασμα της ένοπλης πάλης; Το φτιάξιμο ενός πολιτικο-στρατιωτικού δικτύου στήριξης, καταφυγίου και εφοδιασμού (στις πόλεις και μεταξύ των χωρικών) δεν είναι η προϋπόθεση για την ίδια την επιβίωση του πυρήνα; Το αντάρτικο δεν πρέπει ευθύς από την αρχή να βρίσκεται σε σύνδεση με τους ήδη υπάρχοντες ταξικούς αγώνες σε μερικές περιοχές της υπαίθρου; Η απάντηση σ΄ αυτά τα ερωτήματα - που ετέθησαν με δριμύτητα ύστερα από τη βολιβιανή τραγωδία του 1967 - και σε πολλές άλλες δεν θα βρεθεί μόνο στα κείμενα του Τσέ, θα δοθεί με τη συγκεκριμένη εμπειρία νέων επαναστατικών πρωτοποριών που διεξάγουν τον αγώνα στη Λατινική Αμερική (και αλλού) σήμερα.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου